Skip to main content

Έκθεση Ντράγκι: Η πρόκληση της ψηφιακής μετάβασης ως μοχλός της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας

Aris Oikonomou / SOOC

Η πρόσφατη έκθεση Ντράγκι επιβεβαιώνει την προεξέχουσα σημασία της ψηφιοποίησης στις μετασχηματιστικές διαδικασίες των σύγχρονων οικονομιών

Η ενίσχυση της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας τα τελευταία πενήντα χρόνια στηρίχθηκε σε σημαντικό βαθμό στην ενσωμάτωση των ψηφιακών διαδικασιών και των τεχνολογικών εξελίξεων στην άσκηση οικονομικής δραστηριότητας και στις διαδικασίες παραγωγής της ευρωπαϊκής βιομηχανίας.

Η πρόσφατη έκθεση Ντράγκι επιβεβαιώνει την προεξέχουσα σημασία της ψηφιοποίησης στις μετασχηματιστικές διαδικασίες των σύγχρονων οικονομιών, θέτοντας ως προτεραιότητα την ανάπτυξη των προηγμένων τεχνολογιών για την διασφάλιση επαρκούς επιπέδου ανταγωνιστικότητας, συνοχής, οικονομικής ασφάλειας και στρατηγικής αυτονομίας.

Στην Ελλάδα, αντιθέτως, η μεταπολιτευτική παρακαταθήκη συνδέεται με μια ανεμική ανάπτυξη που χαρακτηρίζεται από μακροχρόνια στασιμότητα και χαμηλή ανταγωνιστικότητα σε όρους παραγωγής, επενδύσεων, δεξιοτήτων, καινοτομίας, εργασίας, εμπορικών συναλλαγών. Η προσκόλληση σε ένα παρωχημένο και ελλειμματικό αναπτυξιακό υπόδειγμα, σε συνδυασμό με τις οικονομικές επιλογές που ακολουθήθηκαν κατά την Γ’ Ελληνική Δημοκρατία, απέτρεψαν την έγκαιρη, αποτελεσματική και οριζόντια ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών και της αυτοματοποίησης στην παραγωγική διαδικασία, επηρεάζοντας δυσμενώς μια σειρά από ζητήματα (πχ υψηλό κόστος παραγωγής, μειωμένες προοπτικές καινοτομίας που εμποδίζουν την είσοδο προϊόντων και υπηρεσιών σε νέες αγορές, αδυναμία προσέλκυσης παραγωγικών επενδύσεων, ανεπαρκής ψηφιακή αναβάθμιση επιχειρήσεων, ψηφιακός αναλφαβητισμός του εργατικού δυναμικού, υποβάθμιση της θέσης της χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας).

Η συνθήκη της ψηφιοποίησης, επομένως, -όπως και η επίτευξη της πράσινης μετάβασης-, αποτελεί το κεντρικό πρόταγμα για την αναδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης, την υιοθέτηση ενός νέου οικονομικού παραδείγματος και τον συνολικό μετασχηματισμό των σύγχρονων κοινωνιών. Στην νέα ψηφιακή οικονομία ωστόσο, το βιομηχανικό υπόδειγμα της ΕΕ όπως αυτό έχει διαμορφωθεί διαχρονικά (αυξημένες εισαγωγές προηγμένων τεχνολογιών και εξαγωγές κυρίως από τους κλάδους αυτοκινητοβιομηχανίας, χημικών και μόδας), δεν μπορεί να ανταποκριθεί στους σημερινούς ρυθμούς τεχνολογικών αλλαγών καθώς η ΕΕ αδυνατεί να επωφεληθεί από τις οικονομίες κλίμακας σε προηγμένες τεχνολογίες και έρχεται αντιμέτωπη με τον κίνδυνο απώλειας αξίας. Εν προκειμένω, αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την έκθεση Ντράγκι, το 70% της νέας αξίας που θα δημιουργηθεί στην παγκόσμια οικονομία τα επόμενα δέκα έτη θα είναι εντάσεως τεχνολογίας και ψηφιοποίησης.

Η θέση της ΕΕ στην νέα ψηφιακή οικονομία

Ταυτόχρονα, το μοντέλο βιομηχανικής καινοτομίας στην ΕΕ, καθώς και η Έρευνα, Καινοτομία και Ανάπτυξη γενικά –κομβική συνιστώσα της ψηφιοποίησης- (R&D), παρουσιάζει συγκριτικό μειονέκτημα έναντι των διεθνών ανταγωνιστών της όπως η Κίνα και οι ΗΠΑ. Η ενωσιακή ικανότητα καινοτομίας εμφανίζει σοβαρή υστέρηση καθώς οι ΗΠΑ βρίσκονται μπροστά από την ΕΕ κατά σχεδόν επτά ποσοστιαίες μονάδες, σύμφωνα με τον δείκτη καινοτομίας του ευρωπαϊκού πίνακα αποτελεσμάτων καινοτομίας, ενώ οι επιδόσεις της Κίνας έχουν υπερτριπλασιαστεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Οι ευρωπαϊκές δραστηριότητες καινοτομίας συγκεντρώνονται κυρίως σε τομείς με μεσαία έως χαμηλή ένταση R&D, εξέλιξη που αν διατηρηθεί ως έχει, θα ωθήσει την ΕΕ σε μια «παγίδα μεσαίας τεχνολογίας», την στιγμή που ήδη το συγκριτικό πλεονέκτημα που απολάμβανε διαχρονικά η ΕΕ στις καθαρές τεχνολογίες αμφισβητείται όλο και περισσότερο, και οι ΗΠΑ μετατοπίζουν το στρατηγικό τους ενδιαφέρον (και ακολούθως την χρηματοδοτική στήριξη) στους τομείς του λογισμικού και του ευρύτερου ψηφιακού τομέα.

Σύμφωνα με την έκθεση Ντράγκι για την ανταγωνιστικότητα της Ένωσης, το μερίδιο των ευρωπαϊκών εταιρειών στις 2.500 κορυφαίες παγκόσμιες εταιρείες R&D έχει μειωθεί σε σύγκριση με άλλες δυνάμεις, ενώ στην κατάταξη μεταξύ των κορυφαίων εταιρειών στον τομέα του λογισμικού και του διαδικτύου, οι εταιρείες της ΕΕ αντιπροσωπεύουν μόνο το 7% των συνολικών δαπανών R&D. Το ποσοστό, αντιθέτως, που δαπανούν οι κορυφαίες Αμερικάνικες και Κινεζικές εταιρείες σε R&D φτάνει το 71% και το 15% αντιστοίχως.

Ειδικότερα, το 2022, η ΕΕ δαπάνησε το 2,24% του ΑΕΠ της για R&D με αποτέλεσμα να έχει έλλειμμα επενδύσεων περίπου 123 δισ. ευρώ, σε σχέση με τον στόχο της για επίτευξη 3% των δαπανών R&D ως ποσοστό του ΑΕΠ. Συγκριτικά, οι ΗΠΑ δαπανούν 3,5% του ΑΕΠ τους για R&D, η Ιαπωνία 3,3% και η Κίνα 2,4%. Οι ΗΠΑ ξεπερνούν όλες τις άλλες μεγάλες οικονομίες σε συνολικές ετήσιες δαπάνες R&D, επενδύοντας 877 δισ. ευρώ το 2022, έναντι 355 δισ. ευρώ της ΕΕ το ίδιο έτος.

Αντίστοιχες αποκλίσεις στις δαπάνες R&D παρατηρούνται και μεταξύ των κρατών-μελών. Σύμφωνα με την έκθεση Ντραγκι, μόνο πέντε κράτη-μέλη υπερβαίνουν τον στόχο της ΕΕ για δαπάνες R&D ύψους 3% (Βέλγιο, Σουηδία, Αυστρία, Γερμανία και Φινλανδία), ενώ οι επενδύσεις εννέα κρατών-μελών είναι κάτω του 1% (Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Σλοβακία, Ιρλανδία, Βουλγαρία, Κύπρος, Λετονία, Μάλτα, Ρουμανία). Οι δαπάνες του ιδιωτικού τομέα σε R&D αντιστοιχούν περίπου στο 1.3% του ΑΕΠ. Το ποσοστό αυτό στις ΗΠΑ είναι 2,4% και στην Κίνα 1,9%.

Αυτό το επενδυτικό χάσμα μεταξύ ΕΕ και τρίτων χωρών μετουσιώνεται σε ψηφιακό χάσμα, υπονομεύοντας περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας και την ανθεκτικότητα των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Η μειωμένη ανταγωνιστικότητα αποτυπώνεται στο πεδίο των ψηφιακών πλατφόρμων (όπου οι δέκα μεγαλύτερες πλατφόρμες που εξυπηρετούν τους ευρωπαίους πολίτες ανήκουν σε αμερικανικές (Alphabet, Amazon, Meta, Apple, Microsoft, X) ή κινεζικές (Tencent, Alibaba, Byte Dance, Baidu) εταιρείες), καθώς και στην αγορά υπηρεσιών Cloud η οποία τείνει να κυριαρχείται όλο και περισσότερο από αμερικάνικες εταιρείες (1). Το πρόβλημα εντείνεται καθώς οι εξαγορές ευρωπαϊκών εταιρειών από παίκτες εκτός ΕΕ αυξάνονται (19%), ενώ οι εξαγορές εταιρειών που δεν έχουν την έδρα τους στην Ένωση από Ευρωπαίους είναι μόνο στο 6%.

Η πρόκληση της Τεχνητής Νοημοσύνης

Σε ότι αφορά την Τεχνητή Νοημοσύνη, η έκθεση Ντράγκι επισημαίνει τη θετική συμβολή της στην ανταγωνιστικότητα των βιομηχανικών φορέων που θα την αξιοποιήσουν, τονίζει ωστόσο ότι αν η ενσωμάτωσή της δεν γίνει έγκαιρα και με τον κατάλληλο τρόπο, κινδυνεύουν να χάσουν σημαντικό μερίδιο της κερδοφορίας τους. Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που έχουν υιοθετήσει την ΤΝ αντιπροσωπεύουν μόνο το 11% του συνόλου των επιχειρήσεων, ενώ ο στόχος για το 2030 είναι το ποσοστό αυτό να φτάσει στο 75%. Η ανάπτυξη της ΤΝ εξαρτάται στον πυρήνα της από σημαντικές επενδύσεις σε R&D που παρουσιάζουν υψηλό αρχικό κόστος κεφαλαίου. Η ασθενής ανταγωνιστική θέση της ΕΕ επιδεινώνεται λόγω της έλλειψης διαθέσιμων επιχειρηματικών κεφαλαίων στην Ευρώπη, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στις ΗΠΑ και στην Κίνα. Σύμφωνα με την έκθεση Ντράγκι, το 2023 πραγματοποιήθηκαν επενδύσεις επιχειρηματικών κεφαλαίων ύψους 8 δισ. δολαρίων στην ΤΝ εντός ΕΕ, έναντι 68 δισ. δολαρίων στις ΗΠΑ και 15 δισ. δολαρίων στην Κίνα. Ταυτόχρονα, συνεργασίες όπως αυτή μεταξύ Microsoft και OpenAI ενισχύουν τις προοπτικές τρίτων χωρών για κυριαρχία στον κλάδο, αποδυναμώνοντας την δυναμική της ΕΕ.

Οι απαιτούμενες επενδυτικές ανάγκες δεν καλύπτονται από τις κεφαλαιαγορές της Ένωσης, γεγονός που ωθεί τις ευρωπαϊκές εταιρείες να αναζητήσουν χρηματοδότηση από το εξωτερικό. Λαμβάνοντας υπόψη τις κορυφαίες παγκόσμιες νεοφυείς επιχειρήσεις ΤΝ παγκοσμίως, το 61% της παγκόσμιας χρηματοδότησης κατευθύνεται σε εταιρείες των ΗΠΑ, το 17% σε κινεζικές εταιρείες και μόνο το 6% σε εταιρείες της ΕΕ.

Ταυτόχρονα, ένα ακόμη ζήτημα που ανακύπτει έχει να κάνει με έλλειψη εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού καθώς η ΕΕ έχει χαμηλό συνολικό αριθμό νέων επιστημόνων δεδομένων σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Κίνα, αλλά και με το γεγονός ότι τα μοντέλα ΤΝ που έχουν αναπτυχθεί προέρχονται από τις ΗΠΑ (κατά 73%) και από την Κίνα (15%). Η τελευταία επισήμανση αναδεικνύει τον κίνδυνο η Ευρώπη να εμφανίσει δομική εξάρτηση από μοντέλα ΤΝ που σχεδιάστηκαν και αναπτύχθηκαν στο εξωτερικό, με ότι αυτό συνεπάγεται για την στρατηγική αυτονομία, την ανθεκτικότητα και την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Η ενσωμάτωση της Τεχνητής Νοημοσύνης στις διάφορες πτυχές της οικονομικής και της κοινωνικής δραστηριότητας ωστόσο, όπως και η ταχεία ψηφιοποίηση της Ευρώπης –και της Ελλάδας-, εγείρει ανησυχίες σχετικά με μια σειρά νέων προκλήσεων που έχουν να κάνουν με την διεύρυνση των ανισοτήτων (πχ ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) (2) που μπορεί να υφίστανται ψηφιακό αποκλεισμό και να βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση λόγω μη πρόσβασης σε κατάλληλες υποδομές, τεχνολογίες και ψηφιακές δεξιότητες), την εξάρτηση από τεχνολογικούς κολοσσούς τρίτων χωρών και το αυξανόμενο έλλειμμα ψηφιακών δεξιοτήτων που αναπόφευκτα οδηγεί σε χαμηλή παραγωγικότητα και μειώνει τις δυνατότητες των εργαζομένων να προσαρμοστούν σε νέες θέσεις εργασίας υψηλής ειδίκευσης. Εν προκειμένω, το έλλειμμα ψηφιακών δεξιοτήτων αφορά το 42% των Ευρωπαίων πολιτών στο σύνολό τους και το 37% του εργατικού δυναμικού.

Ο ψηφιακός μετασχηματισμός ως πρόταγμα της σύγχρονης οικονομίας

Η σωρευτική θεώρηση των ανωτέρω υποδηλώνει ότι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ΕΕ εξαρτάται από την αύξηση της βιομηχανικής ισχύος και της τεχνολογικής αυτονομίας. Οι ενωσιακές πολιτικές για την ψηφιοποίηση και τις προηγμένες τεχνολογίες πρέπει να θέσουν στον πυρήνα τους τομείς όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη και οι Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) (3), τα ευρυζωνικά δίκτυα υψηλής ταχύτητας και τον συναφή εξοπλισμό, υποδομές και λογισμικό για αυτά, και τέλος, τους ημιαγωγούς ως τον κινητήριο μοχλό για την αλυσίδα αξίας των ηλεκτρονικών ειδών.

Ο μετασχηματισμός της παγκόσμιας οικονομίας προς την κατεύθυνση της ψηφιοποίησης και της απανθρακοποίησης γεννά ερωτήματα για την Ελλάδα και για το πώς θα καταφέρει –ή και όχι- να αξιοποιήσει την μεταπολιτευτική της εμπειρία για να οικοδομήσει ένα νέο παραγωγικό μοντέλο που θα ενσωματώνει τις ψηφιακές τεχνολογίες, θα εξασφαλίζει την αναβάθμιση των ψηφιακών δεξιοτήτων, θα προωθεί την πράσινη καινοτομία και θα υποστηρίζει την βιώσιμη ανάπτυξη, ενισχύοντας την ανταγωνιστική της θέση στο νέο ψηφιοποιημένο διεθνές περιβάλλον.

* Η Αντιγόνη Βουλγαράκη είναι επιστημονική συνεργάτιδα Ινστιτούτου ΕΝΑ, MSc Oικονομικά & Δίκαιο στις Ενεργειακές Αγορές, MSc Ευρωπαϊκό Δίκαιο & Πολιτική.
Άρθρο ενόψει του συνεδρίου του ΕΝΑ «1974 – 2024: H εποχή της δημοκρατίας & το μέλλον της», 15 και 16 Νοεμβρίου 2024 στο κτίριο της ΕΣΗΕΑ – Δείτε περισσότερα στο www.enainstitute.org

(1) Σύμφωνα με την έκθεση Ντράγκι, η ευρωπαϊκή αγορά είχε αξία περίπου 87 δισ. ευρώ το 2022 και εκτιμάται ότι θα φθάσει τα 200 δισ. ευρώ έως το 2028. Οι τρεις αμερικανικές εταιρείες cloud «Hyperscalers»1 (Amazon Web Services, Microsoft Azure και Google Cloud) κατέχουν το 65% της αγοράς, ενώ το μερίδιο των παρόχων cloud στην ΕΕ μειώθηκε σε λιγότερο από 16% το 2021

(2) Σύμφωνα με την έκθεση της Ευρ.Επιτροπής για την Ελλάδα (Greece 2024 Digital Decade Country Report), οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) παρουσιάζουν χαμηλή ψηφιακή ωριμότητα και καινοτομία, με μόλις το 43,3% να διαθέτουν βασικό ψηφιακό επίπεδο το 2023 (ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι στο 57,7%). Επιπλέον, μόλις το 33,5% των ελληνικών επιχειρήσεων εφαρμόζει προηγμένες τεχνολογίες (τεχνητή νοημοσύνη, cloud, ανάλυση δεδομένων), ενώ στην ΕΕ το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 54,6%. Οι ειδικοί στις Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) αντιπροσωπεύουν μόνο το 2,4% των απασχολούμενων στην Ελλάδα, αρκετά χαμηλότερο από το 4,8% που καταγράφεται στην ΕΕ, παρά την υψηλή ζήτηση για τέτοιους επαγγελματίες.

(3) Το 2021, ο τομέας των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνίας (ΤΠΕ) αντιπροσώπευε περίπου το 5,5% του ΑΕΠ της ΕΕ (718 δισ. ευρώ ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας) και σχεδόν το 4,5% της απασχόλησης στην οικονομία των επιχειρήσεων (6,7 εκατ. απασχολούμενοι).