Skip to main content

Τα λουκέτα της Volkswagen και η ιστορία αποτυχίας της Γερμανίας: Αποβιομηχάνιση, εμμονικές εξαρτήσεις και λάθη

REUTERS/Axel Schmidt

Η ανακοίνωση της Volkswagen - ενός πανίσχυρου συμβόλου της επιτυχίας του Made in Germany - για κλείσιμο εργοστασίων δεν είναι το μόνο καμπανάκι. Miele, Continental, Michelin, ZF Friedrichshafen καταργούν δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας

«Ό,τι μπορεί να πάει στραβά, θα πάει», λέει ο νόμος του Μέρφι και η Γερμανία έχει βαλθεί, λες, να τον επιβεβαιώσει. Όχι, δεν είναι αποτέλεσμα της κακής της τύχης, τα όσα βιώνει την τελευταία διετία και γίνονται ολοένα και πιο ορατά τελευταία. Αλλά συνέπεια καίριων σφαλμάτων στρατηγικής.

Η αποκάλυψη ότι η   Volkswagen – ένα πανίσχυρο σύμβολο της επιτυχίας του Made in Germany – θα κλείσει τουλάχιστον τρία εργοστάσια στη Γερμανία, καταργώντας δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας (30.000 υπολογίζουν κάποιοι) και μειώνοντας τους μισθούς είναι το τελευταίο μόνο σύμπτωμα μίας χρόνιας ασθένειας – αυτής της σταδιακής αποβιομηχάνισης.

Το Βερολίνο που κουνούσε το δάχτυλο στις ευρωπαϊκές χώρες του Νότου και πίεζε για μεταρρυθμίσεις, έμεινε απελπιστικά πίσω το ίδιο στις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές. Και η κραταιά οικονομία του, που «οδηγούσε» κάποτε την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής, έμεινε απελπιστικά εξαρτημένη από δύο άλλες μεγάλες δυνάμεις: τη Ρωσία, που την τροφοδοτούσε με άφθονη, φθηνή ενέργεια και την Κίνα, που απορροφούσε με μεγάλη όρεξη τις εξαγωγές της. Όσο αυτά λειτουργούσαν, κανείς δεν αμφισβητούσε τη σοφία της επιλογής αυτής.

Όταν όμως η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία και η Δύση στάθηκε απέναντί της με σκληρές κυρώσεις, ενώ ταυτόχρονα η Κίνα εισήλθε σε μία διαδικασία αλλαγής του οικονομικού της μοντέλου και κρίσης στην αγορά ακινήτων, που σήμαινε αισθητά βραδύτερους ρυθμούς ανάπτυξης, οι εξαρτήσεις έγιναν πόνος. Από την κινεζική πλευρά μάλιστα το πλήγμα είναι διπλό. Γιατί οι γερμανικοί κολοσσοί έχουν να αντιμετωπίσουν τον οξύτατο ανταγωνισμό των καλά επιδοτούμενων κινεζικών εταιρειών – ειδικά στον κλάδο του αυτοκινήτου.

«Τα σημάδια αποβιομηχάνισης γίνονται πιο ξεκάθαρα», προειδοποίησε ο Μάρτιν Βανσλέμπεν, επικεφαλής του Γερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου (DIHK), στον απόηχο της είδησης – σοκ για τη Volkswagen, η όποια ήλθε ύστερα από μήνες παρόμοιων ανατριχιαστικών ειδήσεων.

Τσουνάμι λουκέτων και απολύσεων

Τον Φεβρουάριο η Miele, κατασκευαστής οικιακών συσκευών, δήλωσε ότι θα μεταφέρει μέρος της παραγωγής στην Πολωνία. Και αυτό πρακτικά σήμαινε κατάργηση 700 θέσεων εργασίας στο Gütersloh στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, την έδρα της 125χρονης οικογενειακής επιχείρησης. Η Continental περικόπτει 7.000 θέσεις εργασίας και κλείνει εργοστάσια. Η Michelin, ο γαλλικός κολοσσός κατασκευής ελαστικών που ωστόσο έχει μακροχρόνια παρουσία στη Γερμανία, βάζει επίσης λουκέτο σε γερμανικές γραμμές παραγωγής και μαχαίρι σε 1.500 θέσεις εργασίας. Και τον Ιούλιο η ZF Friedrichshafen, ακόμη ένας γερμανικός προμηθευτής της αυτοκινητοβιομηχανίας, δήλωσε ότι έως το 2028 θα προβεί σε 14.000 απολύσεις.

Μια νέα έρευνα από το DIHK του είναι γεμάτη τρομακτικά στοιχεία. Διαπιστώνει ότι το 1/3 όλων των εταιρειών και τα 2/5 των βιομηχανιών, που συμμετείχαν στην έρευνα σχεδιάζουν να μειώσουν τις επενδύσεις στη Γερμανία. Μόλις το 19% των βιομηχανιών αξιολογεί την τρέχουσα κατάστασή τους ως «καλή», ενώ το 35% την αποκαλεί «κακή». Μια τέτοια απαισιοδοξία θυμίζει στον Βανσλέμπεν τη σοβαρή κρίση του 2002-03. Η κυβέρνηση της εποχής απάντησε με την Ατζέντα 2010, ένα πακέτο επιτυχημένων μεταρρυθμίσεων, που δεν κράτησαν πολύ. Πρόσφατα ο Economist χαρακτήριζε «φριχτή» την κληρονομιά της Άνγκελα Μέρκελ, ακριβώς γιατί στην πολυετή θητεία της απέφυγε μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές.

Το μήνυμα αφύπνισης

Νωρίτερα φέτος, ο Μόριτς Σούλαρικ, επικεφαλής του Ινστιτούτου Κίελου για την Παγκόσμια Οικονομία, προέβλεψε ότι μόνο μια κρίση σε μια μεγάλη αυτοκινητοβιομηχανία θα ήταν αρκετή για να πείσει τον σημερινό κυβερνητικό συνασπισμό ότι η Γερμανία δεν μπορεί να συνεχίσει με το παλιό οικονομικό της μοντέλο που βασίζεται στην κατασκευή. «Ίσως τα προβλήματα της VW να είναι επιτέλους το μήνυμα αφύπνισης που περιμέναμε», λέει τώρα.

Ο χρόνος θα δείξει. Πριν από λίγες ημέρες ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς κάθισε στο ίδιο τραπέζι τον Όλιβερ Μπλούμε, το αφεντικό της VW, τους επικεφαλής άλλων γερμανικών γιγάντων, όπως η Siemens και η BASF και συνδικαλιστές. Λίγα είναι γνωστά για το τι συζητήθηκε, εκτός από τα μέτρα για την αντιμετώπιση του υψηλού ενεργειακού κόστους και ένα σχέδιο μείωσης της γραφειοκρατίας με την κατάργηση ενός νόμου που υποχρεώνει τις μεγάλες εταιρείες να παρακολουθούν εάν οι προμηθευτές τους σε όλο τον κόσμο πληρούν τις απαιτήσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα περιβαλλοντικά πρότυπα. Τίποτα συγκεκριμένο δεν συζητήθηκε για ταχύτερα βήματα στον ψηφιακό μετασχηματισμό, όπου η Γερμανία είναι εντυπωσιακά πίσω (στην εποχή του fax, λένε οι πιο σκληρές γλώσσες).

Και το κυβερνητικό αλαλούμ

Ο Σολτς πραγματοποίησε τη συνάντηση χωρίς να ενημερώσει ούτε τον Κρίστιαν Λίντνερ, τον φιλελεύθερο υπουργό Οικονομικών του, ούτε τον Ρόμπρτ Χάμπεκ, υπουργό Οικονομίας των Πρασίνων. Ο Λίντνερ απάντησε με μία ανάλογη συνάντηση μέσα στην ίδια ημέρα.

Ο Χάμπεκ δήλωσε ότι συνομιλεί με τις κορυφαίες επιχειρήσεις καθημερινά και διατύπωσε την ιδέα ενός επενδυτικού ταμείου χρηματοδοτούμενου από χρέος για να βοηθήσει τις επιχειρήσεις – κάτι που δεν είχε συζητήσει ποτέ με τον καγκελάριο.

Η επίλεκτη ομάδα του καγκελαρίου πρόκειται να συνεδριάσει ξανά στις 15 Νοεμβρίου, την επομένη της προθεσμίας για συμφωνία για τον προϋπολογισμό του επόμενου έτους. Αλλά για να τα βρει με τον κόσμο του επιχειρείν ο Σολτς, θα πρέπει πρώτα να τα βρει μεταξύ της η κυβέρνηση.