«Απροσδόκητα θετικά νέα: Η γερμανική οικονομία αναπτύχθηκε ελαφρά το τελευταίο τρίμηνο. Το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά… 0,2% σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο, όπως ανακοίνωσε η Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία στο Βισμπάντεν».
Τα θετικά νέα που πανηγυρίζει το Βερολίνο είναι ότι οι περισσότεροι οικονομολόγοι περίμεναν ότι μετά την ελαφρά συρρίκνωση της οικονομίας το δεύτερο τρίμηνο, το ΑΕΠ θα μειωνόταν για δεύτερο συνεχόμενο τρίμηνο. Και ως εκ τούτου η γερμανική οικονομία θα έπεφτε σε μια «τεχνική ύφεση». Υπήρξε όμως αύξηση…0,2%
Όλοι εκτιμούν πάντως ότι η αβεβαιότητα για την κρίση στη γερμανική οικονομία έχει εξαπλωθεί εδώ και καιρό μεταξύ των εταιρειών και των καταναλωτών. «Ενώ πολλές εταιρείες καθυστερούν τις επενδύσεις τους, οι καταναλωτές κρατούν τα χρήματά τους παρά την αύξηση των μισθών. Βασικοί τομείς όπως η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία βρίσκονται υπό μεγάλη πίεση», σημειώνει η Tagesschau..
Σύμφωνα με την εκτίμηση της Bundesbank, η αδύναμη φάση είναι πιθανό να συνεχιστεί. «Η γερμανική οικονομία είναι χονδρικά σε στασιμότητα» το τελευταίο τρίμηνο, έγραψε η κεντρική τράπεζα στη μηνιαία έκθεσή της. Εκτιμά πάντως πώς δεν αναμένεται ύφεση στη γερμανική οικονομία για το σύνολο του έτους «με την έννοια μιας σημαντικής, ευρείας βάσης και μακροχρόνιας μείωσης της οικονομικής παραγωγής». Αλλά, η οικονομία είναι «ακόμα κολλημένη στην αδύναμη φάση που επιμένει από τα μέσα του 2022», ομολογεί η Bundesbank.
Αλλά και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση του καγκελάριου Όλαφ Σολτς ήταν επίσης μάλλον απαισιόδοξη μέχρι στιγμής: στην φθινοπωρινή έκθεσή της, αναμένει ότι το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν θα συρρικνωθεί κατά 0,2% για το σύνολο του έτους. Θα πρόκειται για τη δεύτερη συνεχόμενη χρονιά με ύφεση μετά το 2023, όταν και η γερμανική οικονομική παραγωγή υποχώρησε ελαφρά. Σύμφωνα με την πρόβλεψη της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, η οικονομία δεν αναμένεται να αναπτυχθεί ξανά κατά 1,1% ως το 2025. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι λιγότερο σίγουρο: αναμένει μόνο αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,8% το επόμενο έτος.
Πολλά τα αγκάθια
Υπάρχουν πολλά «αγκάθια» που έχει να αντιμετωπίσει η γερμανική οικονομία: η Κίνα έχει χάσει τη δυναμική της ως μοχλός ανάπτυξης στις παγκόσμιες αγορές, με αποτέλεσμα να μειώνονται οι γερμανικές εξαγωγές, ιδίως της αυτοκινητοβιομηχανίας. Ενώ υπάρχει έλλειψη παραγγελιών στη βιομηχανία και οι προοπτικές για τις εξαγωγές είναι θολές, πολλοί καταναλωτές προτιμούν να αποταμιεύουν τα χρήματά τους και μάλιστα περισσότερο, σε σχέση με ένα χρόνο νωρίτερα, τουλάχιστον το πρώτο εξάμηνο του έτους. Η κατανάλωση δηλαδή, η οποία ήταν εδώ και καιρό η καλύτερη ελπίδα για την ανάκαμψη της οικονομίας, δεν κερδίζει πραγματικά δυναμική.
Ο δείκτης καταναλωτικού κλίματος της GfK μπορεί να ανέκαμψε τον Οκτώβριο, αλλά σε χαμηλό επίπεδο. «Αυτές δεν είναι καλές προοπτικές για την αδύναμη οικονομία, καθώς η ιδιωτική κατανάλωση θεωρείται σημαντικό στήριγμα για την ταλαιπωρημένη γερμανική οικονομία, η οποία αναπτύχθηκε εκπληκτικά το τρίτο τρίμηνο. Οι ειδικοί κατηγορούν επίσης τη μακροχρόνια στασιμότητα της κατανάλωσης στη μακροχρόνια μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών», γράφει η Tagesscghau.
Σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρωζώνη, η Γερμανία εξακολουθεί να βρίσκεται σε κακή θέση. Η εποχικά προσαρμοσμένη οικονομική ανάπτυξη στην ευρωζώνη αυξήθηκε από 0,2% σε 0,4% από το δεύτερο έως το τρίτο τρίμηνο. Αυτό ήταν πάνω από τις προσδοκίες των αναλυτών.
Αποδυνάμωση του γερμανικού κέντρου
Οι οικονομολόγοι αναμένουν βέβαια τόνωση για τη γερμανική οικονομία από την πτώση των βασικών επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αλλά χρειάζεται χρόνος για να φτάσουν στην πραγματική οικονομία.
Επιπλέον, διαρθρωτικοί παράγοντες, όπως οι υψηλές ακόμη τιμές της ενέργειας –παρά τη μείωσή τους κατά 5,5% τον Οκτώβριο- και η γραφειοκρατία αποδυναμώνουν τη Γερμανία ως επιχειρηματικό κέντρο.
Και μέσα σε όλα αυτά, ο πληθωρισμός αυξήθηκε αιφνιδίως τον Οκτώβριο στο 2% -από 1,6% τον Σεπτέμβριο.
Η Volkswagen σχεδιάζει να κλείσει «τουλάχιστον» τρία εργοστάσια στη Γερμανία και να περικόψει δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας, καθώς είδε τα κέρδη της μετά τους φόρους να μειώνονται κατά 62% το τρίτο τρίμηνο.
Εάν επιβεβαιωθεί, το σχέδιο θα αντιπροσωπεύει μια ιστορική ρήξη με το παρελθόν: ποτέ από την ίδρυσή της, πριν από έναν αιώνα, η Volkswagen δεν έκλεισε ένα εργοστάσιο στη Γερμανία. Η εταιρεία απασχολεί 120.000 άτομα σε 10 εργοστάσια. Σύμφωνα με τη Handelsblatt, οι δρακόντειες αυτές περικοπές έχουν χαρακτηριστεί «δηλητηριώδες σχέδιο» από τα συνδικάτα.
Μόνο που η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία «κοιμήθηκε» για χρόνια, ενώ η Κίνα επένδυσε μαζικά στην ηλεκτροκίνηση. Και τώρα πρέπει να αντιμετωπίσει το τεράστιο εργατικό κόστος, ειδικά με ανταγωνιστές όπως η ιαπωνική Toyota που παράγει δύο εκατομμύρια περισσότερα αυτοκίνητα. με τους μισούς εργαζόμενους από τη VW.
Πίσω και στους ημιαγωγούς
Η Γερμανία βρίσκεται σε βιομηχανική κρίση και εκτός από τομείς, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, υπάρχει υποχώρηση και της φιλόδοξης στρατηγικής του Βερολίνου να γίνει η ευρωπαϊκή καρδιά της τελευταίας γενιάς παραγωγής ημιαγωγών.. Το μόνο έργο μεγάλης κλίμακας που παραμένει σε ισχύ είναι αυτό των εταιρειών της Ταϊβάν, TSMC, Infineon και Nxp που θα εργαστούν, μαζί με την Bosch , σε ένα εργοστάσιο 10 δισεκατομμυρίων ευρώ, εκ των οποίων τα πέντε δόθηκαν από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής παραγωγής.
Πρόσφατα, υπήρξε μια δεύτερη ήττα, μετά από αυτή που γνώρισε το Βερολίνο με την επένδυση της Intel τον Σεπτέμβριο. Η αμερικανική εταιρεία ανακοίνωσε την αναστολή μιας επένδυσης 33 δισεκατομμυρίων ευρώ με σκοπό τη δημιουργία του μεγαλύτερου ευρωπαϊκού κόμβου παραγωγής ημιαγωγών στο Μαγδεμβούργο, στην ανατολική Γερμανία. Παρά το γεγονός μάλιστα ότι η κυβέρνηση Σολτς προσφέρθηκε να δώσει στην Intel τη μεγαλύτερη βιομηχανική επιδότηση στην εθνική ιστορία, ίση με 10 δισεκατομμύρια ευρώ.
Ήττα και για την ΕΕ
Σε αυτή την ήττα, προστέθηκε την περασμένη εβδομάδα η στάση της Wolfspeed, ενός άλλου αμερικανικού γίγαντα ημιαγωγών , για μια επένδυση αξίας 3 δισεκατομμυρίων ευρώ για ένα στρατηγικό εργοστάσιο παραγωγής ημιαγωγών με χρήση καρβιδίου του πυριτίου στην πόλη Ενστορφ, στη δυτική Γερμανία.
Η γερμανική κρίση μπορεί να επηρεάσει μάλιστα και την κούρσα της Ευρώπης να παράγει το 20% των τσιπ που κατασκευάζονται στον κόσμο, στη Γηραιά Ήπειρο έως το 2030. Ένας στόχος που φαίνεται πλέον όλο και περισσότερο ανέφικτος…