Αν κοιτάξει κανείς ποιες είναι οι κυβερνήσεις αυτή τη στιγμή που δέχονται τις ισχυρότερες πιέσεις διεθνώς – πρωτίστως λόγω της οικονομικής πολιτικής τους – στην πλειονότητά τους είναι κεντροαριστερές.
Οι Εργατικοί στη Βρετανία θριάμβευσαν πριν από λίγους μήνες, αλλά τώρα – πριν ακόμη παρουσιάσουν τον προϋπολογισμό τους – τα βρίσκουν σκούρα. Η κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς στη Γερμανία εδώ και καιρό δέχεται το ένα ράπισμα μετά το άλλο. Η κυβέρνηση Σάντσεθ στην Ισπανία κλυδωνίζεται. Στη Βραζιλία ο Λούλα ντα Σίλβα, ο οποίος επέστρεψε στην εξουσία με υψηλές προσδοκίες – έχει μπροστά του πληθώρα οικονομικών προκλήσεων και κοινωνική δυσφορία. Η αμφισβήτηση εντείνεται για τις πολιτικές σε Καναδά και Αυστραλία.
Όλες οι παραπάνω ηγεσίες αντιμετωπίζουν φουσκωμένα δημοσιονομικά ελλείμματα στον απόηχο των πολλαπλών κρίσεων, από τις οποίες πέρασε η παγκόσμια οικονομία τα τελευταία χρόνια. Όλες είχαν υποσχεθεί έναν άλλο δρόμο στους ψηφοφόρους, μακριά από τη λιτότητα. Αλλά πέρα από τους πολίτες και τις υποσχέσεις απέναντί τους υπάρχουν και οι… αγορές. Και αυτές, καλώς η κακώς, έχοντας το πάνω χέρι στην πρόσβαση και το κόστος της χρηματοδότησης, πιέζουν στην κατεύθυνση, που επιθυμούν.
Στο δίλημμα τήρηση του προγράμματος και των υποσχέσεων έναντι των πολιτών από τη μία και πίεση από τις «εντολές» των αγορών από την άλλη, τι διαλέγουν οι κυβερνήσεις; Οι αγορές δεν είναι κάποιες αόρατες, σκοτεινές δυνάμεις. Είναι οι δανειστές των κρατών. Οι απαντήσεις επομένως δεν είναι εύκολες, ούτε υπάρχουν μαγικές λύσεις. Το Reuters στη στήλη του Breakingview για να καταδείξει τη δύσκολη θέση στην οποία έρχονται τα κεντροαριστερά κόμματα, όταν αναλαμβάνουν τα ηνία της εξουσίας σε περιόδους κρίσης, χρησιμοποιεί το παράδειγμα του… Τσάρλι Τσάπλιν.
Το 1923 ο Τσάπλιν θέλησε να κάνει πραγματικότητα το όνειρό του να σκηνοθετήσει μία σοβαρή ταινία. Έχοντας σκηνοθετήσει και πρωταγωνιστήσει σε πάνω από 70 κωμικές ταινίες, ο Βρετανός ηθοποιός στήθηκε πίσω από την κάμερα για να γυρίσει το «Μία Γυναίκα από το Παρίσι». Κέρδισε τα εύσημα των κριτικών, αλλά ήταν πλήρης εμπορική αποτυχία. Το κοινό του γύρισε την πλάτη, γιατί ο Τσάπλιν ακολούθησε έναν διαφορετικό δρόμο, από εκείνον στον οποίο το κοινό τον είχε μάθει και αγαπήσει. Κάπως έτσι συμβαίνει και με τις κυβερνήσεις, όταν εγκαταλείπουν το πρόγραμμα που έχουν παρουσιάσει προεκλογικά και για να αποσπάσουν τα εύσημα των αγορών (και κατά συνέπεια το φθηνότερο κόστος δανεισμού) στρέφονται στη λιτότητα.
Διαφορετική αντιμετώπιση κεντροαριστερών και κεντροδεξιών
Οι περισσότεροι άνθρωποι μισούν τη λιτότητα, ανεξάρτητα από το πού τοποθετούν εαυτόν στο πολιτικό φάσμα. Μία μελέτη του οικονομολόγου Αλμπέρτο Αλεσίνα είχε καταδείξει ότι ένα πακέτο φορο- αυξήσεων ίσο με 1% του ΑΕΠ, αφαιρεί κατά μέσο όρο από το κυβερνών κόμμα 7 ποσοστιαίες μονάδες στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση. Αλλά οι πολίτες αντιδρούν πιο έντονα όταν είναι οι σοσιαλδημοκράτες και (κεντρο)αριστεροί εκείνοι που σφίγγουν το ζωνάρι. Και τούτο γιατί θεωρούν ότι έχουν προδώσει τις ιδέες τους.
Ο Αλεξάντερ Χορν εξέτασε 196 κυβερνήσεις σε 18 ανεπτυγμένες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, Βρετανίας, Γερμανίας, Ιαπωνίας, από το 1971 έως το 2011. Συνέκρινε τα αποτελέσματα σε 4 εκλογικές αναμετρήσεις, μετρώντας τη γενναιοδωρία του λεγόμενου κοινωνικού κράτους. Όταν ήταν κεντροαριστερές κυβερνήσεις στην εξουσία, η όποια ουσιαστική μείωση των κοινωνικών επιδομάτων, αφαιρούσε από την εκλογική τους δύναμη 2,4 ποσοστιαίες δυνάμεις κατά μέσο όρο. Οι δεξιές κυβερνήσεις δεν δέχονταν αντίστοιχο πλήγμα.
Η Γερμανία είναι ένα καλό παράδειγμα. Ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ έθεσε σε εφαρμογή σαρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας το 2003, περικόπτοντας μεταξύ άλλων το επίδομα ανεργίας και τις συντάξεις, ενώ πρότεινε αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 65 στα 67 έτη. Δύο χρόνια αργότερα η Άνγκελα Μέρκελ των Χριστιανοδημοκρατών επικράτησε στις γενικές εκλογές και έμεινε στην εξουσία για πάνω από μία δεκαετία, χωρίς να πληρώσει βαρύ τίμημα για τη δική της πολιτική λιτότητας.
Σίγουρα υπάρχουν πολλοί παράγοντες πίσω από τα εκλογικά αυτά αποτέλεσμα, που δεν περιορίζονται στην οικονομική πολιτική. Αλλά υπάρχουν σαφείς ενδείξεις, σημειώνει το Reuters, πως οι ψηφοφόροι έχουν μεγαλύτερη απαίτηση από τους σοσιαλδημοκράτες να εφαρμόσουν πολιτικές που θεωρούνται κεντρώες – κεντροαριστερές και στηρίζουν τα μεσαία και ασθενέστερα εισοδήματα. Όταν έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν, όταν αποφεύγουν τη λιτότητα, εισπράττουν και την επιβράβευση.
Το παράδειγμα της Νορβηγίας και η «αθέτηση συμβολαίου»
Στη Νορβηγία για παράδειγμα το Εργατικό Κόμμα, βρίσκεται στην εξουσία για ένα πολύ μεγάλο διάστημα της μεταπολεμικής περιόδου. Για τις τελευταίες δύο δεκαετίες δεν έχει εφαρμόσει αυστηρή λιτότητα και περιοριστικές οικονομικές πολιτικές. Αλλά είχε την πολυτέλεια να μην το κάνει, αφού στα κρατικά ταμεία εισρέουν τα έσοδα του πετρελαίου και οι δημοσιονομικές ισορροπίες τηρούνται χωρίς ιδιαίτερη πίεση. Το 2020 και το 2021 ομάδα ερευνητών είχε ρωτήσει ένα δείγμα Νορβηγών ψηφοφόρων πώς θα αντιδρούσαν εάν μία απότομη πτώση των τιμών του πετρελαίου και απότομη άνοδος της ανεργίας, ανάγκαζε την κυβέρνηση των Εργατικών να μειώσει το επίδομα ανεργίας και τις συντάξεις και να αυξήσεις τις χρεώσεις για παιδικούς σταθμούς.
Για τους αυτοπροσδιοριζόμενους κεντροαριστερούς ψηφοφόρους αυτό θα σήμαινε αισθητή μείωση εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση και θα επηρέαζε την ψήφο τους στις επόμενες κάλπες. Οι συντηρητικοί ψηφοφόροι δεν εξέφρασαν την ίδια δυσφορία απέναντι στην προοπτική λήψης τέτοιων μέτρων από μία κεντροδεξιά κυβέρνηση. Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα πως όταν είναι οι κεντροαριστεροί εκείνοι που θέτουν σε εφαρμογή αναγκαίες πολιτικές λιτότητας, έχουμε μία «αθέτηση συμβολαίου» στα μάτια του εκλογικού κοινού.
Αυτό θα πρέπει σίγουρα να λειτουργήσει ως ηχηρό καμπανάκι, σε μία περίοδο κατά την οποία διαφαίνεται η ανάγκη για επιστροφή στη «δημοσιονομική πειθαρχία» (το δημόσιο χρέος παγκοσμίως οδεύει στα 100 τρισ. δολάρια), αλλά και είναι πιο έντονο από ποτέ το αίτημα των πολιτών για πιο δίκαιη κατανομή των βαρών.
Οι Εργατικοί του Κιρ Στάρμερ αντιστέκονται. Δεν θα μειώσουν κοινωνικά επιδόματα, δεν θα αυξήσουν συνολικά τη φορολογία εισοδήματος, στοχεύουν ειδικά στα ανώτατα εισοδήματα και όταν τους προειδοποιούν για φυγή πλουσίων, διαμηνύουν: «όποιος πλούσιος δεν θέλει να πληρώνει φόρους για αυτά που η Βρετανία του προσφέρει, ας φύγει». Οι αγορές προς το παρόν περιμένουν. Θα βγάλουν τη δική τους ετυμηγορία όταν παρουσιαστούν οι λεπτομέρειες του οικονομικού σχεδίου Στάρμερ με την κατάθεση του προϋπολογισμού.