Στα 34, η Κέιτ Τζιορντάνο, παλεύει να συντονίσει τη δουλειά της με την οικογενειακή ζωή: Αυτή περιλαμβάνει έναν σύζυγο, ένα νεογέννητο και δύο γονείς με άνοια. Δεν είναι κάτι ιδιαίτερο. Είναι μάλλον μία τυπική εκπρόσωπος της λεγόμενης γενιάς Sandwich.
H Wall Street Journal παρουσιάζει σε ένα εκτενές ρεπορτάζ τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν όσοι ανήκουν στην ομάδα αυτή. Ο όρος Sandwich Generation δεν αναφέρεται σε μία συγκεκριμένη γενιά, όπως η Gen Z ή οι Millenials. Χρησιμοποιείται από το 1981 για να περιγράψει ανθρώπους μέσης ηλικίας, που καλούνται να στηρίξουν τόσο τα δικά τους παιδιά όσο και τους γονείς τους και έτσι παγιδεύονται σαν περιεχόμενο… σάντουιτς ανάμεσα σε δύο γενιές. Συνήθως είναι από 35 έως 50 ετών, χωρίς να αποκλείεται να είναι λίγο νεότεροι ή λίγο μεγαλύτεροι.
Δεν είναι νέο φαινόμενο. Αλλά στη σημερινή εποχή η διπλή φροντίδα δεν θέλει απλά κόπο και χρόνο. Είναι κάτι εξαιρετικά δαπανηρό. Ένας 40χρονος που πρέπει να δίνει 1.500 δολάρια τον μήνα για να στηρίξει τους ηλικιωμένους γονείς του, για μία πενταετία, θα χάσει περισσότερο από 1 εκατ. δολάρια από τις αποταμιεύσεις για τη δική του συνταξιοδότηση, έχει υπολογίσει ο Στιβ Γουάγκνερ από το Northern Trust Wealth Management.
«Είναι απίστευτα δαπανηρό το να διαχειριστούμε τη μακροζωία που δημιουργήσαμε», σχολιάζει στη WSJ ο Μπράντλεϊ Σούρμαν, ειδικός σε δημογραφικά θέματα, ο οποίος λέει ότι οι απαιτήσεις της φροντίδας για τις μεγαλύτερες γενιές θα μπορούσαν να ωθήσουν περισσότερα άτομα μέσης ηλικίας στην απόφαση να αποσυρθούν από το εργατικό δυναμικό. Αυτό αφορά πρωτίστως τις γυναίκες, αλλά όχι μόνο. «Είναι ένας τεράστιος κίνδυνος για τις οικονομίες και την παραγωγικότητα», προειδοποιεί.
Οι στόχοι της καριέρας σε αναμονή
Έως και πριν από κάποια χρόνια ο τυπικός φροντιστής…σάντουιτς ήταν γυναίκα, 45 με 50 ετών, με έφηβα παιδιά και ίσως μια δουλειά μερικής απασχόλησης. Τώρα, σύμφωνα με μια έκθεση AARP του 2023, η μέση ηλικία αυτών των φροντιστών είναι τα 44 έτη και ένα αυξανόμενο ποσοστό είναι άνδρες. Σχεδόν το ένα τρίτο είναι millennials και εκπρόσωποι της Gen Z. Βρίσκονται από τα πρώτα κρίσιμα έως τα μέσα στάδια της καριέρας τους και 3/4 εξ αυτών εργάζονται αν όχι με πλήρη τουλάχιστον μερική απασχόληση.
Η Νταϊάνα Φούλερ, 49 ετών, λέει ότι το να έχει κατά αποκλειστικότητα τη φροντίδα της 83χρονης μητέρας της για περισσότερα από τέσσερα χρόνια ήταν αγχωτικό. Τώρα η μητέρα της ζει τώρα σε ένα κοντινό κέντρο φροντίδας μνήμης, το οποίο στοιχίζει… 10.000 δολάρια τον μήνα. Η μητέρα της είχε μία καλή ασφάλιση, που της καλύπτει το 75% του ποσού, με το υπόλοιπο να καλύπτεται από τις αποταμιεύσεις της. Είναι τυχερή. Δεν έχουν όλοι αυτή την οικονομική άνεση.
Το αίσθημα πως…όλα θα εκραγούν
Αλλά ακόμη και έτσι, η φροντίδα είναι μία πρόκληση. Όπως εξηγεί έχει θέσει σε δεύτερη μοίρα στόχους σταδιοδρομίας, όπως η ενίσχυση της επιχείρησης που ίδρυσε με την αδερφή της. Έχει χάσει στιγμές όπως η σχολική συναυλία του 9χρονου γιου της πέρυσι λόγω των συχνών νοσηλειών της μητέρας της. Ο σύζυγός της αναλαμβάνει πολλά από τα καθήκοντα φροντίδας παιδιών όταν η μαμά της είναι στο νοσοκομείο. Ωστόσο, λέει, «συχνά αισθάνεται ότι όλα πρόκειται να εκραγούν».
Οι οικονομικές πιέσεις αυξάνονται επίσης για τη γενιά σάντουιτς. Σύμφωνα με έρευνα του Care.com σε 2.000 γονείς, το 60% των οικογενειών στις ΗΠΑ δαπάνησε το 20% ή περισσότερο του ετήσιου εισοδήματος του νοικοκυριού τους στη φροντίδα των παιδιών πέρυσι, από 51% το 2021. Εν τω μεταξύ, το μεσαίο κόστος για βοήθεια νοσηλευτή στο σπίτι ανέβηκε 10% πέρυσι στα 75.500 δολάρια, σύμφωνα με στοιχεία της εταιρείας μακροχρόνιας ασφάλισης Genworth Financial.
Συμπιέζοντας τις δικές τους ανάγκες
Περισσότεροι από τους μισούς ανέφεραν σε έρευνα της New York Life του 2023 ότι είχαν θυσιαστεί για τη δική τους οικονομική ασφάλεια για να παρέχουν φροντίδα στους γονείς τους πέρα από τα παιδιά τους. Πολλοί στη γενιά των Sandwich λένε ότι αισθάνονται διχασμένοι ανάμεσα στις ανάγκες των παιδιών και των γονιών τους. Ο Λίαμ Ντέιβιτ και η σύζυγός του Λίζα Φελς μετακόμισαν πρόσφατα από το διαμέρισμα τους στην Ουάσιγκτον στο προάστιο του Νιου Τζέρσεϊ, προκειμένου ο 7χρονος γιος τους να είναι πιο κοντά στα ξαδέρφια τους και να πάει σε ένα καλό δημόσιο σχολείο.
Αυτό σήμαινε ότι απομακρύνθηκαν από την 84χρονη μητέρα του, που διαμένει σε κοινότητα αυτόνομης διαβίωσης. Η μεγάλη απόσταση έχει κάνει πιο περίπλοκη τη βοήθεια ακόμα και για μικροπράγματα, όπως η αντιμετώπιση προβλημάτων με το κινητό της.
Λάτρης του τρεξίματος, λέει ότι ολοένα και πιο συχνά, πιάνει τον εαυτό του να αγχώνεται μήπως χτυπήσει. Υπάρχει ο φόβος ότι δεν θα μπορεί να φροντίσει την οικογένειά του – μικρούς και μεγάλους. «Αν ξαφνικά είμαι λιγότερο κινητικός, τότε θα επιβαρύνω περισσότερο την οικογένειά μου», λέει. Προσθέτει ότι σχεδιάζει να μεταφέρει τη μητέρα του πιο κοντά.
Οι Τζιορντάνος έχουν επίσης κάνει προσαρμογές. Με το νεογέννητό τους να τα κρατά απασχολημένους τοποθέτησαν κάμερες και κουδούνια για να βοηθήσουν στην παρακολούθηση των γονιών της Κέιτ. Το ζευγάρι εργάζεται αντίθετες βάρδιες. Ο Ταμρίν είναι πάντα πρωινός. Όταν επιστρέφει από τη δουλειά, κρατάει το μωρό, φροντίζοντας επίσης τα πεθερικά του να φάνε κάτι και να πάρουν τα φάρμακά τους. Η Κέιτ πηγαίνει στη δική της δουλειά – είναι κομμώτρια. Στην ερώτηση αν θέλουν να κάνουν δεύτερο παιδί, απαντά: «Θα χρειαζόμασταν σίγουρα περισσότερη βοήθεια. Μάλλον θα χρειαστεί να περιμένουμε. Ζούμε πολλά αυτή τη στιγμή».