Στην τρίτη κατά σειρά μείωση των επιτοκίων αναμένεται να προχωρήσει η ΕΚΤ την προσεχή Πέμπτη στη συνεδρίαση του Δ.Σ. που θα πραγματοποιηθεί στη Λουμπλιάνα, με τους αναλυτές να προεξοφλούν μια περικοπή κατά 25 μονάδες βάσης, αν και οι κεντρικοί τραπεζίτες είναι πιθανό να αφήσουν ανοιχτό το τι θα συμβεί στη συνέχεια, τονίζουν στη Ναυτεμπορική, παράγοντες της αγοράς.
«Με δεδομένη τη συνεχιζόμενη οικονομική αδυναμία στη ζώνη του ευρώ, τα επιτόκια θα μπορούσαν να μειωθούν ακόμη περισσότερο», υπογραμμίζουν οι ίδιες πηγές.
«Η συνεδρίαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα προκαλέσει ενθουσιασμό, καθώς αναμένεται περαιτέρω μείωση των επιτοκίων λόγω της άμβλυνσης της απειλής του πληθωρισμού και της αδύναμης οικονομικής ανάπτυξης», τονίζουν οι παράγοντες της αγοράς. «Ωστόσο, πιθανότατα δεν θα υπάρξει σαφής ένδειξη για περαιτέρω μείωση των επιτοκίων τον Δεκέμβριο, επειδή ένας προκαθορισμός δεν είναι προς το συμφέρον της ΕΚΤ», προσθέτουν και εξηγούν: «Το ευρώ συνεχίζει να αποδυναμώνεται. Η συναλλαγματική ισοτιμία του ενιαίου νομίσματος υποχώρησε σήμερα κατά 0,10% στα 1,0924 δολάρια, αλλά παρέμεινε πάνω από το χαμηλό της προηγούμενης εβδομάδας- λίγο πάνω από 1,09 δολάρια. Για σύγκριση: στα τέλη Σεπτεμβρίου το ευρώ εξακολουθούσε να διαπραγματεύεται στα 1,12 δολάρια».
Το «σήμα» των τραπεζιτών
Αρκετά μέλη του Δ.Σ. της ΕΚΤ, όπως οι κεντρικοί τραπεζίτες της Γερμανίας και της Γαλλίας, Γιόακιμ Νάγκελ και Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό, έστειλαν ήδη μηνύματα προς την κατεύθυνση της νέας μείωσης των επιτοκίων, τις τελευταίες ημέρες. «Μια πτώση είναι πολύ πιθανή κατά τη συνεδρίαση της ΕΚΤ της Πέμπτης, μετά τον Ιούνιο και τον Σεπτέμβριο, και δεν θα είναι η τελευταία», δήλωσε ο διοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η μείωση θα είναι 25 μονάδες.
Το επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ, το οποίο χρησιμεύει ως σημείο αναφοράς για τις πιστωτικές συνθήκες στην οικονομία, θα διαμορφωθεί έτσι στο 3,25%.
«Είμαι αρκετά ανοιχτός στην ιδέα να σκεφτώ τη δυνατότητα να κάνω ένα περαιτέρω βήμα στα επιτόκια», δήλωσε και ο Νάγκελ σε ένα podcast με τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης Table Media. «Η εξέλιξη του πληθωρισμού είναι μέρος των καλών ειδήσεων, πλησιάζουμε σαφώς πιο κοντά στον στόχο μας για πληθωρισμό 2% σε ετήσια βάση», πρόσθεσε ο Γερμανός κεντρικός τραπεζίτης, που θεωρείται σκληροπυρηνικός όσον αφορά τη νομισματική πολιτική.
Συνεπώς, δεν αναμένεται μεγάλη αντιπολίτευση στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, με εξαίρεση ίσως τον «αρχιέρακα», Αυστριακό κεντρικό τραπεζίτη Ρόμπερτ Χόλτσμαν.
Αλλωστε, ο πληθωρισμός συνέχισε να επιβραδύνεται τον Σεπτέμβριο, υποχωρώντας στο 1,8%, κάτω από το όριο του 2% για πρώτη φορά σε περισσότερα από τρία χρόνια.
Η υποχώρηση του πληθωρισμού παρατηρείται ιδιαίτερα στις μεγάλες οικονομίες, στη Γερμανία (1,6%), στη Γαλλία (1,2%) και στην Ιταλία (0,7%).
Επιπλέον, ο δομικός πληθωρισμός, ένας δείκτης που παρακολουθείται ευρέως και αποκλείει τις ασταθείς τιμές της ενέργειας και των τροφίμων, μειώθηκε στο 2,7% σε ετήσια βάση, σύμφωνα με τη Eurostat.
Ανησυχίες για την ανάπτυξη
Τα πρακτικά της συνεδρίασης της ΕΚΤ τον Σεπτέμβριο έδειξαν επίσης ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες ανησυχούν για την ανάπτυξη στην ευρωζώνη, μια εξέλιξη που ενδέχεται να μειώσει περαιτέρω τον πληθωρισμό και ως εκ τούτου ευνοεί την ταχύτερη νομισματική χαλάρωση.
Η γερμανική κυβέρνηση αναθεώρησε άλλωστε προς τα κάτω τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη, υπολογίζοντας και πάλι ότι η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία θα βρεθεί σε ύφεση για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά (πτώση 0,2% στο ΑΕΠ, μετά από συρρίκνωση 0,3% το 2023.
«Μια μείωση των επιτοκίων θα πρόσφερε μια ανάσα σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, πιθανόν να υποστηρίξει την καταναλωτική πίστη, την αγορά ακινήτων -που σήμερα είναι υποτονική- ή τις επενδύσεις», τονίζουν παράγοντες της αγοράς.
Ο Φρεντερίκ Ντικροζέ, επικεφαλής οικονομολόγος της Pictet, προβλέπει άλλες δύο μειώσεις επιτοκίων το 2024 και άλλες τέσσερις το πρώτο εξάμηνο του 2025, γεγονός που θα φέρει το επιτόκιο αναφοράς της ΕΚΤ στο 2,0%- ένα επίπεδο που θεωρείται «ουδέτερο» για την οικονομία.
Ανισορροπίες μεταξύ των χωρών
Η Ευρώπη δεν λειτουργεί πάντως ενιαία. Μερικές χώρες της Ευρωζώνης αναπτύσσονται καλά, ενώ η οικονομία σε άλλα κράτη μέλη είναι υποτονική. «Υπάρχουν πάντα ανισορροπίες στο οικονομικό σύστημα μετάδοσης κίνησης. Αλλά μέχρι στιγμής κανείς δεν έχει καταφέρει να βρει το κουράγιο να πραγματοποιήσει μια μόνιμη επισκευή», λέει ο Χένρικ Μίλερ, καθηγητής οικονομικής πολιτικής στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Ντόρτμουντ και συγγραφέας πολλών βιβλίων για θέματα οικονομικής και νομισματικής πολιτικής. «Για παράδειγμα, υπάρχουν ορισμένα κράτη μέλη του ευρώ όπου η οικονομία αναπτύσσεται έντονα, όπως η Ισπανία, η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Κύπρος, η Κροατία, η Λιθουανία, η Σλοβακία και η Μάλτα. Όλες αυτές οι χώρες αναπτύσσονται με ρυθμούς μεταξύ 2 και 4%».
Αντίθετα, η ακμάζουσα περιφέρεια της ευρωζώνης, έχει να αντιμετωπίσει έναν αδύναμο πυρήνα: Γαλλία, Ιταλία και Ολλανδία, αναπτύσσονται με ρυθμούς μόλις 1%. Η Γερμανία που συνεισφέρει περίπου το ένα τέταρτο της συνολικής ευρωπαϊκής οικονομικής παραγωγής, στην πραγματικότητα συρρικνώνεται. Οι προοπτικές για το 2025 δεν είναι ούτε ακριβώς ευοίωνες, όπως προβλέπουν τα κορυφαία γερμανικά οικονομικά ερευνητικά ινστιτούτα στην φθινοπωρινή έκθεσή τους.
Είναι δύσκολο, συνεπώς, για την ΕΚΤ να διαχειριστεί έναν νομισματικό τομέα στον οποίο οι οικονομικές εξελίξεις αποκλίνουν σημαντικά. Η ενιαία πορεία νομισματικής πολιτικής δεν ταιριάζει πραγματικά σε κανέναν. Αυτό προκαλεί οικονομικές εντάσεις και πολιτική απογοήτευση.
Όχι μόνο οι ρυθμοί ανάπτυξης, αλλά και οι ρυθμοί πληθωρισμού εντός της Ευρωζώνης διαφέρουν σημαντικά. Πιο πρόσφατα, το επίπεδο τιμών αυξήθηκε κατά περισσότερο από 4% στο Βέλγιο και λιγότερο από 1% στη Λετονία και τη Λιθουανία. Ο μέσος όρος κρύβει σημαντικές διαφορές. Και αυτό κάνει το έργο της ΕΚΤ πιο δύσκολο.