Η Κίνα, ένα κομμουνιστικό καθεστώς, με αυστηρό κεντρικό έλεγχο, αλλά και ανοιχτή αγορά, με κλειστούς θεσμούς, αλλά και διεθνή επιρροή, αποτελεί αναμφίβολα ένα μοντέλο κόντρα σε αυτό των δυτικών δημοκρατιών. Δύο είναι τα ερωτήματα, που απασχολούν έντονα.
- Πώς έφτασε να είναι η μία από τις δύο ισχυρότερες δυνάμεις του πλανήτη;
- Και θέλει/μπορεί να «εξάγει» το πολιτικό της σύστημα;
«Δεν επιδιώκουμε να «εξάγουμε» ένα μοντέλο της Κίνας», είχε πει σε Σύνοδο παγκόσμιων ηγετών το 2017 ο Σι Τζινπίνγκ, «ούτε θέλουμε άλλες χώρες να αντιγράψουν τον τρόπο που κάνουμε τα πράγματα». Είναι ωστόσο σαφές πως το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας, όπως σχολιάζει και το Foreign Affairs, έχει επενδύσει πολλά στη δημόσια διπλωματία και σε επιχειρήσεις επιρροής που έχουν σκοπό να κάνουν το παγκόσμιο κοινό να δει πιο θετικά το μη δημοκρατικό πολιτικό του μοντέλο.
Έχει μάλιστα αναπτύξει ένα εκτεταμένο πρόγραμμα εκπαιδεύσεων, συνεδρίων και εργαστηρίων που διδάσκουν σε ξένους πολιτικούς ηγέτες τη διαχείριση του Τύπου, του Διαδικτύου, του στρατού και της κοινωνίας των πολιτών κατά τα κινεζικά πρότυπα. Απευθύνονται κυρίως σε ανθρώπους στον αναπτυσσόμενο κόσμο, όπου πολλοί βλέπουν το λεγόμενο μοντέλο της Κίνας ως αποτελεσματικό στο να προσφέρει ό,τι είναι πιο σημαντικό για αυτούς: ένα μονοπάτι από τη φτώχεια προς την παγκόσμια μεσαία τάξη.
Η Κίνα σίγουρα πέτυχε να βγάλει εκατοντάδες εκατομμύρια από τη φτώχεια. Αλλά κυρίως πέτυχε να αποκτήσει ισχύ και επιρροή στην παγκόσμια σκηνή, χωρίς να έχει γίνει ακόμη πλούσια.
Η απόσταση ανάμεσα σε στρατιωτική ισχύ και πλούτο
Ενώ η Κίνα δεύτερη παγκοσμίως σε στρατιωτικές δαπάνες μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της ύψους 13.400 δολαρίων το 2023 ήταν μόνο το ένα έκτο του αντίστοιχου των 80.300 δολαρίων στις ΗΠΑ.
Σε αυτή τη βάση, η Κίνα βρίσκεται περίπου στο ίδιο εισοδηματικό επίπεδο με το Μεξικό και την Αργεντινή. Η σχέση μεταξύ ισχύος και πλούτου είναι μια διαρκής συζήτηση στη μελέτη των διεθνών σχέσεων. Σε ένα διεθνές σύστημα αναρχίας, τα κράτη χτίζουν στρατιωτική ισχύ για να βελτιώσουν την ασφάλειά τους και ο πλούτος είναι θεμελιώδης προϋπόθεση για την οικοδόμηση στρατιωτικής ισχύος.
Αλλά πάντα υπάρχει το δίλημμα μήπως οι υπερβολικές στρατιωτικές δαπάνες, που θα εμποδίσουν μακροπρόθεσμη ευημερία ενός κράτους και, με τη σειρά του, θα περιορίσουν τελικά την ικανότητά του να συνεχίσει να χτίζει στρατιωτική δύναμη. Αυτό το δίλημμα δεν φαίνεται να απασχολεί προς το παρόν το Πεκίνο.
Η διαφορά Σι – Ντενγκ
Η στρατηγική του Σι γίνεται πιο αντιληπτή αν έρθει σε αντιπαράθεση με εκείνη του Ντενγκ Σιαοπίνγκ. Όπως θυμίζει το Foreign Policy, πριν από περίπου ένα μήνα η Κίνα τίμησε τη μνήμη της 120ης επετείου από τη γέννηση του πρώην Κινέζου ηγέτη Ντενγκ Σιαοπίνγκ, του οποίου οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά μεταμόρφωσαν τη χώρα από μία οικονομία σε κομμουνιστικό τέλμα σε παγκόσμια οικονομική δύναμη.
Ο Σι επαίνεσε τον Ντενγκ για τη συνεισφορά του στο κόμμα και το έθνος. «Παρά τον κοινό στόχο των δύο ηγετών για μια ισχυρή Κίνα, ωστόσο, η στρατηγική του Σι διαφέρει σημαντικά από τη στρατηγική του Ντενγκ. Επεκτείνοντας την εξουσία του πέρα από το όριο των δύο θητειών, ο Σι απέρριψε μία από τις κύριες ιδέες του Ντενγκ για τη διασφάλιση μακροπρόθεσμης πολιτικής σταθερότητας.
Ενώ ο Ντενγκ έδωσε έμφαση στις μεταρρυθμίσεις της αγοράς, ο Σι επαναβεβαιώνει τον κεντρικό έλεγχο από το κόμμα – κράτος. Αλλά η πιο αξιοσημείωτη αλλαγή είναι η εγκατάλειψη του διάσημου δόγματος του Ντενγκ ότι η Κίνα πρέπει να κρατήσει χαμηλό προφίλ στις διεθνείς υποθέσεις προκειμένου να οικοδομήσει πλούτο. Αντίθετα, ο Σι έχει δώσει προτεραιότητα στην οικοδόμηση στρατιωτικής ισχύος και στον ανταγωνισμό με τις Ηνωμένες Πολιτείες για κυριαρχία», εξηγεί το FP.
Η αμηχανία της Ουάσιγκτον
Μπροστά στην ολοένα και πιο ηχηρή προπαγάνδα του Πεκίνου, η Ουάσιγκτον φαίνεται σχετικά αμήχανη. Σε αντίθεση με τα μηνύματα της Κίνας, τα οποία επικεντρώνονται αυστηρά στο να κερδίσουν το κοινό στον αναπτυσσόμενο κόσμο, τα μηνύματα στις ΗΠΑ είναι διάσπαρτα και λιγότερο πειστικά.
Εάν η Ουάσιγκτον αποτύχει να προσαρμόσει τη στρατηγική της υπέρ της δημοκρατίας στη σημερινή εξελισσόμενη πολιτική και οικονομική πραγματικότητα, θα παραχωρήσει έδαφος στο Πεκίνο – και θα μπορούσε κάλλιστα να τροφοδοτήσει τη διεθνή υποστήριξη για το κινεζικό μοντέλο, προειδοποιούν αναλυτές.
Και τι πρέπει να προσέξει εσωτερικά το Πεκίνο
Ενώ έξω πηγαίνει καλά, η Κίνα έχει να αντιμετωπίσει και οικονομικές προκλήσεις, αλλά και έναν (ελεγχόμενο προς το παρόν) κοινωνικό αναβρασμό. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με το σύνθημα «τρεις γενιές καπνού», έχει ξεσπάσει οξεία κριτική έναντι μιας προνομιούχας ελίτ της οποίας τα μέλη μοιράζουν πολυπόθητες θέσεις εργασίας (όπως διευθυντικοί ρόλοι στο κρατικό μονοπώλιο καπνού) στον δικό τους κύκλο, αποκλείοντας τους απλούς ανθρώπους.
Στη δεκαετία του 1990, καθώς οι Κινέζοι άρχισαν να μετακινούνται από την ύπαιθρο στις πόλεις και να επιλέγουν τι δουλειά να κάνουν, η κοινωνική ανέλιξη ήταν προσιτή. Με σκληρή δουλειά και εγγενή εξυπνάδα, η μεταμόρφωση από αγρότη σε μορφωμένο υπάλληλο θα μπορούσε να ολοκληρωθεί σε λίγα χρόνια. Σήμερα όμως με την οικονομία να έχει κατεβάσει δραστικά ταχύτητα, οι ευκαιρίες για καλές δουλειές περιορίζονται και οι αντιδράσεις για αναξιοκρατία και νεποτισμό πληθαίνουν. Πολλοί Κινέζοι μιλούν τώρα για shehui guhua, δηλαδή κοινωνική στασιμότητα, σημειώνει ο Economist. Μεταξύ των λιγότερο ευκατάστατων, η δυσαρέσκεια αυξάνεται για αυτό που θεωρείται ως μια ελίτ που αναπαράγει τον εαυτό της. Όσο ενισχύει την επιρροή της στο εξωτερικό και προωθεί το μοντέλο της, η Κίνα δεν θα πρέπει να ξεχνά και τις αδυναμίες στο εσωτερικό.
Με πληροφορίες από Foreign Affairs, Foreign Policy, Economist