Δεν είναι μόνο ο χρυσός που σπάει συνεχώς όλα τα ρεκόρ, αλλά και πιο «ταπεινές» πρώτες ύλες, που βρίσκονται σε κάθε τραπέζι: το βούτυρο, για παράδειγμα, τείνει να εξελιχθεί σε πολύτιμο εμπόρευμα, αφού έφτασε να πουλιέται σχεδόν 8.000 ευρώ τον τόνο.
«Ένας τόνος βουτύρου για βιομηχανική χρήση κοστίζει πλέον 7.935 ευρώ στην κεντρική Ευρώπη. Με τη ζήτηση των Χριστουγέννων να πλησιάζει, η κορύφωση δεν φαίνεται να έχει επιτευχθεί ακόμη», αναφέρει η DCA Market Intelligence.
Οι ειδικοί αναμένουν νέες τιμές ρεκόρ, γράφει η εβδομαδιαία γερμανική «Lebensmittel Zeitung», που ασχολείται με τις τιμές των τροφίμων. «Η τιμή του βουτύρου έφτασε σε υψηλό ρεκόρ στη βορειοδυτική Ευρώπη αυτή την εβδομάδα, εν μέσω ανησυχιών για την εξάπλωση τις τελευταίες εβδομάδες σε όλη τη βορειοδυτική Ευρώπη του καταρροϊκού πυρετού στα πρόβατα. Πρόκειται για μια μη μολυσματική ιογενή νόσο που μεταδίδεται στα πρόβατα από ζωύφια και ήδη εμφανίστηκαν κρούσματα στο Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, το Λουξεμβούργο και τη Δανία.
Πτώση παραγωγής γάλακτος
Η DCA Market Intelligence αναφέρει ήδη σημαντική πτώση της παραγωγής γάλακτος στις χώρες αυτές, αν και είναι ακόμα δύσκολο να υπάρξει μια ακριβής εκτίμηση. Αλλά αυτό ανεβάζει τις τιμές του βουτύρου και θα μπορούσε να φανεί και στα ράφια των καταστημάτων σε λίγους μήνες.
Το προηγούμενο ρεκόρ τιμής βουτύρου χρονολογείται από το 2022, όταν μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, υπήρξε παγκοσμίως, αύξηση της τιμής των τροφίμων. Για παράδειγμα, στα τέλη του 2022 στη Γερμανία το βούτυρο επώνυμης ετικέτας κόστιζε τουλάχιστον 3,49 ευρώ τα 250 γραμμάρια. Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι η τιμή του βουτύρου θα ξεπεράσει σύντομα το προηγούμενο υψηλό του 2022.
Η κατάργηση των ποσοστώσεων
«Με 8.000 ευρώ τον τόνο, το ευρωπαϊκό βούτυρο δεν είναι πλέον ανταγωνιστικό για εξαγωγή σε σύγκριση με το βούτυρο Νέας Ζηλανδίας, που διατίθεται φθηνότερο κατά 2.300 ευρώ τον τόνο», λέει ο Νίκολας Πίρσον, ιδρυτής της εταιρείας συμβούλων Veille au Grain. Μια διαφορά ρεκόρ, η οποία θα πρέπει να ενθαρρύνει ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες να εισάγουν περισσότερο βούτυρο από τη Νέα Ζηλανδία, να αυξήσουν τα αποθέματά τους, επειδή αυτό το βούτυρο παραμένει φθηνότερο παρά το κόστος υλικοτεχνικής υποστήριξης.
Οι αναταραχές πάντως στην αγορά βουτύρου άρχισαν όταν τον Απρίλιο του 2015, η ΕΕ κατάργησε το σύστημα ποσοστώσεων γάλακτος, που ίσχυαν επί τρεις δεκαετίες.
Ηταν μία απόφαση της Κομισιόν που δίχασε τα κράτη, καθώς θα προκαλούσε αστάθεια των τιμών.
Η Ελλάδα ήταν τότε μία από τις χώρες που εξέφρασε σχετικούς προβληματισμούς ζητώντας περαιτέρω μέτρα στήριξης και ελέγχου από την πλευρά της Κομισιόν. Οι Ελληνες κτηνοτρόφοι έκαναν μάλιστα τότε λόγο για ιδιαίτερα «αρνητική εξέλιξη», καθώς θα έχαναν στον “ανταγωνισμό” με τους Ευρωπαίους συναδέλφους τους. Το κόστος παραγωγής στην Ελλάδα είναι άλλωστε ιδιαίτερα υψηλό, οι βοσκότοποι είναι μικροί σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ ιδιαίτερα ακριβές είναι και οι ζωοτροφές. Σημαντικός παράγοντας είναι επίσης και η δραματική αύξηση του ενεργειακού κόστους.
«Πόλεμος» με την Κίνα
Σήμερα, το ευρωπαϊκό βούτυρο πληρώνει επίσης το τίμημα, καθώς δεν είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστικό, ενώ την ίδια ώρα αυξάνεται η εμπορική αντιπαράθεση και με την Κίνα.
Το Πεκίνο, στο πλαίσιο των πιθανών αντιποίνων για την επιβολή πρόσθετων δασμών στα κινεζικά ηλεκτρικά οχήματα στην Ευρώπη, ξεκίνησε έρευνα για επιδοτήσεις στις εισαγωγές γαλακτοκομικών προϊόντων από την ΕΕ, βάζοντας στο στόχαστρο και άλλα προϊόντα του αγροτικού τομέα της ΕΕ.
Αν και τα κινεζικά μέτρα στοχεύουν μόνο σε λίγα γαλακτοκομικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των φρέσκων και επεξεργασμένων τυριών, η κίνηση δείχνει πώς το Πεκίνο θα σηκώσει το «γάντι».
Οι Βρυξέλλες ξεκίνησαν πάντως διαδικασία στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, αμφισβητώντας την έρευνα του Πεκίνου με στόχο τα γαλακτοκομικά προϊόντα της ΕΕ. «H Επιτροπή υπέβαλε αίτημα διαβούλευσης στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου αμφισβητώντας την έναρξη από την Κίνα έρευνας κατά της επιδότησης εισαγωγών ορισμένων γαλακτοκομικών προϊόντων με προέλευση την ΕΕ», ανέφερε χθες η Κομισιόν.
Για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η κινεζική έρευνα για τα γαλακτοκομικά προϊόντα της ΕΕ στηρίζεται σε «αμφισβητήσιμους ισχυρισμούς» και «ανεπαρκείς αποδείξεις». Οι Βρυξέλλες θα «υποστηρίξουν σθεναρά» τα ευρωπαϊκά συμφέροντα απέναντι σε «καταχρηστικές διαδικασίες», προειδοποιεί η Κομισιόν.