Οι πολιτικές αναταράξεις των τελευταίων ετών έχουν να κάνουν με μία γενικευμένη δυσφορία και αμφισβήτηση απέναντι στο καπιταλιστικό σύστημα και την παγκοσμιοποίηση, ωθώντας πλούσιες και φτωχές χώρες να αναζητήσουν νέα μοντέλα. Υπάρχουν ωστόσο περιπτώσεις, που στέκονται κόντρα στο ρεύμα.
Οι υπέρμαχοι του status quo, όπως αναφέρει σε ανάλυσή του το Foreign Affairs, επικαλούνται συχνά το παράδειγμα των ΗΠΑ, των οποίων η οικονομία τρέχει πιο γρήγορα από εκείνες της Ευρώπης και της Ιαπωνίας. Ωστόσο οι Αμερικανοί πολίτες είναι εξίσου απογοητευμένοι και απαισιόδοξοι με τους υπόλοιπους στη Δύση. Μόλις το 1/3 των Αμερικανών πιστεύει πια σήμερα ότι θα είναι πλουσιότερο από τους γονείς του.
Η μεγάλη απογοήτευση των Αμερικανών
Το ποσοστό εκείνων που εμπιστεύονται την κυβέρνηση υποχωρεί σταθερά, ακόμη και όταν το κράτος απλώνει γενναιόδωρο δίχτυ ασφαλείας. Το 70% των Αμερικανών συμφωνούν με την άποψη πως το σύστημα «έχει ανάγκη από μεγάλες αλλαγές ή θα πρέπει να γκρεμιστεί τελείως». Και οι νέοι είναι οι πλέον αγανακτισμένοι όλων. Στις ηλικίες κάτω των 30 ετών η πλειονότητα δεν έχει θετική γνώμη για τον καπιταλισμό.
Σε χώρες με αναδυόμενες οικονομίες προκαλεί σοκ ο τόσο έντονος σκεπτικισμός για τον καπιταλισμό και τις αποκεντρωμένες λύσεις στη «χώρα των ευκαιριών και της ελευθερίας» και η απαίτηση για μεγαλύτερη παρέμβαση του κεντρικού κράτους. Πολλές από αυτές τις χώρες, από την Ινδία έως την Πολωνία, έχουν βιώσει επώδυνες περιόδους, όταν είχαν επικρατήσει άλλα συστήματα, όπως ο κομμουνισμός. Εξεπλάγησαν όταν ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ κήρυξε την επανάσταση κατά του ελεύθερου εμπορίου και της παγκοσμιοποίησης και όταν ο διάδοχός του, Τζο Μπάιντεν, συνέχισε σε αυτό το μονοπάτι, θέτοντας ως προτεραιότητα τη δημιουργία «εθνικών πρωταθλητών» στην οικονομία.
Οι χώρες αυτές δεν μπορούν πια να αντλήσουν έμπνευση, όπως σχολιάζει το Foreign Affairs, ούτε από την Κίνα. Το «οικονομικά θαύμα», που άρχισε όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα στη δεκαετία του 70 άρχισε να περιορίζει τον έλεγχο επί του ιδιωτικού τομέα και να ανοίγει την οικονομία, δεν υπάρχει πια. Το Πεκίνο, σε έναν κόσμο οξύτατου ανταγωνισμού, τειχών και εμπορικών πολέμων, επιλέγει και αυτό τον περισσότερο έλεγχο και την παρέμβαση.
Ωστόσο υπάρχουν ορισμένες περιοχές, όπου ο καπιταλισμός εξακολουθεί να «δουλεύει» χωρίς γκρίνια και οργή. Μεταξύ αυτών είναι η Ταϊβάν, το Βιετνάμ και η Ελβετία.
Η… κακόφημη Ελβετία
Η Ελβετία είναι βεβαίως από τις πλουσιότερες χώρες παγκοσμίως. Προσφέρει κοινωνικό κράτος στις πολίτες της, διατηρώντας έναν συνετό προϋπολογισμό, χαμηλούς φόρους και χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Έχει υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα από τις σκανδιναβικές οικονομίες, αλλά ίδια επίπεδα εισοδηματικών ανισοτήτων. Ο πλούτος μίας μέσης οικογένειας στην Ελβετία είναι 685.000 δολάρια – διπλάσιος σε σχέση με τον μέσο όρο στη Σκανδιναβία. Οι δημόσιες δαπάνες της ανέρχονται στο 35% του ΑΕΠ έναντι ποσοστού 55% στη Σουηδία. Διατηρεί δε σχετικά ανοιχτά σύνορα, με το 40% του πληθυσμού της να έχει γεννηθεί στο εξωτερικό.
Σχεδόν ποτέ βέβαια δεν αναφέρεται ως υπόδειγμα οικονομίας (όπως συμβαίνει με τις σκανδιναβικές οικονομίες). «Ο κόσμος τείνει να αγνοεί το ελβετικό μοντέλο, ίσως λόγω της κακής φήμης της χώρας ως φορολογικού παραδείσου όπου οι παράνομες περιουσίες κρύβονται πίσω από τους αυστηρούς νόμους περί τραπεζικού απορρήτου. Το 2015, η Ελβετία, υπό την πίεση των ξένων κυβερνήσεων, συμφώνησε να ανοίξει τις τράπεζές της σε περισσότερο έλεγχο, αλλά η οικονομία δεν έχασε τον ρυθμό της», σχολιάζει το FA.
Το νησί των start ups
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και η Ταϊβάν έγιναν γνωστές ως τα «ασιατικά θαύματα», καθώς επένδυσαν σοβαρά στην έρευνα και την καινοτομία και πέρασαν γρήγορα από το κλαμπ των φτωχών σε εκείνο των πλούσιων οικονομιών.
Ικανές κυβερνήσεις και βιομηχανίες με εξαγωγικό προσανατολισμό, καθοδήγησαν αυτά τα θαύματα. Οι νοτιοκορεατικές Samsung και Hyundai αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Σήμερα, η Ταϊβάν είναι το πιο ενδιαφέρον από τα θαύματα. Επιλέγοντας να επικεντρωθεί στην ανάπτυξη μικρότερων εταιρειών που κατασκευάζουν ανταλλακτικά για ξένες εταιρείες, αντί για πολυεθνικές που πωλούν προϊόντα με τα δικά τους παγκόσμια εμπορικά σήματα, η Ταϊβάν έχει τα τελευταία χρόνια ξεπεράσει τη Νότια Κορέα και τις Ηνωμένες Πολιτείες ως παγκόσμιος ηγέτης στα προηγμένα τσιπ υπολογιστών.
Μέχρι τη δεκαετία του 1970, η Ταϊβάν ήταν κατά κύριο λόγο εξαγωγέας υφασμάτων και ενδυμάτων. Στη συνέχεια, άρχισε να εκσυγχρονίζει την οικονομία της αντιγράφοντας τη δυτική τεχνολογία. Το 1980, η κυβέρνηση της Ταϊβάν, παίρνοντας στοιχεία από τη Silicon Valley, άρχισε να δημιουργεί «επιστημονικά πάρκα», το καθένα με τη δική του πανεπιστημιούπολη, σε όλη την επικράτεια για να εξασφαλίσει περιφερειακή, ισορροπημένη ανάπτυξη. Τα πάρκα έγιναν θερμοκήπια για startup εταιρείες, οι οποίες άντλησαν ταλέντα από αυτά τα πανεπιστήμια και χρησιμοποιούσαν κρατικά επιδοτούμενα προγράμματα για να προσελκύσουν έμπειρους ομογενείς στην πατρίδα τους.
Για να χτίσει τη βιομηχανία τσιπ, η Ταϊβάν στρατολόγησε έναν βετεράνο από το MIT και την Texas Instruments, ονόματι Morris Chang. Γεννήθηκε η TSMC, η εταιρεία που «κινεί τον κόσμο».
Η Ταϊβάν δεν παρεμβαίνει για να σώσει τις χρηματοπιστωτικές αγορές κάθε φορά που παραπαίουν, ούτε διασώζει μεγάλες τράπεζες και εταιρείες. Ενώ άλλες κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν κάθε νέα οικονομική κρίση με ολοένα και πιο γενναιόδωρα πακέτα, Ταϊβάν έχει επιδείξει αυτοσυγκράτηση—ακόμα και κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19. Το 2020, η συνδυασμένη δημοσιονομική και νομισματική τόνωση ανήλθε σε λιγότερο από το 7% του ΑΕΠ, το ένα πέμπτο του μέσου όρου των πακέτων τόνωσης που πέρασαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρώπη, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιαπωνία.
Αν και οι φορολογικοί συντελεστές της Ταϊβάν είναι τυπικοί για μια ανεπτυγμένη οικονομία, οι συνήθειες δαπανών της είναι διαφορετικές: περιορισμένες στα κοινωνικά προγράμματα και την υγειονομική περίθαλψη, πολύ υψηλές για την εκπαίδευση και την έρευνα. Το αποτέλεσμα είναι εξαιρετική παραγωγικότητα. Η παραγωγή ανά εργαζόμενο αυξάνεται ταχύτερα στην Ταϊβάν από ό,τι στις χώρες της G-4 κάθε χρόνο για τέσσερις δεκαετίες. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, έχει αυξηθεί οκτώ φορές πιο γρήγορα.
Το σιωπηρό θαύμα
Ένα θαύμα για το οποίοι λίγοι μιλούν είναι αυτό του Βιετνάμ. Δεν είναι βεβαίως δημοκρατία, ούτε ένα δυτικού τύπου καπιταλιστικό σύστημα. Μοιάζει πολύ με την Κίνα κατά τη φάση του θαύματος πριν από 20 χρόνια. Με πληθυσμό λιγότερο από το ένα δέκατο του μεγέθους του πληθυσμού της Κίνας, το Βιετνάμ δεν θα έχει ποτέ τον ίδιο παγκόσμιο αντίκτυπο, αλλά δείχνει επίσης ότι ο καπιταλισμός μπορεί να λειτουργήσει ακόμη και κάτω από αυταρχική, μονοκομματική, κομμουνιστική κυριαρχία.
Συντετριμμένο από τον εμφύλιο του πόλεμο, το Βιετνάμ στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ζούσε με δωρεές από τη Σοβιετική Ένωση. Η ανάπτυξη ήταν στάσιμη. Ο πληθωρισμός έφτασε στο 700%. Το Ανόι απάντησε ανοίγοντας την κρατική οικονομία σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, καταργώντας τις συλλογικές εκμεταλλεύσεις και μισθώνοντας γη σε ιδιώτες, στους οποίους επιτράπηκε για πρώτη φορά να πουλήσουν τα προϊόντα τους με κέρδος, στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό. Η παραγωγή αυξήθηκε γρήγορα. Ενώ επί χρόνια ήταν εισαγωγέας ρυζιού που πάλευε με την πείνα, το Βιετνάμ έγινε εξαγωγέας ρυζιού. Ακόμη και τώρα, καθώς πολλές χώρες υψώνουν εμπορικούς φραγμούς, το Βιετνάμ παραμένει υπέρμαχος των ελεύθερων αγορών.