Τι κάνουν πόλεις που δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα οικονομικά; Πώς αποφεύγουν να υπερχρεωθούν, αλλά και να δουν τις υποδομές τους να παρακμάζουν; Μία από τις λύσεις είναι η αξιοποίηση περιουσιακών στοιχείων ή αλλιώς οι ιδιωτικοποιήσεις.
Πόλεις ανά την Κίνα δυσκολεύονται να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους. Αλλά σε ένα κομμουνιστικό καθεστώς οι ιδιωτικοποιήσεις αποτελούν… ταμπού. Σωστά; Μάλλον όχι. Όπως προκύπτει από ρεπορτάζ του Economist υπό τον τίτλο How China’s communists fell in love with privatisation.
Στις περισσότερες πόλεις της Κίνας τα φορολογικά έσοδα συνεχίζουν να μειώνονται. Η κρίση της αγοράς ακινήτων έχει επιδεινώσει τα πράγματα, βλάπτοντας την ικανότητα των τοπικών αρχών να πωλούν δικαιώματα χρήσης γης σε κατασκευαστές ακινήτων, που παραδοσιακά αποτελούν μια από τις κύριες πηγές χρηματοδότησης. Τα έσοδα που σχετίζονται με τα δικαιώματα γης μειώθηκαν στο 26% των συνολικών εσόδων των τοπικών αρχών πέρυσι, από 36% το 2020. Ως εκ τούτου, οι αρμόδιοι έπρεπε να βρουν νέους τρόπους συγκέντρωσης χρημάτων—όσο δύσκολα κι αν ήταν.
Οι οργανισμοί συγκοινωνιών στις μικρές πόλεις αναγκάζονται να αναστείλουν τα δρομολόγια. Οι χαμηλόβαθμοι δημόσιοι υπάλληλοι διαμαρτύρονται για καθυστερήσεις στην πληρωμή ή περικοπές μισθών. Οι εφοριακοί κοιτάζουν δεκαετίες πίσω για απλήρωτους λογαριασμούς. Και οι πόλεις αυξάνουν τα πρόστιμα για πάσης φύσεως παραβιάσεις. Αρκετές επαρχίες που είχαν καταργήσει τα διόδια, τα επαναφέρουν.
Γιατί λοιπόν να μην πουλήσουν δημόσια περιουσία; Τοπικοί οικονομικοί αναλυτές επιμένουν ότι οι πόλεις έχουν στα χέρια τους απίστευτο πλούτο. Ελέγχουν την πώληση γης και έχουν στην κατοχή τους ποικίλα χαρτοφυλάκια, τα οποία περιλαμβάνουν συμμετοχές σε κρατικές εταιρείες, πάρκα, επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, γραμμές τρένων, ακόμη και βουδιστικούς ναούς. Εάν οι αξιωματούχοι μπορούν να αποκομίσουν κέρδος, πουλώντας μόνο ένα μικρό μερίδιο από αυτά στον ιδιωτικό τομέα, γιατί να μη το κάνουν; Έχουν άλλωστε τις ευλογίες του Σι Τζινπίνγκ.
Υπερχρεωμένες επαρχίες… βγάζουν τα σφυριά να σπάσουν τα «δοχεία»
Η κεντρική κυβέρνηση άρχισε για πρώτη φορά να προωθεί τις ιδιωτικοποιήσεις το 2022, όταν κάλεσε τις τοπικές κυβερνήσεις να «αναζωογονήσουν» τα περιουσιακά τους στοιχεία – με άλλα λόγια, να τα πουλήσουν, να τα ενοικιάσουν ή να τα αναχρηματοδοτήσουν – ως μέσο μείωσης των χρεών. Πέρυσι, ένα εσωτερικό έγγραφο που κυκλοφόρησε από το Κρατικό Συμβούλιο, έδωσε εντολή σε 12 υπερχρεωμένες επαρχίες να «σπάσουν τα δοχεία και να πουλήσουν το σίδερο» – ένα έντονα διατυπωμένο ιδίωμα που υποδηλώνει την ύστατη προσπάθεια συγκέντρωσης κεφαλαίων.
Πολλές περιοχές αφήνουν έτσι στην άκρη το δρεπάνι, αλλά επιστρατεύουν… τα σφυριά τους. Η κυβέρνηση του Γκανζού, στη νοτιοανατολική Κίνα, είχε εισπράξει 370 εκατομμύρια γιουάν (50 εκατομμύρια δολάρια) επιτρέποντας σε δημοτικές επιχειρήσεις ύδρευσης και λεωφορείων να πουλήσουν οικόπεδα. Η τοπική κυβέρνηση στο Τσονγσίνγκ, νοτιοδυτική μεγαλούπολη, ανακοίνωσε τον Αύγουστο ότι θα «σπάσει τα δοχεία» για να ανακουφίσει την κρίση χρέους. Πολλές τοπικές κυβερνήσεις πωλούν κτίρια γραφείων ή βιομηχανικά πάρκα, που δεν μπορούν ο ίδιες να αξιοποιήσουν.
Αυτοί οι τύποι πωλήσεων περιουσιακών στοιχείων ανεβαίνουν τώρα. Στη Σαντόνγκ και τη Τζιανγκσού, δύο παράκτιες επαρχίες, τα μη φορολογικά έσοδα, τα οποία περιλαμβάνουν έσοδα από πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων, αυξήθηκαν κατά 15% το πρώτο εξάμηνο του έτους. Στο Τσινγκντάο οι ιδιωτικοποιήσεις απέφεραν 5,9 δισ. γιουάν πέρυσι – ποσό υπεδιπλάσιο σε σχέση με το 2022.
Σε αντίθεση με τη Ρωσία, η οποία πούλησε πολλά από τα περιουσιακά της στοιχεία μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η Κίνα προχωρά πολύ αργά στις ιδιωτικοποιήσεις. Αλλά πρόκειται για έναν «έρωτα», που δυναμώνει συνεχώς.