Σε μια ασυνήθιστη κίνηση αναμένεται να προβεί σήμερα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα: Θα μειώσει τα τρία βασικά της επιτόκια σε διαφορετικά ποσοστά.
«Αν και θα μειωθεί κατά 25 μονάδες βάσης για δεύτερη φορά το επιτόκιο καταθέσεων στο 3,5%, που είναι και το σημείο αναφοράς για το κόστος χρήματος εδώ και χρόνια- θα θέσει σε ισχύ ένα νέο καθεστώς στη σημερινή συνεδρίαση: Θα μειώσουν κατά 60 μονάδες βάσης τα άλλα δύο επιτόκια: Το βασικό επιτόκιο κύριας αναχρηματοδότησης (σήμερα 4,25%) και εκείνο της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης (σήμερα 4,5%), το οποίο η ΕΚΤ χρεώνει τις τράπεζες για συναλλαγές δανεισμού χρήματος, κατά μεγαλύτερο ποσό.
Η κίνηση αυτή οφείλεται στην προγραμματισμένη τεχνική προσαρμογής του νέου «λειτουργικού πλαισίου» που ανακοίνωσε η ΕΚΤ τον Μάρτιο.
Η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ είχε ανακοινώσει ότι θα προσαρμόσει το λειτουργικό πλαίσιο της νομισματικής πολιτικής στις μεταβαλλόμενες νομισματικές συνθήκες και, για τον σκοπό αυτό, θα μειώσει το χάσμα μεταξύ του επιτοκίου καταθέσεων και του επιτοκίου κύριας αναχρηματοδότησης από 50 σε 15 μονάδες βάσης.
«Το επιτόκιο καταθέσεων που αφορά και τους αποταμιευτές είναι επί του παρόντος 3,75% και αναμένεται να μειωθεί στο 3,25% ως το τέλος του χρόνου», εξηγούν στη Ναυτεμπορική, παράγοντες της αγοράς. «Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποφάσισε να μειώσει τη διαφορά μεταξύ των τριών επιτοκίων, με στόχο να προσπαθήσει να κάνει τη νομισματική της πολιτική πιο αποτελεσματική».
Διευκόλυνση καταθέσεων
Η διευκόλυνση καταθέσεων είναι πλέον το πιο σημαντικό βασικό επιτόκιο για την αγορά χρήματος. «Ο στόχος αυτής της ασύμμετρης μείωσης των επιτοκίων είναι να ανακουφίσει την πίεση στην αγορά χρήματος, στην οποία οι τράπεζες δανείζονται χρήματα από τις κεντρικές τράπεζες ή μία από την άλλη», τονίζουν οι ίδιες πηγές.
Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα συσσωρεύουν αυτή τη στιγμή περίπου 3,1 τρισεκατομμύρια ευρώ στους λογαριασμούς τους στην ΕΚΤ. Κατά την αναχρηματοδότηση δανείων προς εταιρείες και ιδιωτικά νοικοκυριά, επομένως, δεν εξαρτώνται από δανειοδοτικές συναλλαγές με την ΕΚΤ. Ως αποτέλεσμα, το βασικό επιτόκιο αναχρηματοδότησης δεν παίζει επί του παρόντος κανένα ρόλο για τις τράπεζες ως επιτόκιο για κλασικές συναλλαγές δανεισμού χρήματος.
«Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ,για να διασφαλίσει ότι η απόσυρση ρευστότητας δεν θα δημιουργήσει εντάσεις και βίαιες διακυμάνσεις επιτοκίων στη διατραπεζική αγορά, θέλει να δώσει στις τράπεζες κίνητρα να δανειστούν ξανά χρήματα από την ΕΚΤ, εάν χρειαστεί, με ελκυστικό επιτόκιο που είναι μόλις 15 μονάδες βάσης πάνω από το επιτόκιο καταθέσεων», σημειώνουν οι παράγοντες της αγοράς. «Ως εκ τούτου, η Κριστίν Λαγκάρντ θα πρέπει να τονίσει ότι η ασύμμετρη μείωση των βασικών επιτοκίων δεν αντιπροσωπεύει μια απροσδόκητα ισχυρή χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής και να επισημάνει ότι το βασικό επιτόκιο που αφορά δανειολήπτες και επενδυτές παραμένει το επιτόκιο καταθέσεων προς το παρόν».
Τι αναμένουν οι αγορές
Οι χρηματοπιστωτικές αγορές αναμένουν ότι το επιτόκιο καταθέσεων θα μειωθεί στο 2,25% μέχρι το τέλος του επόμενου έτους. Δεν είναι ακόμη σαφές εάν τα βασικά επιτόκια θα μειωθούν εκ νέου τον Οκτώβριο-το πιθανότερο όμως είναι, όχι. Οι αγορές εκτιμούν ότι η πιθανότητα κάτι τέτοιο είναι περίπου 40%. Πολλά θα εξαρτηθούν από το πώς θα εξελιχθούν τα οικονομικά στοιχεία και τα στοιχεία για τον πληθωρισμό. Η Λαγκάρντ τόνισε πρόσφατα ότι οι αποφάσεις για τα επιτόκια τους επόμενους μήνες θα εξαρτηθούν από τα δεδομένα και κυρίως από την πορεία μείωσης του πληθωρισμού.
Μισθοί και πετρέλαιο
Ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη υποχώρησε στο 2,2% τον Αύγουστο, φέρνοντάς τον πιο κοντά στον στόχο της ΕΚΤ για 2,0%. Αυτό ήταν αποτέλεσμα κυρίως των χαμηλότερων τιμών της ενέργειας, οι οποίες μειώθηκαν κατά 3% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Η τιμή του Brent είναι αυτή τη στιγμή κοντά στα 70 δολάρια το βαρέλι. Η τελευταία φορά που ο μαύρος χρυσός ήταν τόσο φθηνός ήταν στα τέλη του φθινοπώρου του 2021. Η πίεση κόστους από τους μισθούς έχει επίσης μειωθεί ελαφρώς. Το δεύτερο τρίμηνο, οι μισθοί με βάση τις συλλογικές διαπραγματεύσεις στη ζώνη του ευρώ αυξήθηκαν κατά περίπου 3,6%. Τα προηγούμενα τρίμηνα είχαν αυξηθεί με ρυθμούς μεταξύ 4 και 5%.
Ωστόσο, η παραγωγικότητα συνέχισε να αποδυναμώνεται. Το δεύτερο τρίμηνο, η συνολική οικονομική παραγωγή ανά ώρα στη ζώνη του ευρώ μειώθηκε κατά 0,6% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε κατά περίπου 4,3%. Είναι πιθανό να συνέβαλαν στο γεγονός ότι οι τιμές των υπηρεσιών στην Ευρωζώνη έχουν αυξηθεί πολύ περισσότερο από ό,τι θα ήθελε η ΕΚΤ, σε ποσοστό 4,2%. Εάν ο συνδυασμός ισχυρών αυξήσεων μισθών και συρρίκνωσης της παραγωγικότητας συνεχιστεί, η πίεση κόστους και τιμών θα παραμείνει υψηλή και θα περιορίσει το πεδίο εφαρμογής της επιτοκιακής πολιτικής της ΕΚΤ.