Η ανθρωπότητα παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα τα τεκταινόμενα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ενόψει της διαφαινόμενης επαναφοράς στην εξουσία του πρώην Προέδρου Τραμπ στις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου 2024.
Επειδή δε υπάρχουν αρκετά δείγματα γραφής της ασκούμενης πολιτικής υπό την καθοδήγηση και τις ιδεολογικές επιλογές του Προέδρου Τραμπ, αναμένονται σημαντικές εξελίξεις στον οικονομικό τομέα, οι οποίες θα έχουν επιπτώσεις στην αμερικανική αλλά και στην παγκόσμια οικονομία.
Οι περισσότεροι οικονομολόγοι όπου γης, μεταξύ των οποίων και 16 κάτοχοι βραβείου Νόμπελ στα οικονομικά, προειδοποιούν για το ενδεχόμενο χαρακτηρίζοντάς το επικίνδυνο για τη θέση των Ηνωμένων Πολιτειών στον κόσμο.
Αναφέρονται κυρίως σε θέματα κράτους δικαίου καθώς και στην πολιτική και οικονομική ασφάλεια, η οποία υπονομεύεται με την αμφισβήτηση των διεθνών κανόνων και συμβατικών υποχρεώσεων, οι οποίες ρυθμίζουν τις οικονομικές σχέσεις και όχι μόνο μεταξύ των κρατών.
Τα τελευταία δέκα χρόνια, είναι η αλήθεια, κατά τη διάρκεια της θητείας και των δύο προέδρων, η αμερικανική οικονομία αναπτύχθηκε γρηγορότερα από την οικονομία της Ευρωζώνης κατά μέσο όρο, με κάτι παραπάνω από 1%.
Αυτό οφείλεται κατά βάσιν στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στην αμερικανική οικονομία.
Οι λόγοι είναι πολλοί, οι σπουδαιότεροι των οποίων: Ευνοϊκότερη δημογραφική εξέλιξη, εύκολη πρόσβαση σε κεφάλαια για επενδύσεις υψηλού ρίσκου καθώς και το χαμηλό ενεργειακό κόστος.
Σε ότι αφορά δε στην τρέχουσα συγκυρία, η εφαρμογή του Inflation Reduction Act με προίκα αθροιστικά 760 δις δολάρια, έδωσε μια περαιτέρω ώθηση και συνεπώς προβάδισμα, στις επενδύσεις, κυρίως στον τεχνολογικό τομέα.
Για τη συνέχεια το Πρόγραμμα των Δημοκρατικών προβλέπει ενίσχυση των επενδύσεων σε υποδομές, κλιματική αλλαγή και εγχώρια επιχειρηματικότητα, με στόχο την περαιτέρω βελτίωση της παραγωγικότητας, την μείωση του πληθωρισμού καθώς και τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια.
Η πορεία αυτή όμως με βάση τις διακηρυγμένες θέσεις του κ. Τραμπ, γιατί ένα ολοκληρωμένο οικονομικό κυβερνητικό πρόγραμμα δεν έχει ακόμη κατατεθεί, είναι πολύ πιθανό να θέσει σε κίνδυνο την ευνοϊκή τροχιά και να ζημιώσει τόσο τις Ηνωμένες Πολιτείες, τις συναλλασσόμενες με αυτές χώρες, αλλά και τη ζωτική σημασίας προσπάθεια για αποκατάσταση κλιματικής ισορροπίας στον πλανήτη μας.
Οι βασικότεροι πυλώνες της οικονομικής του πολιτικής, οι οποίοι επιβεβαιώθηκαν και στο τελευταίο Συνέδριο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, που αναμένεται να τεθούν ευθύς αμέσως σε εφαρμογή μετά από μία επανεκλογή, είναι οι εξής:
Μείωση των φόρων-αύξηση του δανεισμού
Η σημαντικότερη παρέμβαση στην αμερικανική οικονομία και η οποία σηματοδοτεί και την ιδεολογική κατεύθυνση της σχεδιαζόμενης οικονομικής πολιτικής, είναι η μείωση του φόρου εισοδήματος για τις επιχειρήσεις από 21% που είναι σήμερα στο 15%.
Αυτό θα ωφελήσει χωρίς αμφιβολία τους έχοντες και κατέχοντες, αν λάβει κανείς υπόψη του, ότι στην προηγούμενη θητεία του κ. Τραμπ με τη μείωση της φορολογίας κατά 14%, οι εισηγμένες 500 μεγάλες εταιρείες εξοικονόμησαν φόρους 12 δις δολαρίων μόνο κατά τους τρεις πρώτους μήνες της εφαρμογής.
Πρόκειται για την εφαρμογή μιας εκδοχής των γνωστών μας “trickle down economics”, όπου αφού ωφεληθούν τα μέγιστα οι έχοντες, στο τέλος θα προκύψουν και κάποια ψίχουλα για τους εργαζόμενους.
Αποτέλεσμα αυτού ήταν η διεύρυνση και συγκέντρωση στην κατοχή μετοχικών περιουσιακών στοιχείων του 10% των Αμερικανών στο 93% του συνόλου.
Ο στόχος των εμπνευστών της συγκεκριμένης πολιτικής είναι η αύξηση των επενδύσεων και η ενδυνάμωση της ανάπτυξης, η οποία θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας και θα αυξήσει τελικά και τα έσοδα του κράτους.
Σε μια οικονομία όμως που βρίσκεται στα όρια της υπερθέρμανσης, με την ανεργία σε χαμηλά επίπεδα (4%), αλλά και τον κίνδυνο να μειωθεί το εργατικό δυναμικό λόγω της διακηρυγμένης μεταναστευτικής πολιτικής των απελάσεων, που σκοπεύει να εφαρμόσει, το μόνο που είναι βέβαιο είναι ότι θα οδηγήσει στην αναθέρμανση του πληθωρισμού και στην επακόλουθη αύξηση των επιτοκίων και του κόστους χρήματος που δυσχεραίνουν αντί να διευκολύνουν τις επενδύσεις.
Άλλωστε, η αντικατάσταση της Διοίκησης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, με πρόσωπα της αρεσκείας του, την οποία φαίνεται ότι σχεδιάζει, δεν θα εμποδίσει τις δυνάμεις της αγοράς να συνεχίσουν την αρνητική πορεία των μεγεθών, κάτι που προσπάθησαν με παρόμοιο και πιο άκομψο τρόπο να επιβάλλουν και άλλοι αυταρχικής κοπής ηγεμόνες όπως ο κ. Ερντογάν, χωρίς επιτυχία.
Άλλωστε, τα αποτελέσματα της πρώτης φάσης αυτής της πολιτικής, θα έπρεπε να ανησυχούν τους φορείς της, αφού οδήγησαν σε εκτίναξη του δημοσίου χρέους από 20 τρις δολ. το 2017 σε 34 δις στα τέλη του 2023.
Σ ’αυτό συνέβαλαν βέβαια και οι ποικιλόμορφες ενισχύσεις της Προεδρίας Μπάιντεν για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Μια νέα μείωση όμως των φόρων θα αυξήσει το δημοσιονομικό έλλειμμα, το οποίο στο μεγαλύτερο μέρος του θα χρηματοδοτηθεί με περεταίρω αύξηση του χρέους, επιβαρύνοντας την ετήσια εξυπηρέτησή του, κάτι που επιδρά αντιαναπτυξιακά αντί να διευκολύνει τις επιχειρήσεις και την οικονομία να επιταχύνουν τους ρυθμούς ανάπτυξης.
Προστατευτισμός κόντρα στο ελεύθερο εμπόριο
Στα σχέδια βέβαια του επίδοξου Προέδρου για να καλύψει το κόστος των φορολογικών παροχών, είναι η εξοικονόμηση πόρων από το κρατικό ταμείο επενδύσεων στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (IRA), περί τα 370 δις δολ., καθώς και η αύξηση των δασμών στα εισαγόμενα προϊόντα.
Αναμένεται η επιβολή δασμών τουλάχιστον κατά 10% σε όλα τα εισαγόμενα στις ΗΠΑ προϊόντα, των ευρωπαϊκών μη εξαιρουμένων, ενώ για τα κινεζικά η επιβάρυνση φημολογείται ότι θα ανέλθει μέχρι 60%.
Επιδιώκει, όπως συχνά αναφέρει σε τοποθετήσεις του, να δημιουργήσει ένα προστατευτικό δίχτυ για την αμερικανική οικονομία, που όμως είναι πολύ πιθανό να εξελιχθεί σε βρόχο γύρω από το λαιμό της.
Τα αποτελέσματα άλλωστε από την πρώτη φάση επιβολής δασμών στα κινεζικά προϊόντα καθώς και στα προϊόντα αλουμινίου και χάλυβα ευρωπαϊκών χωρών, δεν ήταν ιδιαίτερα υποβοηθητικά της προστασίας που υπόσχονταν.
Με βάση στοιχεία του Tax Foundation, διεθνούς ερευνητικού ιδρύματος με έδρα την Washington D.C., η ηπιότερη επιβολή δασμών που εφαρμόστηκε στην προηγούμενη θητεία, κόστισε στην αμερικανική οικονομία 245.000 θέσεις εργασίας, ενώ για την οριζόντια εφαρμογή δασμών της τάξεως του 10%, που ισοδυναμούν με φόρο κατανάλωσης 300 δις δολαρίων, υπολογίζεται ότι θα οδηγήσει στην εξαφάνιση 500.000 θέσεων εργασίας.
Η εξέλιξη αυτή είναι απόρροια της επιβάρυνσης στις τιμές των εισαγόμενων προϊόντων στο εσωτερικό, την οποία καλούνται να καταβάλλουν όχι οι Κινέζοι ή οι Ευρωπαίοι καταναλωτές αλλά οι Αμερικανοί.
Ένα τέτοιο μέτρο θα έχει με βεβαιότητα δυο περαιτέρω ανεπιθύμητες επιδράσεις:
Πρώτον, θα αποτελέσει πηγή αναζωπύρωσης του πληθωρισμού, σε μια εποχή όπου γίνονται προσπάθειες μέσω περιοριστικής πολιτικής να μετριασθεί το μέγεθός του, ώστε να μειωθούν και τα επιτόκια της FED, τα οποία δυσχεραίνουν τη διενέργεια επενδύσεων.
Οι αυξημένες τιμές εξάλλου των εισαγόμενων προϊόντων, παρότι βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα των ομοειδών προϊόντων που παράγονται στο εσωτερικό, δεν καταλήγουν συνήθως σε τιμολόγηση με χαμηλότερες τιμές.
Έτσι, η επιβάρυνση της κατανάλωσης είναι πιθανό να πλήξει την συνολική πορεία της οικονομίας.
Ήδη, ο οίκος αξιολόγησης Moody’s σε πρόσφατη πρόβλεψή του αναμένει μια ελαφρά διολίσθηση σε ύφεση της αμερικανικής οικονομίας προς το 2ο εξάμηνο του 2015.
Φαίνεται ότι η τόνωση της οικονομίας που θα προέλθει από τη μείωση των φόρων για τις επιχειρήσεις δεν θα είναι επαρκής για να καλύψει τις απώλειες από τη μείωση της κατανάλωσης.
Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν και οι 16 νομπελίστες, όταν στο κείμενό τους αποκαλούν τα δημοσιονομικά σχέδια του Τραμπ «ανεύθυνα»!
Δεύτερον, τα προστατευτικά μέτρα που αποφασίζει μια χώρα απαντώνται πάντα με τη λήψη παρόμοιου μεγέθους αντίμετρα από τις χώρες που θίγονται.
Έτσι, αν πράγματι μια κυβέρνηση Τραμ[ προχωρήσει σε υπέρογκους δασμούς, θα ακολουθήσει και η Κίνα όπως και η Ευρώπη με παρόμοιες αποφάσεις, κάτι που έπραξαν και στην πρώτη φάση.
Αυτό θα ισοδυναμούσε με εμπορικό πόλεμο, ο οποίος θα πλήξει όχι μόνο τα συμφέροντα των εμπλεκόμενων χωρών, αλλά το παγκόσμιο εμπόριο συνολικά και κυρίως την Ευρώπη με τον καθαρά εξαγωγικό της προσανατολισμό.
Μόνο στην οικονομία της Γερμανίας η εφαρμογή μιας τέτοιας πολιτικής, όπως υπολόγισε το Institut der Deutschen Wirtschaft, θα κοστίσει 120 δις Ευρώ για την επόμενη κυβερνητική θητεία.
Αν προσθέσουμε δε και τα αντίμετρα της Ευρώπης για την αντιμετώπιση της πολιτικής Dumping που εφαρμόζει η Κίνα στα εισαγόμενα κινεζικά προϊόντα, ο περιορισμός και η ζημιά θα είναι ακόμη μεγαλύτερη.
Δυστυχώς εισερχόμαστε σταδιακά σε αχαρτογράφητα νερά, τα οποία η ανθρωπότητα έχει να τα ζήσει από την περίοδο του μεσοπολέμου, όπου κάθε πρόβλεψη όχι μόνο στον οικονομικό τομέα αλλά και κυρίως στις σχέσεις των λαών μεταξύ τους είναι παρακινδυνευμένη.
* Ο Χαράλαμπος Γκότσης είναι Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς