«Πρόεδρος μια θητείας» πλέον χαρακτηρίζεται ο Τζο Μπάιντεν μετά την απόσυρσή του από την κούρσα των προεδρικών εκλογών και οι συμπατριώτες τους αρχίζουν ήδη να σκέφτονται τι θα γίνει με τα Bidenomics –το φιλόδοξο οικονομικό πρόγραμμα που εφάρμοσε τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια.
Με μια φιλόδοξη αναδιανεμητική πολιτική-ακρογωνιαίο λίθο του προγράμματος « Bidenomics 2.0», ο Μπάιντεν θα ολοκλήρωνε την οικονομική πολιτική των μεγάλων επενδύσεων της μεταπανδημικής περιόδου, που αν και προκάλεσε πληθωριστικές εντάσεις, επέτρεψε την ανάκαμψη της οικονομίας με ορατά αποτελέσματα: το αμερικανικό ΑΕΠ, στην πραγματικότητα, αυξήθηκε κατά 8% σε σύγκριση με τις αρχές του 2020.
Τον περασμένο Μάρτιο, ο Μπάιντεν παρουσίασε τον Ομοσπονδιακό Προϋπολογισμό για το επόμενο οικονομικό έτος 2025 (1 Οκτωβρίου 2025 – 30 Σεπτεμβρίου 2026). Οι συνολικές δαπάνες ανέρχοναν σε 7,3 τρισεκατομμύρια δολάρια- πάνω ένα τρις σε σχέση με το προηγούμενο οικονομικό έτος (2023). Μέσω της χρήσης ενός τέτοιου ποσού, ο Μπάιντεν, στόχευε κυρίως στη βελτίωση του κράτους πρόνοιας που θα ωφελούσε λιγότερο εύπορους πολίτες και τη «μεσαία τάξη» -την κινητήρια δύναμη της αμερικανικής οικονομίας, η οποία αντιμετωπίζει ολοένα και μεγαλύτερες δυσκολίες.
Σύγχρονη οικονομία της προσφοράς
Με τα « Bidenomics 2.0», ο απερχόμενος πρόεδρος Μπάιντεν είχε στόχο να ενισχυθεί η εσωτερική αγορά και να φορολογηθούν τα μπόνους και οι κάθε λογής παροχές των δισεκατομμυριούχων. Ο Μπάιντεν σχεδίαζε στον προϋπολογισμό του 2025, να αυξήσει τον ελάχιστο φόρο για τις εταιρείες από 15 σε 21%, να διπλασιάσει τους φόρους στις πολυεθνικές που μετεγκαταστάθηκαν στο εξωτερικό και να απαγορεύσει στις μεγάλες εταιρείες μια ολόκληρη σειρά φορολογικών εκπτώσεων.
Χάρη σε αυτά τα μέτρα και όχι μόνο, η κυβέρνηση Μπάιντεν υπολογίζει έσοδα ύψους 4.44 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, μέρος των οποίων θα χρησιμοποιείτο για τη βελτίωση της δημόσιας εκπαίδευσης και φροντίδας των παιδιών και ενίσχυση της δημόσιας υγείας από τα τεράστια κεφάλαια του προγράμματος Medicare για τα πιο χαμηλά κοινωνικά στρώματα.
Όπως εξήγησε πολλές φορές η υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν , ολόκληρη η οικονομική στρατηγική, που χαρακτηρίστηκε ως «σύγχρονη οικονομία της προσφοράς», στόχευε από την αρχή σε μια αναδιανομή του πλούτου, η οποία ωστόσο θα έπρεπε να βασιζόταν σε συγκεκριμένα οικονομικά μέτρα που θα είχαν αντίκτυπο σε κοινωνικό επίπεδο -μείωση των ανισοτήτων, μεγαλύτερη καταναλωτική ικανότητα- αλλά και σε καθαρά οικονομικό, καθώς η ενίσχυση του ανθρώπινου κεφαλαίου θα είχε επίσης θετικό αντίκτυπο στον δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας.
Ο πιο ριζοσπαστικός πρόεδρος
«Ο Μπάιντεν μπορεί να είχε εκλεγεί ως μετριοπαθής πολιτικός και ενωτική φυσιογνωμία , αλλά στο αξίωμα του υπήρξε ο πιο ριζοσπαστικός Αμερικανός πρόεδρος σε μια γενιά ή περισσότερο, τουλάχιστον σε οικονομικά ζητήματα», τονίζουν στη «Ν» οικονομικοί παράγοντες στη Νέα Υόρκη. «Τα «Bidenomics», όπως έγινε γνωστή η οικονομική του πολιτική, ήταν ένα εξαιρετικά φιλόδοξο και δαπανηρό έργο για την αναμόρφωση των ΗΠΑ, αλλά και της παγκόσμιας οικονομίας . Με τον νόμο IRA για τη μείωση του πληθωρισμού, δόθηκαν μαζικές επιδοτήσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων σε εταιρείες για «πράσινες επενδύσεις», τονίζουν οι ίδιες πηγές και απαριθμούν: Διατέθηκαν τεράστια κονδύλια για την αιολική και ηλιακή ενέργεια, για την κατασκευή ενός νέου ηλεκτρικού δικτύου, για την επιδότηση της μετάβασης από τη βενζίνη στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Η κυβέρνηση άνοιξε επίσης «βιβλιάριο επιταγών» για μια νέα γενιά εργοστασίων ημιαγωγών με στόχο να οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ο παγκόσμιος ηγέτης στην τεχνολογία των μικροτσίπ , ενώ επέβαλε δασμούς στις κινεζικές εισαγωγές, όπως φόρο 100% στα εισαγόμενα από την Κίνα ηλεκτρικά αυτοκίνητα.
Η πολιτική αυτή είχε κάποιες επιτυχίες. Η παραγωγή ηλιακής ενέργειας, για παράδειγμα, έχει αυξηθεί στις ΗΠΑ κατά 75% τα τελευταία τέσσερα χρόνια και έχει πολλαπλασιαστεί επί οκτώ την τελευταία δεκαετία, αν και αντιπροσωπεύει μόνο το 4% της ενέργειας που παράγεται στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε σύγκριση με το 60% στα ορυκτά καύσιμα και 18% από πυρηνικά. Και εταιρείες όπως η Intel ή η ταϊβανέζικη TSMC έχουν κατασκευάσει νέες εγκαταστάσεις ημιαγωγών.
Πώς ο Μπάιντεν κατάλαβε ότι αποτελεί βαρίδι – 24 σκοτεινές μέρες και μία κρίσιμη νύχτα
Τεράστιο κόστος
Το πρόβλημα είναι ότι όλα αυτά είχαν τεράστιο κόστος. Η Credit Suisse υπολόγισε ότι το συνολικό κόστος των προγραμμάτων ήταν 800 δισεκατομμύρια δολάρια και δεδομένου ότι οι περισσότερες επιδοτήσεις παρέχονται με τη μορφή εκπτώσεων φόρου αορίστου χρόνου, ο τελικός λογαριασμός μπορεί να είναι πολύ υψηλότερος.
Τα δημόσια οικονομικά αντιπροσωπεύουν μεγάλο πρόβλημα για τον Τζο Μπάιντεν : το τελευταίο οικονομικό έτος (2023) έκλεισε με το δημόσιο χρέος στο 131% του ΑΕΠ- αρνητικό ιστορικό ρεκόρ- ενώ το έλλειμμα, ξεπέρασε τα 1,7 τρις (5,3% του ΑΕΠ) και σχεδόν διπλασιάστηκε σε σύγκριση προς το προηγούμενο έτος.
Στην πραγματικότητα, πολλά από τα χρήματα έχουν σπαταληθεί . Για παράδειγμα, τα Bidenomics περιλάμβαναν ένα σχέδιο 7,5 δισεκατομμυρίων για την εγκατάσταση νέων φορτιστών ηλεκτρικών οχημάτων, έτσι ώστε όλα αυτά τα επιδοτούμενα οχήματα να μπορούν να κυκλοφορούν. Αλλά μετά από τρία χρόνια, είχαν εγκατασταθεί μόνο επτά φορτιστές.
Υπήρχε ένα αγροτικό ευρυζωνικό σχέδιο για τη σύνδεση απομακρυσμένων κατοικιών στο Διαδίκτυο, με κόστος 42 δισεκατομμυρίων δολαρίων, αλλά μετά από τρία χρόνια δεν έχει συνδεθεί ούτε ένα σπίτι . Εν τω μεταξύ, υπάρχουν πολύ λίγα στοιχεία αν οι τεράστιες δαπάνες βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητα, αύξησαν τους μισθούς ή δημιούργησαν ανθεκτικές νέες βιομηχανίες. και Υπάρχουν αυξανόμενες ενδείξεις ότι δεκάδες, και ίσως εκατοντάδες, δισεκατομμύρια δολάρια έχουν σπαταληθεί σε βιομηχανικούς «λευκούς ελέφαντες».
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αναπτυχθεί, αλλά κυρίως χάρη στις ελλειμματικές δαπάνες και, παραδόξως, στην παραγωγή ρεκόρ σχιστολιθικού πετρελαίου και φυσικού αερίου, γεγονός που έχει κάνει τη χώρα τον μεγαλύτερο παραγωγό ορυκτών καυσίμων στον κόσμο .
Στην πραγματικότητα, το οικονομικό σχέδιο του Μπάιντεν προωθήθηκε από μια μικρή ομάδα ριζοσπαστών οικονομολόγων γύρω από τον πρόεδρο κυρίως για να κρατήσουν τον άνθρωπό τους στο Λευκό Οίκο, παρά την πανθομολογούμενη αδυναμία του να διατηρήσει τον έλεγχο της ατζέντας.
Αν και σύμφωνα με πολλές εκτιμήσεις το χρέος θα έτεινε να μειωθεί κατά 3,3 τρις σε 10 χρόνια , χάρη στην τεράστια αύξηση των φορολογικών εσόδων, η δυνατότητα πλήρους αποκατάστασης του προϋπολογισμού εξακολουθεί να είναι πολύ απομακρυσμένη και πάνω από όλα έρχεται σε σύγκρουση με τον κεντρικό στόχο της οικονομικής πολιτικής του Μπάιντεν, δηλαδή τη μείωση των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων .
Τι θα κάνει ο Τραμπ
Αν εκλεγεί ο Ντόναλντ Τραμπ αναμένεται να προβεί σε τεράστιες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες (περίπου κατά 14 τρις) σε τομείς όπως η οικολογική μετάβαση και η υγειονομική περίθαλψη, αλλά και στη μείωση των φόρων στα εταιρικά εισοδήματα.
Κύριος στόχος του σχεδίου Τραμπ είναι η μείωση του χρέους και του ελλείμματος, αποφεύγοντας δαπάνες που θα επιβάρυναν τους δημόσιους λογαριασμούς . «Δεν μπορούμε, ωστόσο, να μιλάμε για πραγματική πολιτική λιτότητας , καθώς οι Ρεπουμπλικάνοι, σύμφωνα με την παράδοση, σκοπεύουν να μειώσουν τη φορολογική επιβάρυνση για να δώσουν κίνητρα στον ιδιωτικό τομέα και πιθανώς επίσης να αποφύγουν να βλάψουν τις μεσαίες μικρομεσαίες επιχειρήσεις που επωφελούνται από κρατικές επιδοτήσεις», τονίζουν Αμερικανοί παράγοντες της αγοράς στη «Ναυτεμπορική» .
Ήδη, ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος της Βουλής Μάικ Τζόνσον έχει ήδη ανακοινώσει ότι το Κογκρέσο δεν θα εγκρίνει ποτέ έναν τόσο «ανεύθυνο» προϋπολογισμό, που πρότεινε ο Μπάιντεν, καθώς «θα αντιπροσώπευε έναν οδικό χάρτη για την παρακμή της Αμερικής».
Διαβάστε εδώ το liveblog της Ναυτεμπορικής