Skip to main content

Γιατί οι «σκιώδεις τράπεζες» απειλούν την ευρωζώνη

Ονομάζονται σκιώδεις επειδή παρέχουν υπηρεσίες παρόμοιες με εκείνες των εμπορικών τραπεζών, αλλά παραμένουν εκτός του πεδίου εφαρμογής της τραπεζικής ρύθμισης.

Η είδηση συγκλονίζει: Μόνο στην ευρωζώνη, οι λεγόμενες «σκιώδεις τράπεζες» το τρίτο τρίμηνο πέρυσι κατείχαν περιουσιακά στοιχεία αξίας 42,9 τρισεκατομμυρίων ευρώ. Εναντι 38 τρισεκατομμυρίων ευρώ που κατείχαν οι παραδοσιακοί δανειστές.

«Αν και οι συγκρίσεις μεταξύ του χρηματοπιστωτικού τομέα και της πραγματικής οικονομίας δεν έχουν πολύ νόημα, είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων της σκιώδους τραπεζικής αγοράς είναι τρεις φορές μεγαλύτερα από το σύνολο της ευρωζώνης», τονίζουν στη «Ναυτεμπορική» παράγοντες της ευρωπαϊκής τραπεζικής αγοράς. Για την ιστορία, το 2018, οι μη τραπεζικοί χρηματοοικονομικοί διαμεσολαβητές, όπως είναι η επίσημη ονομασία της σκιώδους τραπεζικής αγοράς, είχαν στα χέρια της μόλις 30… δισεκατομμύρια ευρώ.

Ονομάζονται σκιώδεις τράπεζες επειδή παρέχουν υπηρεσίες παρόμοιες με εκείνες των εμπορικών τραπεζών, όπως η διευκόλυνση πιστώσεων και διαχειρίζεται τις αποταμιεύσεις, αλλά παραμένουν εκτός του πεδίου εφαρμογής της τραπεζικής ρύθμισης. «Ο τομέας έχει αναπτυχθεί ραγδαία από την παγκόσμια οικονομική κρίση, καθώς τα μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν καλύψει το πιστωτικό κενό που προκλήθηκε από αυτήν», εξηγεί η Αριαν Κέρτις, αναλύτρια στο Capital Economics.

Ο αναλυτής της Oxford Economics Ανταμ Σλέιτερ τονίζει μάλιστα ότι τα σκιώδη τραπεζικά περιουσιακά στοιχεία αυξάνονται σταθερά ταχύτερα από τα περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών τα τελευταία χρόνια, φθάνοντας παγκοσμίως τα 63 τρισεκατομμύρια δολάρια σε χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία στα τέλη του 2022, που αντιπροσωπεύουν το 78% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Το ενεργητικό αυτής της «σκιώδους» ομάδας αυξήθηκε με ρυθμό 8% ετησίως μεταξύ 2016 και 2021, σε σύγκριση με 5,5% ετησίως για τις κοινές τράπεζες.

Ο «νονός»

Η ονομασία «σκιώδεις τράπεζες» αποδίδεται στον οικονομολόγο Πολ Μακ Κόλεϊ,πρώην διευθυντή της Pacific Investment Management, πιο γνωστής ως Pimco. Έκτοτε, αυτό το όνομα χρησιμοποιείται τακτικά από τον Τύπο. Ωστόσο, η ίδια η βιομηχανία θεωρεί ότι αυτό το ψευδώνυμο περιλαμβάνει μια ορισμένη αρνητική χροιά (αδιαφάνεια και μυστήριο) που δεν είναι καλή. Προς το παρόν πάντως, η χρήση του ακρωνύμιου NBFI (Μη Τραπεζικά Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα) εξαπλώνεται. Τα NBFI υπάρχουν εδώ και δεκαετίες. Ωστόσο, η επέκτασή τους σε όλη την Ευρώπη είναι ένα πιο πρόσφατο φαινόμενο. Αυτά τα ιδρύματα έχουν φτάσει σε τέτοιο μέγεθος ώστε να αποτελούν πραγματικό κίνδυνο για τον χρηματοπιστωτικό τομέα στο σύνολό του. «Καθώς τα επιτόκια έχουν αυξηθεί τα τελευταία δύο χρόνια, ο κίνδυνος να καταρρεύσει κάτι στον χρηματοπιστωτικό τομέα έχει αυξηθεί, με τη σκιώδη τραπεζική στο επίκεντρο, καθώς είναι ένας κλάδος τόσο εκτεθειμένος στον κίνδυνο ρευστότητας και χωρίς άμεση πρόσβαση σε πιστωτικές γραμμές της ΕΚΤ», τονίζουν στη «Ν» παράγοντες της τραπεζικής αγοράς.

«Η συνεχιζόμενη και αξιοσημείωτη ανάπτυξη του σκιώδους τραπεζικού τομέα συνιστά τη μεγαλύτερη απειλή για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος «, προειδοποίησε χθες η Ελίζαμπεθ Μακ Κόουλ, μέλος του εποπτικού συμβουλίου της ΕΚΤ. Η Μακ Κόουλ έχει άλλωστε πικρή πείρα από τέτοια φαινόμενα, καθώς εργαζόταν στην Fed της Νέας Υόρκης, όταν κατέρρευσε το hedge fund Long-Term Capital Management το 1998, ταρακουνώντας τις αγορές.

«Υπάρχουν σίγουρα προειδοποιητικά σήματα μπροστά μας» είπε η Μακ Κόουλ, προσθέτοντας ότι «είναι ο τομέας στον οποίο η ΕΚΤ έχει τη μικρότερη εποπτεία και ορατότητα», γεγονός, που θα μπορούσε να μεταφραστεί σε «συστημική» απειλή απειλή για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ευρωζώνης.

Οι σκιώδεις τράπεζες βρίσκονται εκτός της τραπεζικής εποπτικής και ρυθμιστικής αρχής και οι πιθανοί κίνδυνοι θα μπορούσαν να ξεσπάσουν ξαφνικά. Όπως για παράδειγμα, η κατάρρευση της οικογενειακής χρηματοδοτικής εταιρείας Archegos Capital Management του Μπιλ Χουάνγκ το 2021, που οδήγησε σε ζημίες 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε επενδυτικές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένων των Credit Suisse και Nomura.

Πάθημα και μάθημα

«Μαθαίνεις από τα παθήματά σου στη δουλειά», είπε η Μακ Κόουλ μιλώντας στους Financial Times.

«Μερικά από αυτά τα αμοιβαία κεφάλαια, ειδικά ορισμένα hedge funds, γίνονται τόσο μεγάλα που μπορούν να κινήσουν εν μέρει την αγορά από μόνα τους και δεν είναι πιθανό να λειτουργήσουν ως αποσβεστήρες κραδασμών με τον ίδιο τρόπο που κάνουν μερικές φορές οι τράπεζες», είπε

Η Μακ Κόουλ είναι η μόνη αμερικανίδα πολίτης που συμμετέχει στο εποπτικό συμβούλιο της ΕΚΤ από τη δημιουργία του πριν από μια δεκαετία για να επιβλέπει τις μεγαλύτερες τράπεζες της ευρωζώνης.

Η Μακ Κόουλ, που πρόκειται να αποχωρήσει από την ΕΚΤ τον Νοέμβριο, δήλωσε ότι ελέγχει εάν οι 113 τράπεζες της Ευρωζώνης που εποπτεύει, έχουν πλήρη εικόνα της έκθεσής τους σε «σκιώδεις τράπεζες».

Η άνοδος της «σκιώδους τραπεζικής» ξεκίνησε μετά την κατάρρευση των τραπεζών το 2008, καθώς οι πιστώσεις μετατοπίστηκαν από τους ισολογισμούς των τραπεζών προς άλλες εταιρείες που συμπεριφέρονται σαν παραδοσιακοί δανειστές, αλλά υπόκεινται σε πιο ελαφριά ρύθμιση.

Το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας- μια διεθνής ομάδα εποπτών που σχηματίστηκε μετά το κραχ του 2008- παρακολουθεί αυτούς τους «μη τραπεζικούς χρηματοπιστωτικούς ενδιάμεσους».

Αυτός ο εκτεταμένος τομέας περιλαμβάνει διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων, συνταξιοδοτικά ταμεία, ασφαλιστές, αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου, ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια και καταπιστεύματα επενδύσεων σε ακίνητα.

«Οι σκιώδεις τράπεζες αποτελούν σημαντική πηγή εναλλακτικής χρηματοδότησης σε πολλές χώρες , για παράδειγμα, προσφέροντας λύσεις με σταθερές υποχρεώσεις», τονίζεται σε έκθεση της S&P Global. Μπορούν επίσης να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα και το βάθος ενός χρηματοπιστωτικού συστήματος διατηρώντας περιουσιακά στοιχεία με δομές λήξης και πιστωτικά χαρακτηριστικά που μπορεί να μην είναι ελκυστικά για τις παραδοσιακές τράπεζες.

Ωστόσο, διευκρινίζεται στην έκθεση της S&P Global, «ορισμένες σκιώδεις τράπεζες έχουν υψηλή μόχλευση, διαρθρωτικές αναντιστοιχίες ρευστότητας και ισχυρή πιστωτική έκθεση σε συγκεκριμένους οικονομικούς τομείς, όπως η χρηματοδότηση ακινήτων. Αυτό καθιστά ορισμένα hedge funds ιδιαίτερα ευάλωτα σε πιθανή απώλεια εμπιστοσύνης των επενδυτών.