Όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μια καθαρή νίκη της ακροδεξιάς Εθνικής Συσπείρωσης -η έκταση της οποίας θα κριθεί όμως στο δεύτερο γύρο της προσεχούς Κυριακής, αφού τότε θα φανεί αν θα αποσπάσει ή όχι την απόλυτη πλειοψηφία στη νέα Εθνοσυνέλευση.
Οι Ευρωπαίοι εταίροι αναρωτιούνται πώς θα είναι η μελλοντική κυβέρνηση της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας της ΕΕ – και εάν θα δημιουργηθεί μια σταθερή κυβέρνηση.
Και οι επενδυτές αγωνιούν μέχρι που θα υποχωρήσουν αύριο οι χρηματιστηριακοί δείκτες σε όλη την Ευρώπη.
Μετά τη βαριά ήττα της κεντρώας συμμαχίας του Μακρόν στις ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το προεδρικό στρατόπεδο κινδυνεύει με νέα συντριβή.
Εκτός από την ακροδεξιά Εθνική Συσπείρωση, η συμμαχία Μακρόν αναμένεται να δει την «πλάτη» και του αριστερού Νέου Λαϊκού Μετώπου.
Οι αγορές βλέπουν λοιπόν ότι οι οικονομικές προτάσεις τόσο της γαλλικής ακροδεξιάς όσο και της αριστεράς απειλούν τους δημοσιονομικούς κανόνες. «Το οικονομικό πρόγραμμα της Εθνικής Συσπείρωσης της Μαρίν Λεπέν και του Ζορντάν Μπαρντελά, αλλά και του Νέου Λαϊκού Μετώπου συγκλίνουν σε μια σαφή δέσμευση για αύξηση των δημοσίων δαπανών χωρίς να εξηγούν πώς θα κάμψουν την καμπύλη του ελλείμματος», τονίζουν στη Ναυτεμπορική, παράγοντες της αγοράς.
Αλλά και η σημερινή κυβέρνηση υπό τον Πρωθυπουργό Γκάμπριελ Ατάλ προκαλεί επίσης κάποιες υποψίες, αφού συνεχίζει να μην αποδέχεται τα αιτήματα των Βρυξελλών να μειωθεί το έλλειμμα.
Εκλογές υψηλού κινδύνου
«Οι βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία είναι υψηλού πολιτικού κινδύνου και έχουν ενεργοποιήσει μια οικονομική βόμβα που απειλεί ολόκληρη τη Γηραιά ήπειρο. κατάσταση στη Γαλλία είναι κρίσιμη λόγω του υψηλού χρέους, ενός τεράστιου διαρθρωτικού ελλείμματος και ως μεσοπρόθεσμη λύση θα ήταν κάποιες επιθετικές μεταρρυθμίσεις για την εξισορρόπηση του προϋπολογισμού. Ωστόσο, η άνοδος της Μαρίν Λεπέν και του αριστερού συνασπισμού έχει κάνει τους ειδικούς να συμφωνήσουν ότι αυτός ο δρόμος πιθανότατα θα μπλοκαριστεί, ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα σε μια πιστωτική κρίση», προσθέτουν οι ίδιες πηγές.
Ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών, Μπρουνό Λε Μερ μίλησε ανοιχτά για μια χρηματοπιστωτική καταστροφή, όμοια με εκείνη που ανέτρεψε τη σύντομη θητεία της αλήστου μνήμης πρώην πρωθυπουργού Λιζ Τρας στο Ηνωμένο Βασίλειο, προκαλώντας την κατάρρευση της οικονομίας και μια χαοτική κατάσταση στις αγορές.
Αυτή τη στιγμή, οι φόβοι αντανακλώνται ήδη στο ασφάλιστρο κινδύνου και τις υψηλές αποδόσεις των γαλλικών ομολόγων.
Το κόστος των CDS έχει ξεπεράσει τα μέγιστα που παρατηρήθηκαν το 2018, όταν ξέσπασε η εξέγερση των «Κίτρινων Γιλέκων», αλλά, παρά τη ραγδαία αύξηση, εξακολουθούν να μην προεξοφλούν υψηλή πιθανότητα χρεοκοπίας.
«Η πτώση των γαλλικών ομολόγων έχει όμως σαφή αντίκτυπο στη μετάδοση της χρηματοοικονομικής πολιτικής στη χώρα και, όντας μια από τις δεύτερες σημαντικότερες οικονομίες στην περιοχή, αυτό θα είχε αντίκτυπο στις πολιτικές της ΕΚΤ, λέει ο Ζιλ Μοές, επικεφαλής οικονομολόγος της AXA IM.
«Ένα έγγραφο εργασίας του 2020 από την Banque de France υποδηλώνει ότι για τις ευρωπαϊκές τράπεζες συνολικά, μια πτώση 10% στις τιμές των τραπεζικών μετοχών (οι οποίες είναι πλήρως εκτεθειμένες στα γαλλικά ομόλογα) θα είχε ως αποτέλεσμα μια συρρίκνωση της πίστωσης σε εταιρείες και νοικοκυριά που ισοδυναμεί με 0,3% του περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών», προσθέτει ο Γάλλος οικονομολόγος.
«Αυτό θα ισοδυναμούσε με περισσότερα από 20 δισεκατομμύρια ευρώ εάν εφαρμόσουμε τον συντελεστή στις τέσσερις μεγαλύτερες γαλλικές τράπεζες».
Μόνο το πρώτο βήμα
Σε κάθε περίπτωση, οι ειδικοί φοβούνται ότι αυτές οι επώδυνες κινήσεις δεν είναι τίποτα άλλο από το πρώτο βήμα μιας ακόμη μεγαλύτερης κλιμάκωσης που θα μπορούσε να εξαπολυθεί ανάλογα με το τι θα συμβεί στις εκλογές και, στη συνέχεια, το ταξίδι στην έρημο ως τις προεδρικές εκλογές στο 2027.
«Το Παρίσι μπορεί να γίνει το επίκεντρο μιας πραγματικής κρίσης, με τη χώρα, που αντιπροσωπεύει το 17,2% του ΑΕΠ της ευρωζώνης, να απειλεί την οικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα ολόκληρης της περιοχής. Αν και οι επιπτώσεις και η πιθανότητα διάσωσης μπορούν να συζητηθούν, η πραγματικότητα είναι ότι ανοίγει τις πόρτες στην επόμενη «μεγάλη κρίση» που θα μπορούσε να σημαδέψει το μέλλον της ηπείρου.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επίσης, δημοσίευσε την περασμένη εβδομάδα έκθεση στην οποία ζητά από τις πιο υπερχρεωμένες χώρες να περικόψουν άμεσα το χρέος τους, προκειμένου να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις δημοσιονομικές προκλήσεις που απειλούν τη Γηραιά Ήπειρο, λόγω και της γήρανσης του πληθυσμού, την απαραίτητη αύξηση των αμυντικών επενδύσεων και την κλιματική αλλαγή.
Ο Γκόρντον Σάνον, διαχειριστής χαρτοφυλακίου στην TwentyFour Asset Management πιστεύει ότι «μια γενική κρίση χρέους στη Γαλλία είναι πιθανό να αποφευχθεί», αλλά λέει ότι μπορεί να είναι τεράστιο το κόστος που μπορεί να προκαλέσει η κατάσταση στην ΕΕ.
Υπό αυτή την έννοια, ακόμη και αν επιδεινωθεί η κατάσταση, βλέπει μεγάλες διαφορές με τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις που σημειώθηκαν σε χώρες όπως η Ισπανία ή η Ελλάδα το 2009.
Σε κάθε περίπτωση, ο Ζιλ Μοές, επικεφαλής οικονομολόγος της AXA IM, εξηγεί ότι, αν και οι πιθανότητες διάσωσης ή κάποιας παρέμβασης μπορεί να είναι χαμηλές, η πραγματικότητα είναι ότι η κατάσταση στη Γαλλία μπορεί να επηρεάσει σοβαρά τόσο την ΕΚΤ όσο και τις Βρυξέλλες.
«Τα χαμηλότερα επιτόκια της Fed προσφέρουν κάποια προστασία, αλλά η άνοδος της λαϊκιστικής άκρας δεξιάς στη Γαλλία και στην Ευρώπη συνολικά, δεν μπορεί παρά να έχει αντίκτυπο στην πολιτική στις Βρυξέλλες», προσθέτει.
Θα παρέμβει η ΕΚΤ;
Στην τελευταία έκθεσή της, η Citi ανέλυσε το ενδεχόμενο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να παρέμβει μέσω του νέου μηχανισμού για τα ομόλογα των χωρών του Νότου της Ευρωζώνης, το λεγόμενο TPI.
Ο νέος μηχανισμός TPI πηγαίνει πολύ πιο πέρα από τον μηχανισμό που εισήγαγε ο Μάριο Ντράγκι ακριβώς πριν από 10 χρόνια καθιστώντας υποχρεωτική την υπαγωγή μιας χώρας στον ESM και το ΔΝΤ.
Στο νέο TPI δεν υπάρχει τέτοιος όρος και όλη η αιρεσιμότητα παραμένει στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας, της Κομισιόν και της ΕΚΤ. «Θέτουμε ένα ερώτημα που θεωρούμε μέρος του θεσμικού πλαισίου αυτών των εκλογών, και αυτό είναι εάν η ΕΚΤ θα μπορούσε να παρέμβει με το TPI εάν οι εκλογές στη Γαλλία προκαλέσουν μεγαλύτερη αστάθεια στις αγορές.
Η απάντηση είναι ότι είναι πιθανό, αλλά πολύ απίθανο», επισημαίνει η αμερικανική τράπεζα.
Η μόνη περίπτωση στην οποία η ΕΚΤ θα μπορούσε να καταλήξει να παρέμβει, κατά τη γνώμη της Citi, είναι «αν η αστάθεια και το μέγεθος των μεταβολών των ομολόγων θα ήταν προφανώς υπερβολικές σε σχέση με τα θεμελιώδη μεγέθη και συνιστούσε απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα».
Ο Μπένζαμιν Μέλμαν, CIO της Edmond de Rothschild AM, επισημαίνει ότι η τρέχουσα διαφορά Γερμανικών-Γαλλικών ομολόγων εξακολουθεί να είναι πολύ περιορισμένη και θα χρειαζόταν μια πολύ ευρύτερη κίνηση για να δει την ΕΚΤ να μπαίνει στη σκηνή.
Αν και συμφωνεί ότι το γεγονός και μόνο ότι η Γαλλία έχει μπει σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος «αντιπροσωπεύει ένα αναμφισβήτητο εμπόδιο για την ΕΚΤ». Επιπλέον, αυτό θα ενισχύεται με «μια πιο συντηρητική ρητορική και στη Γερμανία», με το ακροδεξιό AFD να βρίσκεται σε άνοδο και το οποίο «εξετάζει ένα δημοψήφισμα για το DEXIT» (την έξοδο της Γερμανίας από την ΕΕ).
Φάσεις αστάθειας
Τίποτα φυσικά δεν μπορεί να αποκλειστεί καθώς η Γαλλία μπορεί να έχει νέα επεισόδια αστάθειας στο μέλλον. Εξάλλου, η αγορά βασίζεται στην εμπιστοσύνη και το παρελθόν έχει δείξει ότι αυτή μπορεί να χαθεί πολύ γρήγορα «Οι προκλήσεις για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα είναι πλέον χαμηλές σε όλα τα μέλη της ΕΕ βραχυπρόθεσμα, αλλά μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα είναι υψηλές σε αρκετές χώρες λόγω της προβλεπόμενης αύξησης των δεικτών χρέους», ανέφερε η Κομισιόν.
Από τους δείκτες χρέους που διατηρούν, είναι εμφανές ότι η πειθαρχική διαδικασία επικεντρώνεται κυρίως στη Γαλλία και την Ιταλία.
«Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το πρόβλημα της πολιτικής αστάθειας στη Γαλλία ξεπερνά τα σύνορά της και οι αναλυτές προειδοποιούν ότι η μετάδοση μπορεί να συμβεί σε ολόκληρη την ευρωζώνη εάν η λαϊκιστική ακροδεξιά κερδίσει τις εκλογές», τονίζουν στη «Ν» παράγοντες της αγοράς. «Είναι ακόμα πιο σημαντικό για την Ευρώπη, η οποία βρίσκεται σε διαδικασία μετασχηματισμού, με την ανάπτυξη βιομηχανικών πολιτικών σε μια εποχή που υφίσταται αυξανόμενη πίεση από άλλες παγκόσμιες δυνάμεις, εάν η νέα γαλλική κυβέρνηση θα είναι τελικά ενάντια σε αυτόν τον μετασχηματισμό.
Οι συνέπειες θα ξεπερνούσαν πολύ Γαλλία », σημειώνει η Citi.
Ο Τσαρλς Γκέιβ, οικονομολόγος της Gavekal Research είναι πολύ σαφής: «Υπάρχει μια αξιοσημείωτη πιθανότητα να συμβεί μια οικονομική και πολιτική κρίση εάν η αγορά αντιληφθεί ξαφνικά ότι διακυβεύεται το μέλλον της Γαλλίας».