Το Χρηματιστήριο των Παρισίων έστειλε το δικό του μήνυμα στις πολιτικές ελίτ της Γαλλίας. Την περασμένη εβδομάδα ο δείκτης υψηλής κεφαλαιοποίησης CAC 40 έκανε «βουτιά» κατά 6% (τη μεγαλύτερη των τελευταίων δύο ετών) και βρέθηκε στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων έξι μηνών. Ιδιαίτερα οδυνηρό ήταν το πλήγμα για τις γαλλικές τράπεζες. Όπως σημειώνει το Reuters με βάση στοιχεία του βρετανικού data provider LSEG, οι BNP Paribas, Credit Agricole και Societe Generale έχασαν συνολικά 19 δισεκατομμύρια μέσα σε μία εβδομάδα, δηλαδή σε σύγκριση με το «κλείσιμο» της προπερασμένης Παρασκευής.
Είναι εμφανής η ανησυχία των αγορών ότι εάν επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις και η Ακροδεξιά επικρατήσει στις βουλευτικές εκλογές του Ιουλίου, τις οποίες εσπευσμένα προκήρυξε ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν μετά τις ευρωεκλογές, τότε η νέα γαλλική κυβέρνηση κατά πάσα πιθανότητα θα δώσει προτεραιότητα σε μία προστατευτική και δαπανηρή οικονομική πολιτική που θα υπακούει στη λογική «France first». Πιθανό αποτέλεσμα: να εκτοξευθεί σε ακόμη πιο δυσθεώρητα ύψη το δημόσιο χρέος.
Όπως σημειώνει στο πρακτορείο AP ο Ματιέ Πλέιν, αναλυτής του οικονομικού ινστιτούτου OFCE, «τα επιτόκια δανεισμού για τη γαλλική κυβέρνηση αρχίζουν πλέον να αυξάνονται σε σχέση με τα αντίστοιχα της Γερμανίας. Τους περασμένους μήνες δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τα σπρεντ ήταν λίγο πολύ σταθερά, αλλά τώρα αρχίζουν να ανεβαίνουν. Πρόκειται για έναν νέο παράγοντα επενδυτικού κινδύνου, που δεν υπήρχε προηγουμένως…».
«Στάση αναμονής» από τους επενδυτές
Συγκεκριμένα, μέχρι την περασμένη Παρασκευή το γαλλικό σπρεντ είχε αυξηθεί κατά 78 μονάδες βάσης σε σχέση με το γερμανικό επιτόκιο, που θεωρείται σημείο αναφοράς για την ευρωζώνη. Αναλυτές της ελβετικής τράπεζας UBS δηλώνουν στο Reuters ότι δεν αποκλείεται αυτή η εξέλιξη να οφείλεται σε τακτικούς ελιγμούς για μεγιστοποίηση μελλοντικών αποδόσεων, αλλά σε γενικές γραμμές «εκτιμούμε ότι οι επενδυτές θα τηρήσουν μία στάση αναμονής, εως ότου υπάρξει μεγαλύτερη σαφήνεια για τις πολιτικές συμμαχίες και τις δημοσιονομικές πολιτικές σε περίπτωση που προκύψει στη Γαλλία η περίφημη «συγκατοίκηση» (cohabitation), δηλαδή η αναγκαστική πολιτική συνύπαρξη και συμβίωση προέδρου και πρωθυπουργού από διαφορετικές πολιτικές παρατάξεις».
Είναι τόσο σημαντική η επίδραση των πολιτικών εξελίξεων; Ο Γάλλος οικονομολόγος Ματιέ Πλέιν ανησυχεί και επισημαίνει ότι «η ικανότητα αποπληρωμής του χρέους είναι ένδειξη για την αξιοπιστία μίας κυβέρνησης, την ικανότητά της να ανταποκρίνεται στις συμπεφωνημένες προθεσμίες, τη σταθερότητά της. Ριζοσπαστικές πολιτικές αλλαγές μπορεί να προκαλέσουν αμφιβολίες για τη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών, για την ικανότητά μας να αποπληρώσουμε το χρέος ή ακόμη και να παραμείνουμε σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο».
Γεγονός είναι ότι, σύμφωνα με στοιχεία του βρετανικού LSEG, αυτή τη στιγμή για τη γαλλική κυβέρνηση το κόστος δανεισμού μέσω της έκδοσης δεκαετούς ομολόγου είναι υψηλότερο από το αντίστοιχο κόστος για την κυβέρνηση της Πορτογαλίας! «Τρόμος στο Βερολίνο και στις Βρυξέλλες» είναι ο τίτλος της γερμανικής οικονομικής επιθεώρησης Handelsblatt για τις εξελίξεις στη Γαλλία. Πρόσφατη είναι άλλωστε η υποβάθμιση της γαλλικής οικονομίας από τον οίκο αξιολόγησης S&P.
Μάλλον απίθανη η παρέμβαση της ΕΚΤ
Μήπως όμως σε αυτή την περίπτωση θα μπορούσε να παρέμβει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), για παράδειγμα με αγορές στη δευτερογενή αγορά ομολόγων, όπως είχε συμβεί άλλωστε και στην περίοδο της ευρωκρίσης; Οι πρώτες ενδείξεις δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές για μία τέτοια εξέλιξη.
Μιλώντας στο Reuters την Κυριακή, πέντε κεντρικοί τραπεζίτες στη Φρανκφούρτη, που δεν κατονομάζονται, υποστηρίζουν ότι «δεν υπάρχουν σχέδια για αγορά γαλλικών ομολόγων» και ότι «εναπόκειται στη γαλλική πολιτική να καθησυχάσει τους επενδυτές».
Πηγή: Deutsche Welle