H πτώση του Τείχους του Βερολίνο ήταν μία μοναδική στιγμή στην γεωπολιτική ιστορία, καθώς σήμανε το τέλος το διπολικού κόσμου και μετέτρεψε τις ΗΠΑ σε απόλυτη ηγεμονική δύναμη. Αλλά πυροδότησε και ένα άνευ προηγουμένου οικονομικό φαινόμενο: το άνοιγμα και τη σύγκλιση των οικονομιών. Με τον Ψυχρό Πόλεμο να τερματίζεται οι αναπτυσσόμενες χώρες άρχισαν να αναπτύσσονται ταχύτερα, με το ΑΕΠ τους να μεγεθύνεται αισθητά και την ψαλίδα στο κατά κεφαλήν εισόδημα έναντι των πλούσιων οικονομιών να περιορίζεται – έστω και αργά.
Η εποχή αυτή που άρχισε τη δεκαετία του 1990, όπως θυμίζει σε ανάλυσή του το Foreign Affairs, ξεχωρίζει για την πανταχού παρουσία της αξιοσημείωτης ανάπτυξης. Ως ομάδα οι αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες άρχισαν να αντιστρέφουν την προηγουμένως ζοφερή οικονομική τους τύχη. Ο κόσμος είδε μια ιστορική μείωση της φτώχειας όχι μόνο στην Κίνα και την Ινδία, αλλά και στη Λατινική Αμερική και ξεκινώντας από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, στην υποσαχάρια Αφρική.
Κάθε χώρα ακολούθησε μοναδικές πολιτικές επιλογές. Όμως, παρόλο που η ιδεολογία και οι ευνοϊκές μακροοικονομικές συνθήκες βοήθησαν την εκπληκτική αυτή σύγκλιση, αναμφισβήτητα ο πιο σημαντικός παράγοντας ήταν η υπερπαγκοσμιοποίηση, η ταχεία αύξηση των ευκαιριών για διασυνοριακές συναλλαγές που είχε αρχίσει ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980.
Η υπερπαγκοσμιοποίηση και η σύγκλιση κορυφώθηκαν επίσης μαζί. Και από το τέλος της πανδημίας COVID-19, και τα δύο φαινόμενα φαίνεται να πλησιάζουν στο τέλος τους. Ως μερίδιο του ΑΕΠ, το εμπόριο των αναπτυσσόμενων χωρών επέστρεψε στο σημείο που βρισκόταν στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα και οι αναπτυσσόμενες οικονομίες άρχισαν να αναπτύσσονται πιο αργά από τις προηγμένες – επιστρέφοντας στο πρότυπο που κυριαρχούσε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980.
Γιατί αντιστρέφεται όμως η παγκοσμιοποίηση; Γιατί φτάνοντας στην υπερβολή της, μπορεί να έκλεινε την ψαλίδα ανάμεσα σε πλούσιες και φτωχές χώρες, αλλά διεύρυνε τις ανισότητες στο εσωτερικό των ανεπτυγμένων οικονομιών. Όταν ο Ντόναλντ Τραμπ μιλούσε για τους ξεχασμένους το 2016, που τον έφτασαν μέχρι τον Λευκό Οίκο, όταν Γερμανοί και Γάλλοι έβλεπαν περίπου εκείνη την περίοδο (αλλά και πάλι σήμερα) τις ζώνες της σκουριάς να στρέφονται στα άκρα, όταν οι αποβιομηχανοποιημένες περιοχές της Βρετανίας ψήφιζαν μαζικά υπέρ του Brexit, ουσιαστικά βλέπαμε τα αποτελέσματα μίας πολιτικής, που ενώ βοήθησε εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους να βγουν από την φτώχεια στον αναδυόμενο κόσμο, άφησε ως μεγάλους χαμένους τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα του ανεπτυγμένου κόσμου.
Ο ελέφαντας των ανισοτήτων
Το φαινόμενο το έχει εξηγήσει αναλυτικά ο Σερβοαμερικανός οικονομολόγος, Μπράνκο Μιλάνοβιτς, πρώην επικεφαλής του τμήματος Ερευνών της Παγκόσμιας Τράπεζας. Στο βιβλίο του «Παγκόσμια Ανισότητα» ο Μιλάνοβιτς εξηγεί πως το εισοδηματικό χάσμα κάνει κύκλους, επηρεαζόμενο από πολέμους, ασθένειες, τεχνολογικές εξελίξεις, πρόσβαση στην εκπαίδευση και φυσικά την ανακατανομή του πλούτου. Στον 21ο αιώνα βλέπουμε τα εισοδήματα της μεσαίας τάξης στην Κίνα, στην Ινδία και άλλες αναδυόμενες οικονομίες να αυξάνονται, την ώρα που εκείνα της μεσαίας τάξης του ανεπτυγμένου κόσμου μένουν στάσιμα.
Η μεταξύ τους ψαλίδα κλείνει και δημιουργείται έτσι μία παγκόσμια μεσαία τάξη. Η μελέτη του Μιλάνοβιτς δείχνει ότι όσοι βρίσκονται περίπου στη μέση της παγκόσμιας εισοδηματικής πυραμίδας και όσοι βρίσκονται στο υψηλότερο σημείο της πυραμίδας έχουν κέρδη στο εισόδημά τους. Όσοι είναι στο ενδιάμεσο (δηλαδή φτωχότεροι από το 15% των πλουσιότερων ανθρώπων του πλανήτη, αλλά πλουσιότεροι όλων των άλλων) χάνουν. Είναι οι «ξεχασμένοι» της Δύσης, αυτοί που πιέζονται ανάμεσα στους πλουτοκράτες των χωρών τους και στην ανερχόμενη μεσαία τάξη της Ασίας. Χαμένοι είναι και όσοι βρίσκονται στον πάτο. Σχηματίζεται έτσι μία καμπύλη που θυμίζει ελέφαντα με ανυψωμένη προβοσκίδα.
Οι ανισότητες στο εσωτερικό των πλούσιων χωρών διευρύνθηκαν μάλιστα μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Γιατί συμβαίνει αυτό; Η ευθύνη επιρρίπτεται στις πολιτικές εκείνες, κεντρικών τραπεζών και κυβερνήσεων, που έχουν ως αποτέλεσμα τα κέρδη των χρηματιστηριακών αγορών να αυξάνονται πολύ ταχύτερα από ό,τι αναπτύσσονται οι πραγματικές οικονομίες και οι μισθοί. Χάρη σε αυτές ολοένα και περισσότερος πλούτος συγκεντρώνεται στα χέρια των ήδη εξαιρετικά εύπορων νοικοκυριών.
Οι νέες ανησυχίες
Σήμερα δεν είναι μόνο οι ανισότητες (και οι κοινωνικο- πολιτικές αναταράξεις που αυτές πυροδοτούν), οι οποίες ανησυχούν και στρέφουν τη Δύση σε τροχιά αναστροφής της παγκοσμιοποίησης.
Οι νεότερες ανησυχίες για την εθνική ασφάλεια και τις ευάλωτες αλυσίδες εφοδιασμού ωθούν τις πλούσιες χώρες με ορμή στον προστατευτισμό, κυρίως για να αναστείλουν την άνοδο της Κίνας και να αντιμετωπίσουν την κυριαρχία της σε κρίσιμες τεχνολογίες και προϊόντα. Το σοκ που προκάλεσαν αρχικά η πανδημία και τα lockdown και στη συνέχεια ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση, τρόμαξε τις κυβερνήσεις σχετικά με τις παρενέργειες σε έναν διασυνδεδεμένο κόσμο και κατέστησε προφανές πως η υπερβολική εξάρτηση (σε ημιαγωγούς, σε ενέργεια, σε σιτηρά, σε πάσης φύσεως πρώτες ύλες) στοιχίζει. Οι ηγέτες των αναπτυσσόμενων χωρών – αντιδρώντας και εκείνοι στη στροφή της Δύσης – έχουν επίσης προωθήσει μία σειρά προστατευτικών μέτρων.
Και ο «πόλεμος»
Το πρόβλημα είναι πως αντί να περάσουμε από μία υπερ- παγκοσμιοποίηση χωρίς κανόνες σε μία πιο «ρυθμισμένη» και ισορροπημένη παγκοσμιοποίηση, φαίνεται να περνάμε τελικά σε έναν κόσμο γεμάτο τείχη και εμπορικούς πολέμους. Οι ΗΠΑ τράβηξαν πρώτες τη σκανδάλη και πυροβόλησαν την Κίνα, πολλαπλασιάζοντας τους δασμούς σε κινεζικές εισαγωγές.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ακολούθησε σε αυτόν τον δρόμο – παρά τις αλλεπάλληλες προειδοποιήσεις των ειδικών ότι αυτό μόνο εις βάρος της μπορεί να βγει- ξεκινώντας από τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Ο πόλεμος άρχισε. Να δούμε πόσα «θύματα» θα μετρήσει.