Οι κινεζικές εισαγωγές κατεργασμένου χαλκού αυξήθηκαν κατά 20% από την αρχή του έτους. Την ίδια ώρα, τα αποθέματα χαλκού στο Χρηματιστήριο Μετάλλων της Σαγκάης (SHFE) έχουν αυξηθεί κατά 240% και πρόσφατα έφθασαν στο υψηλότερο επίπεδο, από τον Απρίλιο του 2020.
Ο στρατηγικός αναλυτής Αντρέας Στέβο Λάρσεν υπολογίζει μάλιστα ότι τα συνολικά αποθέματα χαλκού στην Κίνα έφτασαν τους 500.000 μετρικούς τόνους τον Απρίλιο-πολύ πάνω από τους συνηθισμένους 300.000 τόνους, αυτή την εποχή του χρόνου. «Η Κίνα φαίνεται να προετοιμάζεται για κάτι μεγάλο , δεδομένων των μεγάλων προσπαθειών ανανέωσης αποθεμάτων στον τομέα του χαλκού», λέει ο Λάρσεν.
Τα τελευταία χρόνια, η Κίνα έχει γίνει βέβαια ο μεγαλύτερος εισαγωγέας πρώτων υλών στον κόσμο. Παρά την επιβράδυνση της οικονομίας, ο «ασιατικός γίγαντας» εισάγει καθημερινά εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου και μεγάλες ποσότητες κρίσιμων ων πρώτων υλών.
Στην περίπτωση του χαλκού, οι αγορές της Κίνας είναι ασυνήθιστα υψηλές, κάτι που έχει αρχίσει να προκαλεί υποψίες μεταξύ των ειδικών που αναρωτιούνται γιατί το Πεκίνο συσσωρεύει τόνους αυτού του μετάλλου που είναι τόσο σημαντικό για τις νέες τεχνολογίες, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, την αυτοκινητοβιομηχανία και τις τηλεπικοινωνίες.
Ένας δεύτερος λόγος για την αυξανόμενη συσσώρευση χαλκού, λέει ο Λάρσεν είναι μια πιθανή υποτίμηση του γουάν. Μια κίνηση, που θα διευκόλυνε τις κινεζικές εξαγωγές και θα έκανε τις εισαγωγές πιο ακριβές. Ο ορίζοντας νέας υποτίμησης του νομίσματος , όπως συνέβη το 2015 ή το 2019, εξετάζεται από πολυάριθμους αναλυτές δεδομένης της προοπτικής επιδείνωσης του εμπορικού πολέμου με τη Δύση, ιδιαίτερα με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Σε κάθε περίπτωση, «ο μεγαλύτερος έλεγχος του Πεκίνου στον χαλκό αποτελεί πιθανή απειλή για την ενεργειακή μετάβαση της Δύσης, ένα είδος «όπλου» για μελλοντικές διαπραγματεύσεις για δασμούς οχημάτων, ποσοστώσεις κλπ», γράφει η βρετανική The Telegraph.
Πόσο ψηλά θα ανέβει ο χαλκός;
Η αυξανόμενη ζήτηση για κρίσιμο αυτό μέταλλο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και άλλους βασικούς τομείς (δίκτυα οπτικών ινών) που θα διαμορφώσουν το μέλλον , έχει απογειώσει άλλωστε τις τιμές του χαλκού, που έχουν ξεπεράσει τα 10.200 δολάρια τον τόνο. Η Citi βλέπει τον χαλκό να ξεπερνά τα 12.000 δολάρια στους επόμενους τρεις μήνες.
«Η τεχνητή νοημοσύνη και τα κέντρα δεδομένων θα μπορούσαν να προσθέσουν έως και ένα εκατομμύριο μετρικούς τόνους μέχρι το 2030 και να επιδεινώσουν τις ελλείψεις προς το τέλος της δεκαετίας», σύμφωνα με την ελβετική εταιρεία εμπορευμάτων Trafigura.
Σύμφωνα με το think tank Agora , ως το 2035 θα χρειαστούν 1,8 εκατομμύρια τόνοι χαλκού για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ουδέτερης για το κλίμα στη Γερμανία. Συγκριτικά: Σε όλη την Ευρώπη ,το 2020 καταναλώθηκαν 3,2 εκατομμύρια τόνοι χαλκού.
Η αντικατάσταση του χαλκού είναι δύσκολη. Μια εναλλακτική θα ήταν το αλουμίνιο, αλλά δεν έχει την αγωγιμότητα του χαλκού. Το ασήμι είναι ακόμα καλύτερο στη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά αυτό δεν συζητείται απλά και μόνο λόγω της τιμής του. Ένα πλεονέκτημα του χαλκού επίσης, είναι ότι μπορεί εύκολα να ανακυκλωθεί
Σύμφωνα με το Γεωλογικό Ινστιτούτο των Ηνωμένων Πολιτειών (USGS), υπάρχουν 880 εκατομμύρια τόνοι αποθεμάτων χαλκού παγκοσμίως.
Τι κάνει η Κίνα με τον χαλκό;
Υπάρχουν πολλές ερμηνείες γιατί η Κίνα συσσωρεύει αποθέματα χαλκού, αλλά ένας είναι ο πιο προφανής λόγος: «Η Κίνα δημιουργεί τεράστια αποθέματα χαλκού που συνδέονται με την πράσινη τεχνολογίας και οι ευρωπαϊκές αγορές ειδικά, θα πλημμυρίσουν από επιδοτούμενα κινεζικά ηλιακά πάνελ, ηλεκτρικά οχήματα και ανεμογεννήτριες. Η Κίνα εξασφαλίζει μια ισχυρή εφοδιαστική αλυσίδα εφοδιασμού, δυσκολεύοντας έτσι τον ανταγωνισμό από τις ευρωπαϊκές εταιρείες», υποστηρίζει ο Λάρσεν. «Ο χαλκός παίζει επίσης αυξανόμενο ρόλο στην ηλεκτροδότηση και την ψηφιοποίηση της οικονομίας, που αποτελούν βασικούς στόχους για την κυβέρνηση», υποστηρίζει ομάδα αναλυτών της Société Générale.
«Η Κίνα επεκτείνει ραγδαία την ικανότητα διύλισης χαλκού εν αναμονή της αυξημένης ζήτησης για την οικολογική μετάβαση», εκτιμά ο Κιέραν Τόμπκινς από την Capital Economics.
«Πράσινος αιχμάλωτος»
Η ΕΕ εισάγει από την Κίνα περίπου το 29% των ανεμογεννητριών και των εξαρτημάτων τους και περίπου το 68% των αντλιών θερμότητας. Συνολικά, ενώ οι εξαγωγές της ΕΕ προς την Κίνα παρέμειναν σταθερές από το 2019, οι εισαγωγές από το Πεκίνο αυξήθηκαν κατά περισσότερο από 3.000%. Οι μέσες μηνιαίες εισαγωγές από την Κίνα αυξήθηκαν από 33 εκατομμύρια δολάρια το 2019 σε 1,07 δισεκατομμύρια δολάρια το 2023
Ειδικοί από το αμερικανικό think tank «Atlantic Council» υποστηρίζουν μάλιστα ότι η ΕΕ μπορεί να καταλήξει να γίνει «πράσινος αιχμάλωτος» του Πεκίνου: « Για μια ήπειρο που έχει δίνοντας προτεραιότητα στη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια, η πρόκληση θα είναι η απεμπλοκή από αυτές τις τεχνολογίες, όπου η Κίνα κυριαρχεί στις αλυσίδες εφοδιασμού».
Συνεργασία ΕΕ-Αυστραλίας
Στο πλαίσιο αυτό, ΕΕ και Αυστραλία υπέγραψαν χθες μνημόνιο συνεννόησης για τη συνεργασία στον τομέα των βιώσιμων κρίσιμων και στρατηγικών ορυκτών.
Η εταιρική αυτή σχέση, επιδιώκει να επιτρέψει στην ΕΕ να διαφοροποιήσει τον εφοδιασμό της με υλικά που είναι αναγκαία για την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση.
Η Κομισιόν έχει αρχίσει να αναπτύσσει μια σειρά εταιρικών σχέσεων για τις κρίσιμες πρώτες ύλες και με άλλες χώρες ,όπως ο Καναδάς, η Ουκρανία, το Καζακστάν, η Αργεντινή, τη Χιλή, τη Ζάμπια, τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, τη Γροιλανδία, τη Νορβηγία και το Ουζμπεκιστάν.