Στην πρώτη ματιά, τα στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξη ΟΟΣΑ για την γερμανική οικονομία εκπλήσσουν. Το 2022 ο μέσος Αμερικανός εργάστηκε περισσότερες από 1.800 ώρες τον χρόνο, ενώ ο μέσος Γερμανός μόλις 1.340.
«Δεν μπορούμε ωστόσο να εξάγουμε το συμπέρασμα ότι οι Γερμανοί είναι τεμπέληδες», δηλώνει ο Έντσο Βέμπερ από το Ινστιτούτο για την Αγορά Εργασίας και την Έρευνα Επαγγελμάτων IAB, ένα είδος Δεξαμενής Σκέψης της γερμανικής Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Εργασίας: «Από τα στατιστικά στοιχεία δεν προκύπτει ότι οι Γερμανοί εργάζονται λιγότερο. Το αντίθετο μάλιστα. Οι Γερμανοί εργάζονται περισσότερο. Ωστόσο, απλά και μόνο το γεγονός ότι σχεδόν το 50% των γυναικών εργάζονται σε μερική απασχόληση μειώνει σημαντικά τον μέσο όρο των ωρών εργασίας».
Στη Γερμανία οι εποχές στις οποίες μόνο οι άνδρες εργάζονταν σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης και οι γυναίκες ασχολούνταν με το νοικοκυριό έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Σήμερα δουλεύει το 77% των γυναικών, ακόμα κι αν τα τελευταία 30 χρόνια το ποσοστό μερικής απασχόλησης έχει αυξηθεί σημαντικά.
Η γενιά Ζ καλύτερη από τη φήμη της
Ιδιαίτερη κακή φήμη δείχνει να έχει η αποκαλούμενη γενιά Ζ, δηλαδή εκείνοι που γεννήθηκαν από το 1995 ως το 2010. Λέγεται ότι θέλουν όσο το δυνατόν περισσότερο ελεύθερο χρόνο με τις υψηλότερες δυνατές αποδοχές. Ο Έντσο Βέμπερ μιλά για προκατάληψη που δεν μπορεί να επιβεβαιώσει και εξηγεί ότι και για την γενιά Ζ είναι ιδιαίτερα σημαντική η επιτυχία στο επάγγελμα. «Επομένως η γενιά Ζ δεν διαφοροποιείται από προηγούμενες γενιές», τονίζει ο γερμανός ειδικός.
Πώς όμως το ζητούμενο για «λιγότερη εργασία» συμβαδίζει με την αυξανόμενη ζήτηση για εξειδικευμένο δυναμικό και την επιθυμία να διατηρηθεί το υπάρχον επίπεδο ευημερίας; Και όλα αυτά την ώρα που γνωρίζουμε ότι οι δημογραφικές εξελίξεις θα περιορίσουν μέχρι το 2035 τους εργαζόμενους στη Γερμανία κατά επτά εκατομμύρια.
Έναν μοχλό, όταν είναι ανέφικτη η άνοδος των ωρών εργασίας, αποτελεί η αύξηση της ποιότητας της εργασίας, δηλαδή της παραγωγικότητας. Ο Έντσο Βέμπερ πιστεύει ότι έχει νόημα η ενίσχυση της παραγωγικότητας: Μέσω επιμορφωτικών προγραμμάτων, των επενδύσεων στην ψηφιοποίηση, την τεχνητή νοημοσύνη και την οικολογική αναδιάρθρωση της οικονομίας. «Δεν πρέπει να περιμένουμε μέχρι κάποιος να μείνει πίσω και μετά να προσπαθήσουμε να γεφυρώσουμε το υπάρχον χάσμα κατάρτισης με μέτρα έκτακτης ανάγκης. Αντίθετα, οι άνθρωποι πρέπει να είναι σε θέση να αναλάβουν πρωτοβουλίες εκ των προτέρων, να διαδραματίσουν οι ίδιοι ενεργό ρόλο», εκτιμά ο γερμανός ειδικός.
Σε υποχώρηση η παραγωγικότητα στη Γερμανία
Προς το παρόν ωστόσο η κατάσταση στο μέτωπο της παραγωγικότητας δεν εμπνέει αισιοδοξία. Ο Έντσο Βέμπερ διαπιστώνει στασιμότητα σε αυτό τον τομέα. Σύμφωνα με μελέτη του McKinsey Global Institute MGI η παραγωγικότητα στη Γερμανία αυξήθηκε 1,6% μεταξύ 1997 και 2007. Από το 2012 ως το 2019 ωστόσο μειώθηκε στο μισό φθάνοντας στο 0,8%. Το γεγονός οφείλεται εν μέρει στο ότι πολλές θέσεις εργασίας δημιουργήθηκαν σε τομείς με χαμηλότερη παραγωγικότητα, όπως είναι οι υπηρεσίες στον τομέα της περίθαλψης και της παιδείας. Σε αυτούς μια αύξηση παραγωγικότητας είναι δυνατή μόνο σε περιορισμένο βαθμό.
Ανεξάρτητα από την πορεία της παραγωγικότητας, εξακολουθεί να υπάρχει ανεκμετάλλευτο δυνητικό εργατικό δυναμικό. «Αυτό δεν αφορά μόνο την απασχόληση των γυναικών και την αύξηση των ωρών εργασίας εργαζομένων σε μερική απασχόληση, αλλά και πολλούς μετανάστες και Γερμανούς που δεν διαθέτουν απολυτήριο σχολείου ή επαγγελματική κατάρτιση και οι οποίοι συχνά στερούνται ευκαιριών για να αποτελέσουν παραγωγικό κομμάτι της αγοράς εργασίας», δηλώνει ο Μαρσέλ Φράτσερ από το Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών DIW στο Βερολίνο.
Πηγή: Deutsche Welle