Στην τελική ευθεία για την πρώτη μείωση των επιτοκίων από τον Σεπτέμβριο του 2019, έχει εισέλθει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στη συνεδρίαση της 6ης Ιουνίου. Μια κίνηση που αναμένεται από εκατομμύρια νοικοκυριά που έχουν στεγαστικά δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο.
Ωστόσο, όσο περνούν οι μήνες, όλα δείχνουν ότι αυτή η πρώτη μείωση των επιτοκίων θα παραμείνει μια συμβολική χειρονομία, που μετά βίας θα βοηθήσει τα χρεωμένα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ βρίσκονται σε σχετικά υψηλά επίπεδα, με εκείνο των καταθέσεων να είναι στο 4% και το επιτόκιο αναχρηματοδότησης στο 4,5%,ενώ για οριακή διευκόλυνση έκτακτης ανάγκης στο 4,75%. Το 2019, τα επιτόκια αυτά ήταν περίπου 0%.
Οι αναλυτές της γερμανικής Commerzbank δημοσίευσαν μια έκθεση στην οποία υποστηρίζουν ότι το βασικό επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ δεν θα μειωθεί κάτω από το 3% τα επόμενα χρόνια. Το γεγονός αυτό -αν επιβεβαιωθεί -περιορίζει τις κινήσεις της ΕΚΤ σε μόλις τέσσερις μειώσεις επιτοκίων τα επόμενα χρόνια. «Χωρίς αμφιβολία, οι επιπτώσεις στον πληθωρισμό θα μπορούσαν να είναι ακόμη μεγαλύτερες», λένε από τη γερμανική τράπεζα.
Επίμονος πληθωρισμός
Οι ειδικοί κάνουν άλλωστε λόγο για μια νέα φάση πληθωρισμού επίμονα πάνω από το 2%. «Η ενεργειακή μετάβαση στην ευρωζώνη θα μπορούσε να δημιουργήσει πληθωριστική πίεση τουλάχιστον 0,2 ποσοστιαίων μονάδων ετησίως, με την προϋπόθεση ότι θα υλοποιηθούν οι στόχοι της Συμφωνίας του Παρισιού, σύμφωνα με έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Από την άλλη πλευρά, εάν συνεχιστεί η τρέχουσα τάση κατακερματισμού του παγκόσμιου εμπορίου και η αποπαγκοσμιοποίηση, θα σήμαινε 0,15 ποσοστιαίες μονάδες μεγαλύτερο πληθωρισμό ετησίως για τους καταναλωτές.
Εύθραυστες προοπτικές
«Βελτιωμένη εικόνα» αλλά και «εύθραυστες προοπτικές» λόγω της μεγάλης γεωπολιτικής αβεβαιότητας, δείχνει άλλωστε και η η νέα έκθεση για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ευρωζώνης που συνέταξε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
«Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα στη ζώνη του ευρώ επωφελήθηκε από τη βελτίωση των οικονομικών προοπτικών, με τον πληθωρισμό να μειώνεται σταθερά και την εμπιστοσύνη των επενδυτών να ανακάμπτει. Ωστόσο, οι προοπτικές παραμένουν εύθραυστες, καθώς η κλίμακα των οικονομικών και χρηματοοικονομικών κραδασμών είναι υψηλή σε ένα πλαίσιο υψηλής πολιτικής, γεωπολιτικής και παγκόσμιας αβεβαιότητας», αναφέρεται στην έκθεση.
«Οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι συνεχίζουν να θολώνουν τις προοπτικές για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα», δήλωσε ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Λουίς ντε Γκίντος , προσθέτοντας ότι «αν και οι συνθήκες χρηματοπιστωτικής σταθερότητας έχουν βελτιωθεί σε συνάρτηση με τη μείωση των κινδύνων ύφεσης και τη μείωση του πληθωρισμού, παραμένει απαραίτητο να ενισχυθεί περαιτέρω η ανθεκτικότητα των χρηματοπιστωτικό σύστημα υπό το πρίσμα της παγκόσμιας οικονομικής και γεωπολιτικής αβεβαιότητας».
Ευάλωτες οι αγορές σε δυσμενείς κραδασμούς
Αν και οι προσδοκίες για χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ έχουν αυξήσει την αισιοδοξία στις εκτιμήσεις κινδύνου των επενδυτών, το κλίμα θα μπορούσε να αλλάξει γρήγορα «Για παράδειγμα, η έντονη γεωπολιτική πίεση θα μπορούσε να προκαλέσει αστάθεια , δημιουργώντας τη δυνατότητα για αντιδράσεις μεγάλων αγορών που θα μπορούσαν να ενισχυθούν από μη τράπεζες με διαρθρωτικές αδυναμίες ρευστότητας», αναφέρει περαιτέρω η ΕΚΤ. « Οι οικονομικές αυτές συνθήκες συνεχίζουν να δοκιμάζουν την ανθεκτικότητα των ευάλωτων νοικοκυριών, επιχειρήσεων και κυβερνήσεων της ζώνης του ευρώ»
Πιο ευάλωτα τα δημόσια οικονομικά
«Ταυτόχρονα – συνεχίζει η ΕΚΤ – το δημόσιο χρέος αναμένεται να σταθεροποιηθεί σε υψηλότερα επίπεδα από ό,τι πριν από την πανδημία, καθιστώντας τα δημόσια οικονομικά πιο ευάλωτα σε δυσμενείς κραδασμούς. Γενικότερα, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους μπορεί να συνεχίσει να αυξάνεται σε όλους τους οικονομικούς τομείς στο μέλλον, καθώς οι λήγουσες υποχρεώσεις συνεχίζουν να αναπροσαρμόζονται με σημαντικά υψηλότερα επιτόκια».