Η Γερμανία φαντάζει ολοένα και πιο ελκυστική για γιατρούς που επιλέγουν να μεταναστεύσουν – γεγονός θετικό για μία χώρα που έχει έλλειψη προσωπικού στις υγειονομικές υπηρεσίες.
Σύμφωνα με τον Γερμανικό Ιατρικό Σύλλογο περίπου 60.000 γιατροί χωρίς γερμανική υπηκοότητα εργάζονται σήμερα στη χώρα, αποτελώντας έτσι περί το 12% του ιατρικού προσωπικού. Οι περισσότεροι προέρχονται από άλλα ευρωπαϊκά κράτη ή από τη Μέση Ανατολή – κυρίως από τη Συρία.
Οι γιατροί που μεταναστεύουν στη Γερμανία πρέπει να περάσουν από μία αυστηρή διαδικασία έγκρισης, προκειμένου να λάβουν ιατρική άδεια και να ξεκινήσουν να εργάζονται σε κάποιο νοσοκομείο. Μεταξύ άλλων δίνουν έτσι και δύο εξετάσεις στη γερμανική γλώσσα, ώστε να αποδείξουν πως την κατέχουν άριστα τόσο σε γενικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο.
Πολλοί πιστεύουν πως η διαδικασία αυτή είναι αρκετά απαιτητική, εξ ου και οι γιατροί που θέλουν να δουλέψουν στη Γερμανία θα έπρεπε να έχουν περισσότερη υποστήριξη. Αλλιώς το υγειονομικό σύστημα της χώρας θα μπορούσε να υποστεί τις συνέπειες.
Ο Γίργκεν Χόφαρτ, γενικός διευθυντής του Ιατρικού Συλλόγου Ρηνανίας-Παλατινάτου δήλωσε στην DW πως οι γιατροί δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως φθηνό εργατικό δυναμικό, αλλά αντιθέτως να εντάσσονται στο σύστημα όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και αποτελεσματικά.
Πώς είναι τα πράγματα για τους ξένους γιατρούς;
«Στη Γερμανία όλοι οι επαγγελματίες υγείας, συμπεριλαμβανομένων των αλλοδαπών, τυγχάνουν εμπιστοσύνης και εκτίμησης», τονίζει ο Φάμπρι Μπέκα, που εργάζεται στη Γερμανία εδώ και περισσότερα από 18 χρόνια. «Οι ξένοι γιατροί, απ’ όσο έχω διαπιστώσει εγώ, είναι άνθρωποι με κίνητρο, διάθεση να μάθουν και πρόθυμοι να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις που υπάρχουν όταν εργάζεται κάποιος στο υγειονομικό σύστημα μίας άλλης χώρας».
Σε αντάλλαγμα η Γερμανία τους παρέχει ένα σχετικά καλό work-life balance και ευκαιρίες εξέλιξης, προσθέτει ο Μπέκα. «Οι υγειονομικές υποδομές της Γερμανίας χρηματοδοτούνται πολύ καλύτερα συγκριτικά με πολλές άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της πατρίδας μου, του Κοσσυφοπεδίου. Για έναν επαγγελματία στον χώρο της υγείας αυτό σημαίνει πως θα έχει πιο προηγμένα εργαλεία στη διάθεσή του και θα επωφελείται από την υψηλού επιπέδου επαγγελματική του εξέλιξη».
Βεβαίως, όπως επισημαίνει ο Μπέκα, εξαιτίας της περιορισμένης υποστήριξης που προβλέπεται, οι ξένοι γιατροί χρειάζεται να προσπαθήσουν περισσότερο για να εξελιχθούν σε σύγκριση με τους Γερμανούς συναδέλφους τους. Για παράδειγμα, απαιτείται πολύ περισσότερος χρόνος για να ιδρύσουν δική τους κλινική ή ιατρείο εξαιτίας της γερμανικής νομοθεσίας. «Η Γερμανία αναγνωρίζει μονάχα τη βασική ιατρική εκπαίδευση, επομένως εάν ένας εξειδικευμένος γιατρός θέλει να εργαστεί στη Γερμανία, θα πρέπει να περάσει ξανά την ειδική εκπαίδευση», δηλαδή να αφιερώσει κι άλλα χρόνια σπουδών, όπως εξηγεί ο Μπέκα.
Τι δυσκολίες υπάρχουν σε γλωσσικό επίπεδο;
«Ξανά και ξανά δέχομαι τηλεφωνήματα από ασθενείς που με ρωτάνε: “Μπορείτε να μου πείτε ένα νοσοκομείο όπου οι γιατροί μιλούν κανονικά γερμανικά;”», λέει ο Χόφαρτ, καθώς παραδέχεται πως συχνά τα παράπονα αυτά ενδέχεται να είναι δικαιολογημένα. «Επανειλημμένως παίρνω ιατρικές εκθέσεις που είναι τουλάχιστον εν μέρει δύσκολες στην κατανόηση». Εξάλλου, όπως παρατηρεί ο ίδιος, οι ξένοι γιατροί περνούν από γλωσσικά τεστ για τα γερμανικά τους, ωστόσο με αυτόν τον τρόπο δεν εξοικειώνονται και με τις τοπικές διαλέκτους ή προφορές.
Το 2016 μία έρευνα του Πανεπιστημίου Ludwig Maximilian του Μονάχου διαπίστωσε πως πολλοί μετανάστες γιατροί δυσκολεύονταν με τη γερμανική γλώσσα και δεν είχαν τις απαραίτητες γνώσεις σχετικά με την κουλτούρα και το υγειονομικό σύστημα στη Γερμανία. Μία άλλη μελέτη, που δημοσίευσε το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας το 2022 και ερεύνησε δύο μεγάλα πανεπιστημιακά νοσοκομεία στη Γερμανία, έδειξε πως πολλοί μετανάστες επαγγελματίες στον χώρο της υγείας, συμπεριλαμβανομένων των νοσηλευτών και των γιατρών, υφίσταντο διακρίσεις όσον αφορά τη γλώσσα, την υπηκοότητα, τη φυλή και την εθνικότητά τους.
Ο Μπέκα πάντως δεν έχει παρατηρήσει προβλήματα αναφορικά με την ένταξη των γιατρών και τις ικανότητές τους να μάθουν γερμανικά. «Οι περισσότεροι γιατροί μαθαίνουν τη γλώσσα σχετικά γρήγορα», λέει. «Επιπλέον, ακόμη και αν μιλάς καλά γερμανικά, υπάρχουν πάντοτε ασθενείς που δεν μιλούν καλά, οπότε το γλωσσικό ζήτημα δεν αφορά αποκλειστικά τους γιατρούς».
Πώς θα μπορούσαν να αρθούν τα όποια γλωσσικά εμπόδια; Ο Χόφαρτ προτείνει να αναλάβουν οι πιο επιφανείς γιατροί της Γερμανίας την καθοδήγηση των αλλοδαπών συναδέλφων τους και να τους εξηγήσουν τις ιδιαιτερότητες του γερμανικού συστήματος. Και εάν χρειαστεί, αυτοί «μπορούν να παρακολουθήσουν και επιπλέον μαθήματα γλώσσας και επικοινωνίας».
Γιατί υπάρχει έλλειψη ξένων γιατρών στη Γερμανία;
Οι διεθνείς οργανώσεις υγείας έχουν προειδοποιήσει πως οι ελλείψεις ιατρικού προσωπικού είναι τόσο μεγάλες παγκοσμίως, ώστε η πρόσβαση σε κοντινούς επαγγελματίες υγείας θα μπορούσε να αποτελεί σύντομα πολυτέλεια σε πολλές χώρες – ιδίως σε χώρες χαμηλού εισοδήματος, όπου σπανίως τηρείται η αναλογία «1 γιατρός ανά 1.000 ανθρώπους» που προτείνει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία στη Γερμανία υπάρχουν 4,53 εν ενεργεία γιατροί ανά 1.000 άτομα – ταυτοχρόνως οι γιατροί στη Γερμανία αποτελούν και το 30% των 1,82 εκατομμυρίων γιατρών της Ευρώπης. Η χώρα έχει επομένως αρκετούς γιατρούς προς το παρόν – όμως ο αριθμός τους μειώνεται ραγδαία.
Όπως και τα λοιπά κράτη-μέλη της ΕΕ η Γερμανία θα βρεθεί σύντομα αντιμέτωπη με μεγάλες ελλείψεις ιατρικού προσωπικού, ένα ζήτημα το οποίο μεγεθύνεται και εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού, που με τη σειρά της έχει ως αποτέλεσμα ότι περισσότεροι άνθρωποι χρήζουν πιο προσεκτικής ιατρικής περίθαλψης. Ταυτοχρόνως οι γιατροί που συνταξιοδοτούνται δεν αντικαθίστανται με τον απαραίτητο ρυθμό, ένα πρόβλημα που ταλαιπωρεί ιδίως τον δημόσιο τομέα.
Το 2023 το 41% των εν ενεργεία γιατρών στη Γερμανία ήταν άνω των 60 ετών, ενώ το 28% ήταν εξειδικευμένοι γιατροί. Μέσα στα επόμενα τρία χρόνια εκτιμάται πως θα κλείσουν γύρω στα 5.000 με 8.000 ιατρεία, κυρίως λόγω συνταξιοδότησης.
Καθώς δεν υπάρχουν αρκετοί απόφοιτοι για να αντικαταστήσουν τους γιατρούς που συνταξιοδοτούνται, η πρόσληψη γιατρών από το εξωτερικό αποτελεί τη μοναδική λύση σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, προκειμένου το σύστημα υγείας να εξακολουθήσει να λειτουργεί όπως τώρα.
Πηγή: Deutsche Welle