Περιγράφοντας στην πρόσφατη συνέντευξή του στη Ναυτεμπορική την κατάσταση στην Ευρώπη, ο Θεμιστοκλής Φιωτάκης της Barclays, έκανε λόγο για υπο- αξιοποίηση της δημοσιονομικής πολιτικής, κατώτερη των αναγκών τόνωση της ζήτησης, υπερβολική εξάρτηση από τις εξαγωγές και την παγκόσμια ανάπτυξη, η οποία κατεβάζει αισθητά ταχύτητα. Όλα αυτά ήταν επιλογές πολιτικής, που εν μέσω σοβαρότατων γεωπολιτικών προκλήσεων, μίας νέας κρίσης κόστους ζωής και της δραματικής αύξησης των επιτοκίων, είχαν ως αποτέλεσμα η ευρωπαϊκή οικονομία να μείνει σε πολύ χαμηλότερους ρυθμούς από την αμερικανική.
Αλλά δεν είναι νέο φαινόμενο αυτό, ο Economist σε σημερινό του άρθρο θυμίζει πως συνολικά την τελευταία 10ετία η ευρωπαϊκή οικονομία έχει αναπτυχθεί μόλις 4%, έναντι 8% της αμερικανικής οικονομικής. Από τα τέλη του 2022 ούτε η Ε.Ε. ούτε η Βρετανία αναπτύσσονται. Είναι παγιδευμένες και οι δύο σε στασιμότητα, απειλούνται διαρκώς με ύφεση και αντιμετωπίζουν ένα κύμα φθηνών εισαγωγών από την Κίνα, που είναι καλοδεχούμενο από τους καταναλωτές, αλλά πλήττει την ευρωπαϊκή βιομηχανία και ενισχύει τον κίνδυνο κοινωνικής αναταραχής. Σαν να μην έφταναν αυτά σε κάποιους μήνες μπορεί ο Ντόναλντ Τραμπ να επιστρέψει στον Λευκό Οίκο και να επιβάλλει επώδυνους δασμούς, που θα φρενάρουν τις ευρωπαϊκές εξαγωγές.
Οι οικονομικές αυτές πιέσεις έχουν ευρύτερο αντίκτυπο στη γηραιά ήπειρο. Και τούτο γιατί οι Ευρωπαίοι καλούνται τόσο να ενισχύσουν την ασφάλειά τους, αυξάνοντας τις αμυντικές δαπάνες, αλλά και επιχειρώντας μία άκρως δαπανηρή ενεργειακή μετάβαση. Και οι δύο αυτές προκλήσεις απαιτούν χρήμα. Και για το χρήμα είναι αναγκαία η ισχυρή ανάπτυξη. Όσο αυτή δεν έρχεται, τόσο εντείνεται και η δυσφορία των πολιτών για τις θυσίες, που γίνονται προκειμένου να επιτευχθούν οι δύο αυτοί στόχοι. Ήδη βλέπουμε στροφή σε ακροδεξιά κόμματα, με αρκετούς πολιτικούς αναλυτές να προβλέπουν «σεισμό» στις Ευρωεκλογές του Ιουνίου.
Τα υψηλά επιτόκια
Τι μπορεί να γίνει λοιπόν; Η Ευρώπη πρέπει να δράσει, αλλά και πρέπει να αποφύγει τις παγίδες. Η μία θα ήταν να διατηρήσει τη σφιχτή νομισματική πολιτική για υπερβολικά μεγάλο διάστημα.
Είναι ένα λάθος που το έχει κάνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο παρελθόν, σημειώνει ο Economist. Ήταν πράγματι παροιμιώδες το λάθος του Ζαν Κλοντ Τρισέ να αυξήσει τα επιτόκια τον Ιούλιο του 2008, λίγο πριν από την κορύφωση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και με όλες τις ενδείξεις σε οικονομία και αγορά να δείχνουν ότι θα έπρεπε να κινηθεί στην αντίθετη κατεύθυνση. Τα αποτελέσματα εκείνης της νομισματικής σύσφιξης ήταν σκληρά. Τώρα δεν υπάρχει βέβαια κανένας κίνδυνος αύξησης των επιτοκίων, αλλά υπάρχει ο κίνδυνος η μείωση να έρθει πολύ αργά ή να μην είναι αρκετή.
Η Barclays υπολογίζει ότι η ΕΚΤ θα κάνει την πρώτη της κίνηση τον Ιούνιο, αλλά θα αναγκαστεί να προβεί σε πιο επιθετικές μειώσεις από την FED για να κρατήσει την οικονομία «ζωντανή».
Το «οφθαλμός αντί οφθαλμού»
Ένας άλλος κίνδυνος θα ήταν να πέσει στην παγίδα του προστατευτισμού, ξεκινώντας έναν πόλεμο δασμών για να απαντήσει στις αντίστοιχες πολιτικές ΗΠΑ και Κίνα. Η Ευρώπη οφείλει να στηρίξει τη βιομηχανία της, αλλά όχι εγείροντας τείχη και κλείνοντας την οικονομία της.
Θα πρέπει να φροντίσει να κρατήσει σε ανεκτά επίπεδα το ενεργειακό κόστος, προωθώντας μεταξύ άλλων ταχύτερα τις ηλεκτρικές διασυνδέσεις, αλλά και να δώσει κίνητρα καινοτομίας και επενδύσεων. Η γραφειοκρατία – κάτι που ταλανίζει πολλά κράτη – μέλη της Ε.Ε. συγκριτικά δε με τις ΗΠΑ – είναι επίσης κάτι που θα πρέπει να καταπολεμηθεί.