Στις αρχές του 2024, το δημόσιο χρέος των Ηνωμένων Πολιτειών έφτασε τα 34,4 τρισεκατομμύρια δολάρια, αντιπροσωπεύοντας το 123% του ΑΕΠ της χώρας. Ένα «βουνό» που αρχίζει να υπονομεύει σοβαρά την εμπιστοσύνη στη χώρα μεταξύ των ψηφοφόρων και των επενδυτών.
Ειδικά τους τελευταίους μήνες, ξεκινώντας από τον Ιούνιο του 2023, το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ αυξάνεται με πολύ υψηλό ρυθμό, περίπου κατά ένα 1 τρισεκατομμύριο δολάρια κάθε 100 ημέρες. Σε συνδυασμό μάλιστα με την άνοδο των επιτοκίων οι Ηνωμένες Πολιτείες πληρώνουν κάθε χρόνο μόνο για τόκους πάνω από ένα τρισεκατομμύριο δολάρια. Δηλαδή, περισσότερα από τον προϋπολογισμό για την Αμυνα.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου (CBO) τον Ιανουάριο του 2020 προέβλεπε ότι σε αυτό το επίπεδο , το χρέος θα έφτανε το 2029. Ωστόσο, η πανδημία ανάγκασε αρχικά το 2020 την κυβέρνηση Τραμπ και στη συνέχεια τον Τζο Μπάιντεν να επιταχύνουν έντονα την αύξηση του δημόσιου χρέους, για την ανάγκη επανεκκίνησης της οικονομίας. «Ο ρυθμός αυτός αύξησης του χρέους ήρθε για να μείνει», παραδέχτηκε ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού Φίλιπ Λι Σουάγκελ, μιλώντας στους Financial Times.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του CBO που δημοσιεύθηκαν τον Ιούνιο του 2023, έως το 2053 το αμερικανικό δημόσιο χρέος θα φτάσει στο 181% του ΑΕΠ.
Σε ό,τι αφορά το έλλειμμα, οι προβλέψεις κάνουν λόγο για αύξηση έως και 8,65% , από 6,3% ,που είναι σήμερα. Για την ιστορία, οι ΗΠΑ είχαν μέσο έλλειμμα 2,2% τα τελευταία 30 χρόνια και 1,6% τα τελευταία 50 χρόνια.
Ο Τζέιμς ΜακΜπράιντ, αναλυτής του Council on Foreign Relations (CFR), επισημαίνει ότι «αν και οι ΗΠΑ είχαν ελλείμματα σχεδόν κάθε χρόνο από τη γέννηση του έθνους», κάτι έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Η πραγματικότητα είναι ότι «η καταβολή των τόκων θα είναι ο βασικός παράγοντας για την εξήγηση της αύξησης του χρέους, αφού πιστεύουμε ότι μόνο αυτό το στοιχείο ισοδυναμεί με 7,5% του ΑΕΠ. Η υγειονομική περίθαλψη θα είναι επίσης το κλειδί «γιατί ο πληθυσμός των ΗΠΑ γερνάει χωρίς αντίστοιχη αύξηση του εισοδήματος».
Περίπλοκη κατάσταση
Τόσο οι Δημοκρατικοί όσο και οι Ρεπουμπλικάνοι δηλώνουν πώς ότι θέλουν να βάλουν ένα τέλος σε αυτήν την κατάσταση, αλλά τα μέτρα που θα ληφθούν πρέπει να είναι πολύ σαφή και αποτελεσματικά για την επίτευξη αυτού του στόχου.
Η σημερινή μακροοικονομική κατάσταση είναι πολύ περίπλοκη και σίγουρα δεν διευκολύνει τον πρόεδρο Μπάιντεν. Τα υψηλά επίπεδα χρέους στην πραγματικότητα βάζουν τον Λευκό Οίκο στη γωνία. Ο Μπάιντεν δεν θέλει φυσικά να μειώσει τις δημόσιες δαπάνες για να μην θέσει κι άλλο σε κίνδυνο τη διεκδίκηση της επανεκλογής του, τον προσεχή Νοέμβριο.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν προσπαθεί βέβαια να αυξήσει τους φορολογικούς συντελεστές για τους πλουσιότερους πολίτες και για τις εταιρείες. Αύξησε επίσης τον προϋπολογισμό για την Εσωτερική Υπηρεσία Εσόδων (IRS), την υπηρεσία είσπραξης φόρων, με στόχο τη συλλογή απλήρωτων φόρων και πιθανή μείωση του χρέους κατά εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια τα επόμενα 10 χρόνια.
Από την άλλη πλευρά, οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν ζητήσει μεγάλες περικοπές στα προγράμματα κρατικών δαπανών, με εξαίρεση τον αμυντικό τομέα, καθώς και την κατάργηση των εκπτώσεων φόρου για πράσινες επενδύσεις που θεσπίστηκαν με τον νόμο IRA για τη μείωση του πληθωρισμού, το 2022 από τον Πρόεδρο Μπάιντεν.
Ταυτόχρονα, οι Ρεπουμπλικάνοι θέλουν να διατηρήσουν τους φορολογικούς συντελεστές στα σημερινά μειωμένα επίπεδα, περικόπτοντας επίσης τα κεφάλαια προς την IRS ,κάτι που ια οδηγήσει σε επιδείνωση του δημόσιου χρέους.
Επιβάρυνση από τα ομόλογα
Το Υπουργείο Οικονομικών δεν μπορεί βέβαια να κάνει τίποτε άλλο παρά να εκδίδει ομόλογα για να συνεχίσει να χρηματοδοτεί τις ταμειακές εκροές. Αυτό συνεπάγεται βέβαια πολύ υψηλή οικονομική επιβάρυνση για την κυβέρνηση, δεδομένου ότι τα επιτόκια των αμερικανικών κρατικών ομολόγων παραμένουν υψηλά, με την απόδοση του 10ετούς να φτάνει το 4,30%. Μπορεί δηλαδή να είναι ελκυστικά για τους επενδυτές τα κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ με τέτοιες αποδόσεις, αλλά το τίμημα που πληρώνει η κυβέρνηση είναι σημαντικό.
Ο Τζέιμς ΜακΜπράιντ λέει μάλιστα ότι «πιθανώς θα δούμε κάποιου είδους κρίση στη μεγαλύτερη αγορά ομολόγων στον κόσμο, για να συνέλθει η πολιτική»!
Μια ενδιαφέρουσα ανάλυση του Peterson Fundation, δείχνει ότι οι ξένοι «ιδιοκτήτες» αμερικανικού δημόσιου χρέους έχουν μάλιστα μειωθεί από 49% το 2011, σε 30% το 2022. Το γεγονός αυτό μεταφράζεται σε μεγαλύτερη δυσπιστία προς την αμερικανική οικονομία.
Η προσφορά δημόσιου χρέους από τις ΗΠΑ το 2023 έφτασε τα 23 τρισεκατομμύρια δολάρια- απόλυτο ρεκόρ σε σύγκριση με τα στοιχεία του 2020, όταν ήταν 20,95 τρις.
Το 2024 ξεκίνησε επίσης με ρεκόρ. Μόνο τους δύο πρώτους μήνες, οι εκδόσεις έχουν ήδη εκτοξευθεί κατά 54% σε σχεδόν 5,16 τρισεκατομμύρια δολάρια σε σύγκριση με 3,35 τρισεκατομμύρια δολάρια πέρυσι.
Η τάση είναι ακόμη πιο εντυπωσιακή όταν εξετάζουμε τα ετήσια επίπεδα, καθώς η αγορά των ομολόγων του δημοσίου είναι ήδη κατά 60% μεγαλύτερη από ό,τι στο τέλος του 2019, όταν εκδόθηκαν μόλις 12 τρισεκατομμύρια δολάρια σε δημόσιο χρέος.
Η Ιαπωνία είναι σήμερα ο μεγαλύτερος κάτοχος αμερικανικού δημόσιου χρέους και εάν στο μέλλον το Τόκιο συνεχίσει μια περιοριστική νομισματική πολιτική με αύξηση των επιτοκίων, μετά από δεκαετίες θα μπορούσε να γίνει πιο ελκυστικό για τους ντόπιους επενδυτές να κρατούν τα χρήματά τους σε ομόλογα του ιαπωνικού δημοσίου.
«Μπαστούνι χόκεϊ»
Ο Τζέιμι Ντάιμον, Διευθύνων Σύμβουλος της JP Morgan, περιέγραψε μάλιστα την αύξηση του χρέους ως «μπαστούνι χόκεϊ». Σύμφωνα με τον Ντάιμον, οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν «έναν γκρεμό, που θα φτάσουν σε περίπου 10 χρόνια», όταν το ομοσπονδιακό χρέος θα είναι γύρω στο 130%.
Αυτή η τάση έχει ήδη γίνει αισθητή στους οίκους αξιολόγησης.Ο Fitch μείωσε απροσδόκητα το περασμένο καλοκαίρι την αξιολόγηση της αμερικανικής οικονομίας από το τριπλό Α σε AA+. Ο κύριος λόγος ήταν πώς το χρέος της κυβέρνησης έθετε σε κίνδυνο την οικονομία της χώρας. Όπως εκτιμά και ο πρόεδρος της Bank of America, Μπράιαν Μόνιχαν, «οι ΗΠΑ είναι μπροστά στην πιο προβλέψιμη κρίση που α έχουν αντιμετωπίσει ποτέ».