Επιστροφή στο… μηδέν. Η Τράπεζα της Ιαπωνίας έγινε σήμερα η τελευταία μεταξύ των μεγάλων κεντρικών τραπεζών του πλανήτη, που είπε «αντίο» – ή έστω «στο επανιδείν» – στα αρνητικά επιτόκια. Ήταν η πρώτη αύξηση δανεισμού στη χώρα εδώ και 17 χρόνια το κόστος δανεισμού, με το επιτόκιο να εξέρχεται από το αρνητικό έδαφος και να πιάνει το μηδέν, για πρώτη φορά από το 2016.
Με τον Καζούο Ουέντα στο τιμόνι της, η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας είχε πετύχει να βγάλει τη χώρα από την παγίδα του αποπληθωρισμού και να την οδηγήσει σε ένα μονοπάτι αύξησης τιμών – που αρχικά «ξένισε» τους Ιάπωνες, αφού το κόστος βασικών αγαθών και ζωής αυξανόταν ταχύτερα από τους μισθούς.
Η Ιαπωνία σε νέα εποχή
Συνδικάτα και εργοδότες, ωστόσο, συμφώνησαν πως έφτασε η ώρα και για ουσιαστικές μισθολογικές αυξήσεις – οι οποίες στην περίπτωση των μεγαλύτερων επιχειρήσεων της χώρας είναι οι υψηλότερες εδώ και 25 ή και 30 χρόνια. Το ζητούμενο είναι να ακολουθήσουν τώρα και οι μικρομεσαίες εταιρείες. Έως ότου αυτό να συμβεί δύσκολα θα δούμε τα επιτόκια να ξεκολλούν από το εύρος του 0 -0,1%, στο οποίο οδηγήθηκαν σήμερα.
Η ιαπωνική κεντρική τράπεζα δεν ήταν η πρώτη νομισματική αρχή που βούτηξε στα αχαρτογράφητα ύδατα των αρνητικών επιτοκίων. Το πείραμα αυτό είχε αρχίσει από την Ευρώπη και εκεί έληξε πριν από περίπου 1,5 χρόνο.
Σε παγκόσμιο επίπεδο ήταν ένα πείραμα συνολικά 12 ετών, με οπαδούς και σφοδρούς επικριτές, με σαφέστατα οφέλη, αλλά και παρενέργειες. Τα αρνητικά επιτόκια δεν ήταν η τέλεια θεραπεία, ούτε «σκότωσαν» τον ασθενή. Ήταν ένα από τα φάρμακα, που χορηγήθηκαν στον απόηχο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής ασφυξίας (2007/08) και το οποίο βρίσκεται πια στο συρτάρι για επανάληψη της χρήσης, όποτε κριθεί αναγκαίο.
Πώς άρχισε το πείραμα, πού στόχευε
Πρώτη στο πείραμα μπήκε η κεντρική τράπεζα της Δανίας το 2012. Την ακολούθησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα το 2014, ενώ στις αρχές του 2016 στο μονοπάτι αυτό βάδισαν οι κεντρικές τράπεζες Ιαπωνίας, Σουηδίας και Ελβετίας.
Όταν οι κεντρικοί τραπεζίτες αποφάσιζαν να οδηγήσουν τα επιτόκια υπό το μηδέν, οι αντιδράσεις ήταν σφοδρές. Το τσουνάμι του φθηνού χρήματος, υποστήριζαν πολλοί, ενείχε τον ηθικό κίνδυνο του να αφήσει τις κυβερνήσεις να ξοδεύουν, αντί να μεταρρυθμίζουν τις οικονομίες τους και να εξυγιαίνουν τους προϋπολογισμούς τους. Αφαιρούσε δε την αξία από τις αποταμιεύσεις των συνετών καταθετών.
Εντονότατες ήταν τότε και οι αντιδράσεις από τις τράπεζες που τόνιζαν ότι υπονομεύει το επιχειρησιακό τους μοντέλο. Φοβούνταν ότι δεν θα μπορούν πια να βγάλουν κέρδος και θα οδηγηθούν ακόμη και σε κατάρρευση.
Ποια ακριβώς ήταν η λογική; Οι τράπεζες έπρεπε να πληρώσουν ένα «τέλος» για να «παρκάρουν» τα μετρητά τους στις κεντρικές τους τράπεζες. Γιατί; Μα για να τους δοθεί το κίνητρο αντί να τα παρκάρουν, να τα ρίξουν στην πραγματική οικονομία, δηλαδή σε χορηγήσεις δανείων προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Οι αντιδράσεις και η επίθεση των Γερμανών στον… Count Draghila
Σε χώρες εκτός Ευρωζώνης είχαμε και το φαινόμενο ιδιοκτήτες κατοικιών να βλέπουν ξαφνικά τα στεγαστικά τους δάνεια να τους… πληρώνουν τόκο. Αλλά σε όλες τις οικονομίες που εφαρμόστηκαν η ανταμοιβή για τις αποταμιεύσεις – μία πράξη της σωτηρίας των πάντων – εξαφανίστηκε. Καμία άλλη πολιτική των κεντρικών τραπεζών δεν είχε προκαλέσει τόσο θόρυβο.
Οι ελβετικές εφημερίδες το 2015 έκαναν λόγο για «Frankenshock» από την SNB, ενώ ο γερμανικός Τύπος πυροβολούσε ανελέητα τον Μάριο Ντράγκι. H Bild αποκαλούσε τον επικεφαλής της ΕΚΤ «Κόμη Ντράγκιλα» (Count Draghila) κατά το «Κόμης Δράκουλας», ενημερώνοντας τη γερμανική κοινή γνώμη ότι «στεγνώνει τους τραπεζικούς λογαριασμούς μας», σαν τους δράκουλες που ρουφάνε το αίμα.
Τα αποτελέσματα
Οι περισσότεροι παρόλα αυτά αναγνωρίζουν πως δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Πριν φτάσουν στα αρνητικά επιτόκια, οι νομισματικές αρχές είχαν δοκιμάσει κάθε είδους συμβατικό εργαλείο και τίποτα δεν μπορούσε να λειτουργήσει. Τα αρνητικά επιτόκια στήριξαν τις οικονομίες (χωρίς πάντως να τους δώσουν μεγάλη ώθηση), χωρίς να λυγίσουν τις τράπεζες.
Σίγουρα δεν ήταν ικανά από μόνα τους ούτε να πολεμήσουν τον αποπληθωρισμό, ούτε να οδηγήσουν σε υγιή ανάπτυξη. Η δημοσιονομική πολιτική και ειδικά τα γενναία πακέτα τόνωσης είχαν πιο καθοριστική συμβολή στην ανάπτυξη. Όσο για τις τιμές; Αυτές «έτρεξαν» όταν μας χτύπησε την πόρτα η πανδημία του Covid-19, προκαλώντας σοβαρά προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, και εκτινάχθηκαν πια όταν ήρθε και η επόμενη κρίση, η ενεργειακή, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Το περασμένο φθινόπωρο έκθεση της Federal Reserve υποστήριζε πως η θεωρία πίσω από τα αρνητικά επιτόκια ήταν στην ουσία της εσφαλμένη. Το ΔΝΤ ωστόσο σε δική του μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι λειτούργησαν θετικά ως στήριγμα των οικονομιών. Και τώρα τι; Το πιθανότερο είναι πως θα αργήσουμε πάρα πολύ για να τα ξαναδούμε. Αλλά είναι πια εδώ και τα γνωρίζουμε. Σε μία μελλοντική κρίση μπορεί να βγουν και πάλι από τη φαρέτρα.