Δύο χρόνια μετά την εισβολή στην Ουκρανία, η Ρωσία συνεχίζει να χρηματοδοτεί τον πόλεμό της και να βρίσκει τους απαιτούμενους πόρους, παρά τις κυρώσεις της Δύσης.
Η Μόσχα έχει κατορθώσει να υποστηρίζει την πολεμική της μηχανή με διάφορους τρόπους. Κυρίως, όμως, παρακάμπτοντας τις… κυρώσεις. «Τα κονδύλια που διέθεσε η Ρωσία για τον πόλεμο το 2023 ανήλθαν στο ένα τρίτο των 362 δισ. δολαρίων του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού, περιλαμβάνουν επίσης δαπάνες για την αγορά απαγορευμένων από τη Δύση προϊόντων από χώρες όπως η Τουρκία και η Αρμενία», αναφέρει η ουκρανική Pravda. «Για να διεξάγουν πόλεμο, οι Ρώσοι χρειάζονται πρόσβαση στα δυτικά ηλεκτρονικά. Χωρίς αυτό είναι αδύνατη η παραγωγή σύγχρονων ρωσικών πυραύλων, αεροπλάνων, drones, ραντάρ και τανκ», σημειώνει η ουκρανική εφημερίδα. «Η Μόσχα είχε συσσωρεύσει 550 δισ. ευρώ σε αποθέματα χρυσού και συναλλάγματος τον Δεκέμβριο του 2021, λίγο πριν από την έναρξη της εισβολής», γράφει το γερμανικό δίκτυο N-tv. «Το γεγονός ότι φαίνεται να τα καταφέρνει χωρίς κανένα πρόβλημα μέχρι στιγμής, οφείλεται κυρίως στην ανεπαρκή πολιτική κυρώσεων της Δύσης. Ακόμα και με το νέο πακέτο κυρώσεων που πέρασε πρόσφατα από την E.E., δύσκολα θα αλλάξει κάτι. Ο λόγος είναι ο ίδιος με τα προηγούμενα πακέτα: Τα κράτη της E.E. εξακολουθούν να είναι διχασμένα ως προς το αν και κατά πόσο μπορούν -και θέλουν- να κάνουν χωρίς τη Ρωσία ως εμπορικό εταίρο», σημειώνει το γερμανικό δίκτυο.
Η E.E. και οι χώρες της G7 μπλόκαραν τα συναλλαγματικά αποθέματα της ρωσικής κεντρικής τράπεζας, ύψους 300 δισ. ευρώ και επίσης πάγωσαν δισεκατομμύρια σε λογαριασμούς ολιγαρχών. Αλλά αποδείχθηκε ότι η προσφορά χρήματος στις παγκοσμιοποιημένες αγορές δεν μπορεί να απενεργοποιηθεί τόσο εύκολα και, κυρίως, όχι τόσο μονομερώς.
Παρά τις δυτικές κυρώσεις, ο Πούτιν δεν χρειάζεται να ανησυχεί μήπως ξεμείνει από χρήματα. Και ο αρχηγός του Κρεμλίνου είναι γνωστό ότι έχει μια πολύ ιδιότυπη ερμηνεία του όρου «κυριαρχία», για όποιον τολμήσει να τον αμφισβητήσει. Κάτι που αναμένεται να εκφραστεί άλλωστε στις προεδρικές εκλογές του Μαρτίου, όπου ο επικεφαλής του Κρεμλίνου αναμένεται να επανεκλεγεί με… σοβιετικά ποσοστά.
Εισαγωγές ημιαγωγών
Την ίδια ώρα, οι εξαγωγές ημιαγωγών στη Ρωσία από την Τουρκία, την Αρμενία, το Κιργιστάν, το Καζακστάν και τη Σερβία έχουν δεκαπλασιαστεί. Καμία από αυτές τις χώρες δεν παράγει μικροτσίπ. «Οι δυτικές χώρες απέτυχαν να κόψουν την πρόσβαση της Ρωσίας στα τεχνολογικά αυτά προϊόντα, καθώς έχουν βρει τρόπους να παρακάμψουν το εμπάργκο. Υπάρχουν γνωστά ηλεκτρονικά εξαρτήματα που λαμβάνονται από ψυγεία και άλλες οικιακές συσκευές που εισήλθαν από την Τουρκία, την Αρμενία και την Κίνα και στη συνέχεια αποσυναρμολογήθηκαν.
Ταυτόχρονα, τη ρωσική πολεμική μηχανή χρηματοδοτούν οι συνεχιζόμενες εξαγωγές πρώτων υλών σε δυτικές χώρες, όπως διαμάντια, χρυσό, ουράνιο και χαλκό, από τις οποίες η Ρωσία εισέπραξε πέρυσι 20 δισ. δολάρια – σχεδόν το ένα τρίτο του στρατιωτικού προϋπολογισμού της Μόσχας το 2022 και το 2023.
Η Μόσχα κατόρθωσε επίσης να αυξήσει τα έσοδά της πουλώντας αυξανόμενες ποσότητες πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Κίνα, στην Ινδία, στην Τουρκία, στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σιγκαπούρη. Ορυκτά καύσιμα τα οποία στη συνέχεια φτάνουν στη Δύση ως προϊόντα διύλισης. Το καθεστώς της Μόσχας λέγεται ότι κέρδισε περισσότερα από 5 δισ. ευρώ φέτος από την πώληση LNG μόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Γαλλία αύξησε τις εισαγωγές LNG από τη Ρωσία κατά 40%, η Ισπανία και το Βέλγιο τις έχουν μάλιστα διπλασιάσει. Όσο για την Κίνα, τον καλύτερο φίλο της Ρωσίας, ούτως ή άλλως παραμένει ο καλύτερος πελάτης ρωσικών υδρογονανθράκων.
Ευρωπαίος αξιωματούχος παραδέχεται μάλιστα, μιλώντας στην αμερικανική ιστοσελίδα «Politico», ότι στον ενεργειακό τομέα «έχουμε φτάσει στα όριά μας και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο, χωρίς να πυροβολήσουμε τα… πόδια μας». Μια δήλωση που αποδεικνύει ότι η απομόνωση της Ρωσίας δεν λειτουργεί χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τα ίδια τα δυτικά οικονομικά συμφέροντα.
Παραγωγική αναδιάρθρωση
«Ο Πούτιν χρηματοδοτεί τον πόλεμο αποσύροντας χρήματα από το μέλλον», αναφέρει η αμερικανική δεξαμενή σκέψης «Wilson Center». Σύμφωνα με έρευνες, όμως, μεγάλο μέρος του ρωσικού πληθυσμού συνεχίζει να στηρίζει τον πόλεμο – κυρίως επειδή το βιοτικό επίπεδο δεν έχει επιδεινωθεί σημαντικά.
Η Μόσχα έχει εφαρμόσει μια ριζική παραγωγική αναδιάρθρωση στην οικονομία της, αντικαθιστώντας βέβαια την κατασκευή καταναλωτικών αγαθών και μηχανημάτων με μια συστηματική μετατροπή της μεταποίησης στην πολεμική παραγωγή. Αυτό μπορεί να μη συνεισφέρει άμεσα στην πληρωμή πολεμικών δαπανών, αλλά σίγουρα εγγυάται τη σχετική σταθερότητα του εσωτερικού νομισματικού συστήματος και του ρουβλιού.
Από αυτή την άποψη, η Μόσχα συνδυάζει τον στρατιωτικό κεϊνσιανισμό από τη μια και τη νομισματική αυστηροποίηση από την άλλη, χάρη στις προσπάθειες της επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας, Ελβίρα Ναμπιούλινα.
Ακόμη και πριν από τον πόλεμο η αμυντική βιομηχανία της Μόσχας ήταν η ναυαρχίδα της εθνικής παραγωγής, καθώς επικεντρωνόταν σε κρατικούς γίγαντες όπως η Rostec και περιλάμβανε 1.300 εταιρείες και 2 εκατομμύρια υπαλλήλους. Με την έναρξη του πολέμου, η Ρωσία μπόρεσε πιο εύκολα να προχωρήσει στην στρατιωτικοποίηση των βιομηχανικών αλυσίδων εφοδιασμού. Η μείωση της παραγωγής και πώλησης καταναλωτικών αγαθών και η παράλληλη αύξηση των στρατιωτικών δαπανών φαίνεται να το επιβεβαιώνουν.
Το Κρεμλίνο ανάγκασε επίσης τις περιφερειακές και τοπικές αρχές να χρησιμοποιήσουν τους πόρους τους για να εξοπλίσουν τους στρατιώτες με βασικά στρατιωτικά αγαθά στα κατά τόπους στρατόπεδα. «Δημιουργείται λοιπόν ένα πλαίσιο στο οποίο η προμήθεια τεχνολογικών αγαθών που αποκτώνται με την παράκαμψη των κυρώσεων ενισχύει την εθνική αμυντική βιομηχανία, οι πωλήσεις φυσικού αερίου και πετρελαίου προστατεύουν το ρούβλι και η νέα βιομηχανική στρατηγική επιτρέπει στη Ρωσία να διατηρεί λειτουργική την πολεμική της μηχανή», εξηγεί το Foreign Policy.