Σύμφωνα με μελέτη του Γερμανικού Οικονομικού Ινστιτούτου (IW), που εδρεύει στην Κολωνία, οι κρίσεις των τελευταίων τεσσάρων ετών στοίχισαν στη γερμανική οικονομία πάνω από μισό τρισεκατομμύριο ευρώ.
«Οι κρίσεις αυτές προκάλεσαν οικονομικές απώλειες, συνολικού ύψους περίπου 545 δισεκατομμυρίων ευρώ», ανακοίνωσε το IW.
Στο διάστημα των τεσσάρων τελευταίων ετών-εξηγεί το Γερμανικό Οικονομικό Ινστιτούτο- οι Γερμανοί ξόδεψαν 400 δισ. ευρώ λιγότερα για την κατανάλωσή τους, που αντιστοιχεί σε περίπου 4.800 ευρώ ανά άτομο. Πολλές επενδύσεις επίσης κατέρρευσαν. Συνολικά, αυτές οι ζημίες ανήλθαν σε 155 δισ. ευρώ.
Ταυτόχρονα, μεταξύ 2020 και 2021, η πανδημία περιόρισε τις αγορές και τις δραστηριότητες αναψυχής, με αποτέλεσμα μόνο σε αυτήν την περίοδο, οι Γερμανοί να ξοδέψουν σχεδόν 250 δισεκατομμύρια ευρώ λιγότερα για ιδιωτική κατανάλωση, σύμφωνα με τη μελέτη.
«Πριν από την πανδημία, οι καταναλωτές εξοικονομούσαν κατά μέσο όρο περίπου το 10% του εισοδήματός τους, αλλά κατά τη διάρκεια της κρίσης του κορωνοϊού, το ποσοστό αυτό ανέβηκε έως και 16%».
Η κατανάλωση δεν αυξήθηκε μετά τον κορωνοϊό
«Ακόμα και μετά την πανδημία πάντως, οι καταναλωτικές δαπάνες δεν αυξήθηκαν, αναφέρει το IW. Με τον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, το ενεργειακό κόστος αυξήθηκε, γι’ αυτό και οι όποιες αποταμιεύσεις έγιναν στη διάρκεια της πανδημίας, εξανεμίστηκαν γρήγορα. «Όποιος πήγαινε στο σινεμά ή αγόραζε ένα καινούργιο ζευγάρι παπούτσια έπρεπε να πληρώσει τις αυξημένες τιμές ρεύματος ή βενζίνης», είναι το συμπέρασμα των ειδικών του IW. «Ο υψηλός πληθωρισμός περιόρισε για άλλη μια φορά τις αγορές και τις δραστηριότητες αναψυχής των Γερμανών».
Εκτός από τους καταναλωτές, οι κρίσεις τραυμάτισαν και την οικονομία.
Οι λόγοι: Η γερμανική βιομηχανία εξαρτάται περισσότερο από το διεθνές εμπόριο και ως εκ τούτου είναι πιο ευάλωτη σε μια αδύναμη παγκόσμια οικονομία. Εάν οι εταιρείες σε όλο τον κόσμο επενδύουν λιγότερα σε νέα μηχανήματα, η γερμανική οικονομία υποφέρει ως σημαντικός εξαγωγέας τέτοιων κεφαλαιουχικών αγαθών. Επιπλέον, οι βιομηχανίες έντασης ενέργειας εκπροσωπούνται καλά στη χώρα αυτή και είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες στην αύξηση του ενεργειακού κόστους.
Ο οικονομολόγος του IW Μίκαελ Γκρέμλινγκ προειδοποιεί μάλιστα ότι οι συνέπειες θα είναι μακροπρόθεσμες: Η έλλειψη επενδύσεων μειώνει την ικανότητά μας να αντιμετωπίζουμε προκλήσεις όπως η ψηφιοποίηση, η έλλειψη ειδικευμένων εργαζομένων ή η κλιματική αλλαγή», τονίζει ο Γερμανός οικονομολόγος.