«Η οικονομία πηγαίνει πραγματικά δραματικά άσχημα», παραδέχτηκε ο γερμανός υπουργός Οικονομικών, Ρόμπερτ Χάμπεκ. Η γερμανική κυβέρνηση αναμένει αύξηση του ΑΕΠ εφέτος μόλις κατά 0,2%.
Στην πραγματικότητα, αυτό σημαίνει στασιμότητα. «Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι», τόνισε ο Πράσινος Χάμπεκ.
Σύμφωνα με το Γερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο (DIHK), πλησιάζει στη Γερμανία η μεγαλύτερη οικονομική κρίση εδώ και περισσότερα από 20 χρόνια. Μετά από έρευνα σε περισσότερες από 27.000 εταιρείες από όλους τους τομείς και τις περιφέρειες, το Γερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο αναμένει ότι η γερμανική οικονομία θα συρρικνωθεί κατά 0,5% φέτος. Το 2023 μειώθηκε ήδη κατά 0,3%. «Αυτό είναι ένα σαφές προειδοποιητικό σημάδι», λέει ο γενικός διευθυντής του DIHK, Μάρτιν Φανσλίμπεν. «Η κακή διάθεση μεταξύ των εταιρειών εδραιώνεται όλο και περισσότερο».
Μόνο το 2002 και το 2003 η γερμανική οικονομία συρρικνώθηκε για δύο συνεχόμενα χρόνια. Εκείνη την εποχή, η κόκκινο-πράσινη κυβέρνηση του Γκέρχαρντ Σρέντερ αντέδρασε με την λεγόμενη «Ατζέντα 2010», με μακροπρόθεσμες αλλαγές στην αγορά εργασίας και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Τα κρατικά επιδόματα περικόπηκαν, η προστασία από την απόλυση μειώθηκε και διευκολύνθηκε η προσωρινή απασχόληση. Πολλοί οικονομολόγοι θεωρούν ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις εκείνη την εποχή ήταν ο κύριος λόγος για το πολύ χαμηλότερο πλέον ποσοστό ανεργίας και μια μακρά φάση με συγκριτικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Ο γενικός διευθυντής του DIHK κάλεσε την κυβέρνηση Σολτς να συντάξει μια θαρραλέα δέσμη μέτρων, να αντιμετωπίσει τα προβλήματα και να ξεκινήσει αμέσως. «Η κρίση είναι εδώ». Πρέπει να γίνουν τα πάντα για να διευκολυνθεί η ζωή των εταιρειών χωρίς να αυξάνεται ταυτόχρονα ο πληθωρισμός. Για παράδειγμα, η γραφειοκρατία θα μπορούσε να μειωθεί πολύ πιο σημαντικά. «Ο γερμανικός νόμος για την αλυσίδα εφοδιασμού πρέπει τώρα να ανασταλεί. Ο νόμος καθιστά τις μεγαλύτερες εταιρείες υπεύθυνες για ελλείψεις στις αλυσίδες εφοδιασμού τους».
Άλλη η εικόνα του Σολτς
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έχει μειώσει τις προβλέψεις της. Για φέτος προβλέπει οικονομική ανάπτυξη κατά 0,2%, αντί για 1,3% που προέβλεπε το φθινόπωρο.
Αλλά ο γερμανός καγκελάριος, Όλαφ Σολτς, αντέκρουσε την εικόνα της κρίσης και αναφέρθηκε σε μεγάλες επενδύσεις που έχουν ανακοινωθεί. Μετά από εταιρείες όπως η Intel και η TSMC, η Microsoft ανακοίνωσε ότι θέλει να να επενδύσει 3,2 δισεκατομμύρια ευρώ στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης (AI ) στη Γερμανία. «Αυτή τη στιγμή βλέπουμε επενδύσεις μεγάλης κλίμακας εδώ», είπε ο καγκελάριος, αναφερόμενος στους τομείς των μπαταριών, των αυτοκινήτων, των ημιαγωγών και των φαρμακευτικών προϊόντων.
Ο πρόεδρος της Microsoft, Μπραντ Σμιθ, επαίνεσε επίσης τη Γερμανία για τη δεύτερη θέση στον κόσμο στη χρήση τεχνητής νοημοσύνης. «Αυτό δείχνει ότι η εισαγωγή της τεχνητής νοημοσύνης σε γερμανικές εταιρείες, μεγάλες και μικρές, προχωρά πολύ γρήγορα σε ολόκληρη την οικονομία».
Η κατάσταση είναι κρίσιμη
Δεν είναι, ωστόσο, τόσο αισιόδοξος ο οικονομολόγος Γκούσταβ Χορν, που διετέλεσε επιστημονικός διευθυντής στο Ινστιτούτο Μακροοικονομικής και Έρευνας Επιχειρηματικού Κύκλου (IMK) του ιδρύματος Hans Böckler από το 2005 έως το 2019.
«Η κατάσταση είναι κρίσιμη», υποστηρίζει ο Χορν, μιλώντας στην Taz. «Η γερμανική οικονομία μαραζώνει εδώ και πολύ καιρό. Πέρυσι είχε ήδη συρρικνωθεί κατά 0,3%. Αυτό όχι μόνο αποδυναμώνει την ευημερία μας, αλλά επιβαρύνει επίσης την αγορά εργασίας. Θέτει επίσης τον κίνδυνο μεγαλύτερων συγκρούσεων διανομής, καθώς αυτό περιορίζει το πεδίο δράσης του κράτους».
Ο Χορν λέει πως αν δεν γίνουν τώρα επενδύσεις στον κοινωνικό-οικολογικό μετασχηματισμό, η Γερμανία θα μείνει πίσω στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. «Όσο περισσότερο αναβάλλουμε τις απαραίτητες επενδύσεις, τόσο πιο δύσκολο θα είναι για εμάς να συμβαδίσουμε με τον παγκόσμιο ανταγωνισμό αργότερα. Αυτό θα κοστίσει ευημερία και θέσεις εργασίας υψηλής ποιότητας».
Ο γερμανός οικονομολόγος σημειώνει ακόμη ότι τα υψηλά επιτόκια επιβαρύνουν τις ιδιωτικές επενδύσεις, σε συνδυασμό με την περιοριστική οικονομική πολιτική.
Συνταγή για ύφεση
«Αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση μειώνει τις δαπάνες, παρά την αδύναμη οικονομία, κάτι που είναι συνταγή για ύφεση. Αυτό επιβαρύνει επιπλέον την οικονομία και μειώνει τα εισοδήματα των ανθρώπων… Το φρένο χρέους πρέπει να μεταρρυθμιστεί. Θέτει σε κίνδυνο τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας. Επιβαρύνει επίσης τις ιδιωτικές επενδύσεις, επειδή η ομοσπονδιακή κυβέρνηση περιορίζεται και ως εκ τούτου υπάρχει αβεβαιότητα σχετικά με την πορεία της οικονομικής της πολιτικής. Αντίθετα, το κράτος θα έπρεπε τώρα να δαπανήσει για να τονώσει τις επενδύσεις και έτσι να τονώσει την οικονομία. Αυτό είναι πιο ελπιδοφόρο για το μέλλον από έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό», τονίζει ο Γκούσταβ Χορν.
Οι παράγοντες της κρίσης
«Η ασθενής ανάπτυξη μπορεί να εξηγηθεί όχι μόνο από παράγοντες που προέρχονται από το εξωτερικό, αλλά και από τα εγχώρια προβλήματα», δήλωσε ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Ifo του Μονάχου, Κλέμενς Φουεστ, στη «Rheinische Post». Αυτό περιλαμβάνει το υψηλό επίπεδο αβεβαιότητας σχετικά με τη μελλοντική πορεία της οικονομικής και κλιματικής πολιτικής. «Ένα κεντρικό πρόβλημα είναι ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν έχει μια πειστική μεσοπρόθεσμη στρατηγική ανάπτυξης».
«Η τρικομματική κυβέρνηση Σολτς πρέπει να ξεπεράσει τις εσωτερικές του διαφορές, να μειώσει τους φόρους για τις εταιρείες, να μειώσει τη γραφειοκρατία και να αυξήσει τις δημόσιες επενδύσεις», προσθέτει.
Ο υπουργός Οικονομικών, Χάμπεκ, χαρακτήρισε την κατάσταση «ντροπιαστική και κοινωνικά επικίνδυνη». Η Γερμανία θα καταλήξει έτσι και πάλι στην κατώτερη ομάδα των βιομηχανικών χωρών. Όπως είπε ο Χάμπεκ, «αν δεν κάνουμε κάτι, η χώρα μας θα μείνει πίσω. Τότε η Γερμανία θα γίνει φτωχότερη».