Η Κίνα διατήρησε για 8η συνεχή χρονιά τη θέση της ως ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας, αφήνοντας οριακά όμως στη δεύτερη θέση τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως ανακοίνωσε η Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία.
Ο όγκος του εμπορίου ανάμεσα στην Κίνα και τη Γερμανία έφτασε πέρυσι τα 253,1 δισ. ευρώ, κατά 0,7 δισ. ευρώ υψηλότερος από το εμπόριο με τις Ηνωμένες Πολιτείες, που ανήλθε στα 252,3 δισ. ευρώ. Το χάσμα έχει μειωθεί σημαντικά, καθώς το 2022 η διαφορά ήταν 50,1 δισ. ευρώ.
Η αξία των προϊόντων που εισήχθησαν στη Γερμανία από την Κίνα μειώθηκε πάντως πέρυσι κατά 19,2% στα 155,7 δισ. ευρώ. Την ίδια στιγμή, η αξία των γερμανικών προϊόντων που εξήχθησαν στην Κίνα μειώθηκε κατά 8,8%, στα 97,3 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι το εμπορικό έλλειμμα της Γερμανίας ανήλθε στα 58,4 δισεκατομμύρια ευρώ – το δεύτερο μεγαλύτερο με την Κίνα από τότε που ξεκίνησε η μέτρηση των δεδομένων το 1950, μετά το ρεκόρ των 86,1 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2022.
Την τρίτη θέση στο εμπόριο με τη Γερμανία καταλαμβάνει και πάλι η Ολλανδία, με εξαγωγές και εισαγωγές συνολικής αξίας 214,8 δισ. ευρώ, καταγράφοντας όμως μείωση 5,5%.
«Η δεσπόζουσα θέση της Κίνας στο εξωτερικό εμπόριο με τη Γερμανία υποχωρεί σημαντικά», αναφέρει η γερμανική εταιρεία εξωτερικού εμπορίου Germany Trade and Invest (GTAI). Ο κύριος λόγος είναι η αποδυνάμωση της οικονομίας της Κίνας. «Η κρίση των ακινήτων, οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι σε σχέση με τις ΗΠΑ και οι αδύναμες βιομηχανικές επενδύσεις συμβάλλουν σε αυτό», αναφέρει η GTAI.
Οι γερμανικές εταιρείες άλλαξαν επίσης τη στρατηγική τους στην κινεζική αγορά. Σύμφωνα με τη GTAI, προσπαθούν να αποφύγουν τη χρήση της Κίνας στις προμήθειες.
«Εάν συνεχιστούν οι εμπορικές εξελίξεις του περασμένου έτους, οι ΗΠΑ θα ξεπεράσουν την Κίνα ως ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας το αργότερο έως το 2025», δήλωσε ο επικεφαλής εξωτερικού εμπορίου στο Γερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο (DIHK), Φόλκερ Τράιερ. «Προς το παρόν δεν υπάρχουν ενδείξεις σημαντικής αύξησης της ζήτησης για προϊόντα που κατασκευάζονται στη Γερμανία από την Κίνα».
Οι ΗΠΑ ο πιο σημαντικός «πελάτης»
Όπως συμβαίνει από το 2015, οι περισσότερες γερμανικές εξαγωγές πήγαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου πέρυσι εξήχθησαν προϊόντα αξίας 157,9 δισ. ευρώ, 1,1% περισσότερα από το 2022. Αυτό αντισταθμίστηκε από εισαγωγές από τις ΗΠΑ ύψους 94,4 δισ. ευρώ, που κατέγραψαν επίσης αύξηση 1,1%. Αυτό σημαίνει ότι το γερμανικό εξωτερικό εμπόριο με τις ΗΠΑ πέτυχε πλεόνασμα 63,5 δισ. ευρώ.
Στη δεύτερη θέση μεταξύ των πιο σημαντικών «πελατών» προϊόντων «Made in Germany» ήταν η Γαλλία (116,8 δισεκατομμύρια ευρώ, μείον 1,2%), ακολουθούμενη από την Ολλανδία (111,5 δισεκατομμύρια ευρώ, μείον 0,7 %).
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Μακροοικονομικής και Οικονομικής Έρευνας (IMK), η εξέλιξη αυτή δείχνει ότι συντελούνται σημαντικές γεωοικονομικές αλλαγές. «Αντιμετωπίζοντας μια πιθανή σύγκρουση για την Ταϊβάν και μια αντιπαράθεση μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, οι γερμανικές εταιρείες διαφοροποιούν τις αλυσίδες εφοδιασμού τους και προμηθεύονται λιγότερα προϊόντα από την Κίνα», δήλωσε ο επιστημονικός διευθυντής του ινστιτούτου οικονομικής έρευνας IMK, Σεμπάστιαν Ντάλιεν. «Αυτό αντικατοπτρίζεται στη σημαντική πτώση των εισαγωγών από την Κίνα». Η Λαϊκή Δημοκρατία, με τη σειρά της, βασίζεται στην αύξηση της εγχώριας παραγωγής στρατηγικών αγαθών και προμηθεύεται λιγότερα από τη Γερμανία.
Ρεκόρ στις γερμανικές άμεσες επενδύσεις στην Κίνα
Σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου Γερμανικής (IW), οι γερμανικές άμεσες επενδύσεις στην Κίνα έχουν αυξηθεί σε επίπεδο ρεκόρ παρά τις εκκλήσεις για μεγαλύτερη διαφοροποίηση.
Αυξήθηκαν κατά περισσότερο από 4%το 2023, φθάνοντας αθροίζοντας 11,9 δισεκατομμύρια ευρώ, όπως υπολόγισε η IW Κολωνίας με βάση τα στοιχεία της Bundesbank. «Πρόκειται για ένα νέο υψηλό – μετά από ήδη αυξημένες τιμές τα προηγούμενα δύο χρόνια», δήλωσε ο Γιούργκεν Μάτες, επικεφαλής του τμήματος διεθνούς οικονομικής πολιτικής στο ινστιτούτο IW της Κολωνίας. Από το 2021 έως το 2023 οι γερμανικές άμεσες επενδύσεις στην Κίνα ήταν όσες από το 2015 έως το 2020.
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ενθαρρύνει τις εταιρείες να μην βάζουν «όλα τα χαρτιά τους», στην Κίνα, καθώς ο κίνδυνος ενός πολέμου στην Ταϊβάν θα μπορούσε να οδηγήσει σε κυρώσεις κατά του Πεκίνου παρόμοιες με εκείνες κατά της Ρωσίας και να διαταράξει τις αλυσίδες εφοδιασμού.
Συνολικά, σύμφωνα με την IW, υπάρχει μικτή εικόνα. «Από τη μια πλευρά, υπάρχουν οι νέες επενδύσεις στην Κίνα, οι οποίες χρηματοδοτούνται αποκλειστικά από τα κέρδη που παράγονται εκεί», δήλωσε ο Μάτες. «Από την άλλη πλευρά, προφανώς υπήρξαν επίσης κινήσεις αποχώρησης από την Κίνα τα τελευταία τέσσερα χρόνια».