O «κύβος ερρίφθη» για την πολυαναμενόμενη αλλαγή πλεύσης στην άκρως αυστηρή νομισματική πολιτική των τελευταίων 18 μηνών, με τις κορυφαίες κεντρικές τράπεζες του πλανήτη να «ζεσταίνουν τις μηχανές» για μειώσεις επιτοκίων.
Η αντίστροφη μέτρηση άρχισε με τη γενική παραδοχή ότι η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού βρίσκεται σε «καλό δρόμο» και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, γεγονός που επιτρέπει στις κεντρικές τράπεζες να ξεκινήσουν μειώσεις των επιτοκίων τους επόμενους μήνες, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζεται ο ακριβής χρόνος αυτής της άκρως σημαντικής καμπής.
Την πιο ξεκάθαρη θέση στην κούρσα αλλαγής φαίνεται να υιοθετεί, με βάση τα σημερινά δεδομένα, η Φέντεραλ Ριζέρβ, με την ΕΚΤ από κοντά, χωρίς ακόμη να μπορεί να προβλεφθεί με ακρίβεια ποια κεντρική τράπεζα θα κάνει το πρώτο βήμα και πότε ακριβώς, καθότι οι ισορροπίες είναι ιδιαίτερα εύθραυστες, με την οικονομία της Ευρωζώνης να παραπαίει ανάμεσα στην οριακή ανάπτυξη και στην ύφεση και τις ΗΠΑ να βρίσκονται σε έτος προεδρικών εκλογών. Κοινός παρονομαστής σε όλες τις κεντρικές τράπεζες είναι η δυσπιστία για σταθερά καθοδική πορεία του πληθωρισμού, η απομάκρυνση της μέχρι πρότινος σταθερής αναφοράς ότι ενδεχομένως να χρειαστεί περαιτέρω σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής και η ανάγκη ελευθερίας κινήσεων και προσαρμοστικότητας, καθότι το σημερινό περιβάλλον παραμένει αβέβαιο. Χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η Fed κράτησε ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα, κάτι που ωστόσο δεν αρέσει στις αγορές, γι’ αυτό και μετέθεσαν τα στοιχήματά τους για την πρώτη μείωση των επιτοκίων στις ΗΠΑ από τον Μάρτιο στον Μάιο.
Τα λάθη του ’70
Αυτό που φαίνεται να «στοιχειώνει» τους κορυφαίους κεντρικούς τραπεζίτες είναι ο κίνδυνος επανάληψης λάθους στη νομισματική πολιτική, δεδομένου ότι έχουν βαρύτατα επικριθεί για την αστοχία τους να μην αντιληφθούν εγκαίρως τη σφοδρότητα του πρώτου κύματος πληθωρισμού λίγο μετά την πανδημία. Ο πρόεδρος της Fed Τζερόμ Πάουελ επανέλαβε πολλάκις τη σκέψη του ότι τα στοιχεία για τον πληθωρισμό βαίνουν καλώς, αλλά ότι χρειάζεται περισσότερα και όχι κατ’ ανάγκην καλύτερα στοιχεία. Το θέμα είναι να μην επαναληφθούν τα λάθη της δεκαετίας του 1970 με μια υπερβολικά πρόωρη επιτοκιακή μείωση, ειδικά όταν δεν υπάρχουν προβλήματα στην αγορά εργασίας. Όταν η Fed θα έχει τη βεβαιότητα που θέλει, τότε θα μειώσει τα επιτόκια αρκετές φορές φέτος, κατέστησε σαφές ο Πάουελ, δίδοντας ουσιαστικά και την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής.
Η Τράπεζα της Αγγλίας άνοιξε και αυτή στην προχθεσινή της συνεδρίαση την πόρτα για επιτοκιακές μειώσεις για πρώτη φορά από την κρίση της πανδημίας, προειδοποιώντας ωστόσο ότι οι πιέσεις στις τιμές μπορεί να επανεμφανιστούν. Όπως και η Fed, έτσι και η Τράπεζα της Αγγλίας απάλειψε από τη φρασεολογία της την αναφορά ότι το κόστος δανεισμού μπορεί να αυξηθεί ξανά, με τον διοικητή της Άντριου Μπέιλι να αναγνωρίζει ότι η διατήρηση των επιτοκίων στα σημερινά επίπεδα θα μπορούσε να ωθήσει τον πληθωρισμό σημαντικά κάτω από τον στόχο του 2%. Η εννεαμελής νομισματική επιτροπή εμφανίστηκε τριχοτομημένη -πρόκειται για το μεγαλύτερο χάσμα απόψεων από το 2008-, με την πλειοψηφία των έξι να επιλέγει τη διατήρηση των επιτοκίων στο 5,25%, ένα μέλος τάχθηκε υπέρ μείωσης, ενώ δύο επέμειναν σε αύξηση στο 5,5%. Traders στοιχηματίζουν ότι η κεντρική τράπεζα θα προχωρήσει φέτος σε τέσσερις επιτοκιακές μειώσεις, με την πρώτη να αρχίζει τον Ιούνιο, ενώ μια πιο πρόωρη κίνηση τον Μάιο προσελκύει πιθανότητα 50%. Μέχρι το τέλος του 2025, οικονομολόγοι βλέπουν το επιτόκιο στο 3%.
Και η κεντρική τράπεζα της Σουηδίας διατήρησε στην προχθεσινή της συνεδρίαση αμετάβλητο το βασικό επιτόκιο στο 4%, γνωστοποιώντας την πρόθεσή της να μειώσει το κόστος δανεισμού μέσα στο πρώτο εξάμηνο του έτους. «Πιστεύουμε ότι ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει περαιτέρω, είμαστε πλέον πολύ πιο βέβαιοι γι’ αυτό. Εάν συνεχιστούν οι σημερινές ευνοϊκές συνθήκες, μία μείωση των επιτοκίων έως τέλη Ιουνίου δεν μπορεί να αποκλειστεί», τόνισε ο πρόεδρος της Riksbank, Έρικ Τέντιν. «Το νέο μήνυμα σηματοδοτεί τεράστια αλλαγή από την προηγούμενη καθοδήγηση», αναφέρει αναλυτής της Nordea, καθώς η κεντρική τράπεζα της Σουηδίας άφηνε να εννοηθεί τον Νοέμβριο ότι το βασικό επιτόκιό της δεν θα μειωνόταν κάτω από το 4% έως το δεύτερο εξάμηνο του 2025. Η κεντρική τράπεζα ανακοίνωσε επίσης ότι θα αυξήσει τις πωλήσεις των κρατικών ομολόγων που συσσώρευσε στη διάρκεια της πανδημίας.
Συγκρατημένη η ΕΚΤ
Η ΕΚΤ, η οποία άνοιξε τον χορό των συνεδριάσεων του νέου έτους, είναι λίγο πιο συγκρατημένη, καθώς δίδει μεγάλη έμφαση στο θέμα των αυξήσεων των μισθών και αυτός είναι ένας από τους λόγους που δεν βιάζεται να προχωρήσει σε μείωση των επιτοκίων. Ο επικεφαλής οικονομολόγος Φίλιπ Λέιν επανήλθε στο θέμα αυτό, λέγοντας ότι η κερδοφορία των επιχειρήσεων, όπως και οι αυξανόμενοι μισθοί θα διαμορφώσουν τον δρόμο για τις τιμές καταναλωτή το 2024. «Πιστεύουμε ότι οι επιχειρήσεις θα απορροφήσουν μέρος του αυξανόμενου κόστους εργασίας και αυτό χάρη στο επίπεδο των κερδών. Έτσι, μπορεί να είναι υψηλότεροι οι μισθοί, αλλά ο πληθωρισμός να μην αυξάνεται τόσο γρήγορα», εξήγησε.
H κεντρική τράπεζα του Καναδά διατήρησε σταθερό το βασικό επιτόκιό της στο 5% στα τέλη Ιανουαρίου για τέταρτη διαδοχική συνεδρίαση, υπογραμμίζοντας την πρόθεσή της για μείωση των επιτοκίων, ενώ και η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας σηματοδότησε την πρόθεσή της να μειώσει τα επιτόκια. Ωστόσο, η κεντρική τράπεζα της Νορβηγίας, που προχώρησε ξαφνικά σε επιτοκιακή αύξηση τον Δεκέμβριο, προτίθεται να διατηρήσει το επιτόκιό της στα σημερινά επίπεδα για κάποιο ακόμη διάστημα.