Αντιμέτωπο με ομαδική αγωγή από τους πρώην εργαζομένους του έρχεται το «The Messenger», μία ημέρα μετά το αιφνίδιο κλείσιμο της εταιρείας, που αφήνει πάνω από 300 άτομα χωρίς δουλειά, αλλά και χωρίς αποζημίωση απόλυσης.
Η αγωγή έρχεται να εντείνει το δράμα γύρω από το κλείσιμο του ειδησεογραφικού ιστότοπου – που έκαψε 50 εκατομμύρια δολάρια σε μετρητά σε λίγους μόλις μήνες από την κυκλοφορία του και τελικά κάηκε και το ίδιο. Στην αγωγή, που κατατέθηκε στη Νότια Περιφέρεια της Νέας Υόρκης, η εταιρεία The Messenger και ο Διευθύνων Σύμβουλος, Τζίμι Φίνκελσταϊν, κατηγορούνται για παραβίαση του νόμου περί προσαρμογής των εργαζομένων (WARN), ο οποίος απαιτεί από τους μεγάλους εργοδότες να ειδοποιούν εκ των προτέρων για μεγάλης κλίμακας απολύσεις.
Ο νόμος σχεδιάστηκε για να βοηθήσει τους εργαζόμενους να βρουν νέες θέσεις εργασίας πριν χάσουν την τρέχουσα απασχόληση. «Ο ενάγων και όλοι οι εργαζόμενοι σε παρόμοια θέση επιδιώκουν να ανακτήσουν μισθούς και παροχές έως και 60 ημερών», αναφέρει η αγωγή.
Τις τελευταίες εβδομάδες, ο Φινκελσταϊν υποστηρίζει ότι προσπάθησε να συγκεντρώσει τα μετρητά που ήταν απαραίτητα για να διατηρήσει την επιχείρηση στη ζωή για αρκετούς ακόμη μήνες, αλλά τελικά απέτυχε να κλείσει μια συμφωνία χρηματοδότησης. Το ρευστό της εταιρείας εξαντλήθηκε την Τετάρτη.
Πώς φτάσαμε εδώ
Η The Messenger έκανε την εμφάνισή της τον περασμένο Μάιο με χρηματοδότηση 50 εκατ. δολαρίων ως μια πολλά υποσχόμενη startup ψηφιακών ειδήσεων. Κάποιοι έκαναν λόγο για τεράστιες προοπτικές. Εξελίχθηκε σε μια από τις μεγαλύτερες αποτυχίες των μέσων ενημέρωσης της εποχής του Διαδικτύου. Ακόμη χειρότερα, σχολιάζει το Axios.com, ο θάνατός της θα έπρεπε να είχε προβλεφθεί.
Το ειδησεογραφικό site The Messenger προσέλαβε 300 άτομα μέσα σε λίγους μήνες με αμοιβές αρκετά υψηλότερες από τον μέσο όρο της αγοράς. Ξόδευε ταχύτατα και αλόγιστα, πιστεύοντας ότι το ίδιο γρήγορα θα χτίσει και κοινό. Δεν είχε το ίδιο την απαιτούμενη υπομονή για να δει αποτελέσματα και έτσι δεν δόθηκε η ευκαιρία αυτά να έρθουν.
Οι γίγαντες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης δεν διανέμουν πλέον δωρεάν την επισκεψιμότητα σε ειδησεογραφικούς ιστότοπους, αναγκάζοντας τις περισσότερες εταιρείες ειδήσεων να βασίζονται στην επισκεψιμότητα μέσω αναζήτησης, η οποία απαιτεί χρόνο για να αναπτυχθεί. Η κατάργηση των cookies παρακολούθησης τρίτου μέρους έχει ωφελήσει τη δημιουργία εσόδων από μικρότερο, πιο πιστό κοινό. Μια ευρύτερη επιβράδυνση στην αγορά διαφημίσεων έχει καταστήσει τις συνδρομές μια κρίσιμη ροή εσόδων εκτός από τη διαφήμιση.
Το Messenger πούλησε κυρίως αυτοματοποιημένες ψηφιακές διαφημίσεις σε κλίμακα χρησιμοποιώντας δεδομένα τρίτων. Για μήνες, ρεπορτάζ από το The Daily Beast, το Semafor και άλλους αναφέρονταν στις επιχειρηματικές προκλήσεις που μαστίζουν τη νεοσύστατη εταιρεία ειδήσεων.
Όταν βάζεις στόχο τα 100 εκατ. και πετυχαίνεις 3 εκατ.
Ενώ ο ιστότοπος συγκέντρωσε αρκετά ικανοποιητική επισκεψιμότητα, δεν ήταν σε θέση να υποστηρίξει το newsroom εκατοντάδων συντακτών με τα έσοδα που παρήγαγε. Σύμφωνα με έγγραφα, που περιήλθαν στην κατοχή του Axios, ενώ η εταιρεία έκαιγε συνεχώς χρήματα, εξασφάλισε έσοδα μόλις 3 εκατ. δολαρίων πέρυσι. Το ποσό δεν είναι απλά απογοητευτικά χαμηλό, αλλά φαντάζει αστείο, αν αναλογιστεί κανείς ότι επίσημος στόχος ήταν τα έσοδα ύψους 100 εκατ. δολαρίων. Μερίδα αναλυτών είχε αμφισβητήσει τη δυνατότητα για έσοδα 100 εκατ. δολ., αλλά κανείς δεν έριχνε τον πήχυ τόσο χαμηλά.
Σε υπόμνημά του προς το προσωπικό ο Φίνκελσταϊν απέδωσε την κατάρρευση στις «πολλές σοβαρές προκλήσεις» που αντιμετωπίζει ο χώρος των media. Ζήτησε συγγνώμη από τους εργαζομένους, αναγνώρισε ότι η απόφαση αυτή αιφνιδιάζει τους πάντες, αλλά δεν είπε τίποτα για εσφαλμένες επιλογές που οδήγησαν στο τόσο πρόωρο τέλος. Το χειρότερο; Δεν υπήρξε η παραμικρή αναφορά σε αποζημίωση.
«To The Messenger, ένα ειδησεογραφικό site που υποσχόταν να φέρει τα πάνω – κάτω στη βιομηχανία των media με ένα εγχειρίδιο βγαλμένο από τις startups και όχι τα μέσα, τελικά θα κλείσει ύστερα από λιγότερο από έναν χρόνο ζωής» σχολίασαν οι New York Times. Πιο καυστικός ο Guardian, περιέγραψε την προβληματική στρατηγική του με τον τίτλο: «Πώς να μην κάνεις δημοσιογραφία».