Για τον γάλλο πρόεδρο, Εμμανουέλ Μακρόν, είναι η «μητέρα όλων των μαχών»: Η επαναβιομηχάνιση της Ευρώπης. Και τα αποτελέσματα δεν είναι πειστικά για τη Γηραιά ήπειρο. Αν θέλει να διαδραματίζει παγκόσμιο ρόλο και να βελτιώνει την ευημερία των Ευρωπαίων πολιτών.
Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις στη βιομηχανία: Στην Ευρώπη, οι επενδύσεις στη βιομηχανία μειώθηκαν τους τελευταίους 12 μήνες κατά 25%, κατά 38% στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), κατά 71% στη Γερμανία και κατά 21% στη Γαλλία, σύμφωνα με τα αποτελέσματα του τελευταίου παγκόσμιου βαρόμετρου βιομηχανικών επενδύσεων της Trendeo και της McKinsey.
Την ίδια ώρα: Οι όγκοι των βιομηχανικών επενδύσεων στον κόσμο έχουν σταθεροποιηθεί τους τελευταίους 12 μήνες, σε περίπου 1.205 δισεκατομμύρια ευρώ.
Αλλά αυτός ο μέσος όρος κρύβει έντονες ανισότητες μεταξύ των ηπείρων. Στην Ασία αυξάνονται οι επενδύσεις στη βιομηχανία, αποτελώντας τον κορυφαίο προορισμό με περισσότερο από το μισό του συνόλου. Η όποια επιβράδυνση της Κίνας αντισταθμίζεται από τις επιδόσεις της Νότιας Κορέας.
Στην Αμερική καταγράφονται υψηλότερα ποσοστά από τον ετήσιο μέσο όρο τους από το 2016 έως το 2022, βοηθούντος και του νόμου IRA με τις τεράστιες επιδοτήσεις 400 δισ. για προσέλκυση πράσινων επενδύσεων.
Οι αμερικανικές εταιρείες έχουν «αυξήσει μάλιστα εντυπωσιακά το μέγεθος των ευρωπαϊκών επενδύσεών τους, ιδιαίτερα για ημιαγωγούς και ηλεκτρικά οχήματα », σημειώνει ο Ντέιβιντ Κουσκέρ, ιδρυτής της εταιρείας Trendeo. Οι επενδύσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυξημένες κατά 4% τους δώδεκα μήνες, είναι πολύ πάνω από το μέσο επίπεδο των προηγούμενων ετών (52%).
«Τρίτος προορισμός στον κόσμο με το 10% του συνόλου, η Ευρώπη είναι και κάτω από τον ετήσιο μέσο όρο της και επιβραδύνεται», σημειώνει ο Ντέιβιντ Κουσκέρ.
Περιορισμένες δραστηριότητες
«Η ΕΕ, η οποία χάνει μερίδιο αγοράς στις παγκόσμιες βιομηχανικές επενδύσεις, καταγράφει πιο περιορισμένες δραστηριότητες, 40% μικρότερες από τον παγκόσμιο μέσο όρο, με 256 εκατομμύρια ευρώ ανά μεταποιητικό έργο σε σύγκριση με 436 εκατομμύρια παγκοσμίως.
Τα τελευταία επτά χρόνια έχουν αφιερωθεί στη βιομηχανία μόνο το 35% του συνολικού ποσού που δαπανήθηκε και το 46% του αριθμού των έργων στην ΕΕ. Υπήρξε μια σαφής αύξηση στο μερίδιο των “εγχώριων” επενδύσεων μετά τον Covid, αλλά η οποία δεν συνεχίζεται τους τελευταίους 18 μήνες», αναφέρει η Trendeo.
Εκτός συνόρων
Οι δραστηριότητες των ευρωπαϊκών εταιρειών είναι μάλιστα κατά μέσο όρο μεγαλύτερες εκτός των συνόρων της ΕΕ. Τα τελευταία επτά χρόνια, οι εταιρείες στους τομείς του υδρογόνου (90% των ποσών), της αιολικής ενέργειας (80%), των χημικών (78%) και σε μικρότερο βαθμό της αυτοκινητοβιομηχανίας (64%) επέλεξαν περισσότερο να ξοδέψουν «στο εξωτερικό».
Η δύσκολη κατάσταση της ευρωπαϊκής οικονομίας είναι ίσως πιο ορατή αυτή τη στιγμή στην κρίση που διέρχεται η σημαντικότερη χώρα της, η Γερμανία.
Το 2023 έκλεισε με αρνητικό ΑΕΠ (-0,3%) και οι προοπτικές για το 2024 δεν είναι πολύ αισιόδοξες.
Ο Γερμανός «ασθενής»
Ο Λουίτζι Καμπίλιο, καθηγητής Οικονομικής Πολιτικής στο Καθολικό Πανεπιστήμιο του Μιλάνου, λέει πως ολοένα και πιο πολύ γίνεται ξεκάθαρο: Η Γερμανία «σε 20 χρόνια έχει περάσει από την ανάπτυξη στην παρακμή».
Η έκρηξη της οικονομίας της από το 2000 συνδέθηκε θεμελιωδώς με την παγκοσμιοποίηση: οι ασιατικές αγορές έγιναν το νέο σύνορο για τη γερμανική βιομηχανία. Αυτό κατέστησε δυνατή τη δημιουργία ανάπτυξης για τη Γερμανία και για τις οικονομίες των χωρών της ΕΕ που συνδέονται με την αλυσίδα της μεταποίησης.
Χάρη σε αυτό το μοντέλο εξαγωγών, η Γερμανία ξεπέρασε επίσης την κρίση του 2008. Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί γιατί, δεδομένου αυτού του προηγουμένου, η γερμανική οικονομία δυσκολεύεται τώρα;
Πρώτα από όλα λόγω του κορεσμού της κινεζικής αγοράς, σε μια οικονομία που έχει δώσει σαφή σημάδια επιβράδυνσης και η οποία επίσης προσπαθεί να αλλάξει τα χαρακτηριστικά της, σε βάρος των εισαγωγών. Αυτή η αργή, αλλά αδυσώπητη αλλαγή είχε ισχυρό αντίκτυπο στη Γερμανία. Για να προσπαθήσει να περιορίσει τη ζημιά, το Βερολίνο θα πρέπει να οικοδομήσει εμπορικούς δεσμούς με την Ινδία, η οποία, όσον αφορά το ΑΕΠ και την αύξηση του πληθυσμού, παίρνει τη θέση της Κίνας στην παγκόσμια σκηνή.
Ενεργειακό κόστος
Πρόκειται βέβαια για ένα έργο πολύπλοκο, καθώς, εκτός από τις εξαγωγικές δυσκολίες, η Γερμανία, από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, αντιμετωπίζει ένα σημαντικό σοκ στο ενεργειακό κόστος, μη έχοντας πλέον διαθέσιμο φθηνό ρωσικό αέριο. Το Βερολίνο ανακαλύπτει μια ισχυρή ευπάθεια στο ενεργειακό κόστος και τις συνέπειές τους στον πληθωρισμό και με όσα συμβαίνουν στη Μέση Ανατολή και την Ερυθρά θάλασσα, οι προοπτικές δεν είναι ρόδινες.
Ακριβή η ενέργεια στην ΕΕ
Αλλά και η ΕΕ έχει να αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα στον διεθνή ανταγωνισμό για το μέλλον της βιομηχανίας. Οι τιμές της ενέργειας έχουν εκτοξευθεί όπως ποτέ άλλοτε ως αποτέλεσμα του πολέμου στην Ουκρανία και των κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Αυτό αυξάνει το κόστος για τις εταιρείες, ιδιαίτερα τις ενεργοβόρες – και τις αποδυναμώνει σε σύγκριση με τους διεθνείς ανταγωνιστές τους.
Σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, οι εταιρείες στην Ευρώπη πληρώνουν σήμερα περίπου πέντε φορές περισσότερο για ηλεκτρική ενέργεια και επτά φορές για φυσικό αέριο.
Οι τιμές της ενέργειας στην ΕΕ μπορεί να είναι τώρα χαμηλότερες από το περασμένο καλοκαίρι, όταν έφθασαν σε ιστορικά υψηλά. Ωστόσο, οι ειδικοί συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό: ποτέ δεν θα είναι τόσο φθηνή η ενέργεια ,όσο πριν από τον πόλεμο της Ουκρανίας.
Όσον αφορά τον εφοδιασμό με φυσικό αέριο, για παράδειγμα, η ΕΕ θα στραφεί σε περισσότερο υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG),μακροπρόθεσμα. Αυτό είναι πιο ακριβό κυρίως από το ρωσικό αέριο μέσω αγωγών.
Σε καλύτερη θέση οι ανταγωνιστές
Τα άλλα δύο μεγάλα οικονομικά μπλοκ στον κόσμο – οι ΗΠΑ και η Κίνα – βρίσκονται σε πολύ καλύτερη θέση από την ΕΕ όσον αφορά τον ενεργειακό εφοδιασμό: οι ΗΠΑ παράγουν εντυπωσιακά μεγάλες ποσότητες σχιστολιθικού πετρελαίου και αερίου. Η Κίνα, από την άλλη, τα έχει πιο εύκολα γιατί εισάγει ολοένα και περισσότερο φθηνή ρωσική ενέργεια.
Η Κομισιόν προωθεί βέβαια ένα «Βιομηχανικό Σχέδιο Πράσινης Συμφωνίας» για την επαναβιομηχάνιση με έναν νέο, πράσινο τρόπο. Βάσει του οποίου θα εισρεύσουν υψηλές επιδοτήσεις σε ευρωπαϊκές εταιρείες για πράσινες επενδύσεις. Μόνο που τα κονδύλια είναι τόσο πενιχρά που δεν σκορπίζουν ανέμους αισιοδοξίας στην ευρωπαϊκή βιομηχανία.
Πολιτικός διχασμός
Η ΕΕ παραμένει επίσης πολιτικά διχασμένη απέναντι σε πραγματικά αποτελεσματικές πρωτοβουλίες. Για παράδειγμα, ο άξονας των αυτοαποκαλούμενων «φειδωλών» χωρών του Βορρά αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό τις «υπερβολικές επιδοτήσεις» και να επικαλείται τη δημοσιονομική πειθαρχία των κρατικών προϋπολογισμών.
Οι υπερβολικές δαπάνες αντιμετωπίζονται με καχυποψία σε μεγάλα μέρη της ΕΕ και εκλαμβάνονται ως δήθεν δώρο στα υποτιθέμενα αναποτελεσματικά νότια κράτη της ΕΕ.
Με το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας η ΕΕ κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση, δεδομένου ότι, ειδικά μετά το 2026, ο χώρος για δημόσιες επενδύσεις θα περιοριστεί. Ιδιαίτερα θα πληγούν οι Νότιοι καθώς το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας σφίγγει το ζωνάρι σε χώρες που ήδη αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Και αυτό δεν μπορεί, παρά να είναι καταστροφικό.