Το Spotify κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά streaming μουσικής. Είναι η κορυφαία πλατφόρμα, με περίπου 600 εκατομμύρια χρήστες και μερίδιο αγοράς 30%, το οποίο είναι διπλάσιο εκείνου του μεγαλύτερου ανταγωνιστή της. Προσθέτει εκατομμύρια νέους συνδρομητές κάθε μήνα και ελάχιστοι είναι εκείνοι που κλείνουν τους λογαριασμούς τους και φεύγουν.
Οι περισσότερες εταιρείες μπορούν μόνο να ονειρεύονται αυτό το είδος κυριαρχίας στον κλάδο. Αυτό όμως δεν μεταφράζεται σε σίγουρα κέρδη, όπως εξηγεί σε ρεπορτάζ της η Wall Street Journal.
Ενώ οι χρήστες λατρεύουν την ευκολία του streaming, το ερώτημα παραμένει αν οι εταιρείες — με υπηρεσίες είτε μουσικής είτε βίντεο — μπορούν να μεταφράσουν αυτή την αγάπη σε μεγάλα κέρδη. Το Spotify πληρώνει στις δισκογραφικές σχεδόν 70 σεντς για κάθε δολάριο που κερδίζει από το streaming μουσικής, τη βασική του δραστηριότητα.
Η επένδυση του 1 δισ. δολαρίων που πραγματοποίησε στα podcasts όχι μόνο δεν έφερε κέρδος, αλλά το έχει βάλει «μέσα». Μια προσπάθεια να λειτουργήσει ως διοργανωτής συναυλιών και πλατφόρμα πώλησης εισιτηρίων συνάντησε δυσκολίες .
Η εταιρεία, με έδρα τη Στοκχόλμη, ανταγωνίζεται μεγαθήρια με βαθιές τσέπες, όπως η Apple, η Amazon και η Google, που δεν χρειάζεται να βασίζονται στα κέρδη από τη ροή ήχου.
Οι μαζικές απολύσεις και ο νέος στόχος
Μετά από χρόνια ταχείας ανάπτυξης, η εταιρεία απέλυσε περίπου 2.300 υπαλλήλους σε τρεις γύρους περικοπών πέρυσι στην προσπάθειά της να εμφανίσει κερδοφορία. Ο Διευθύνων Σύμβουλος Daniel Ek ανακοίνωσε τον τελευταίο γύρο περικοπών αφού ανέφερε ισχυρή ανάπτυξη χρηστών το τρίτο τρίμηνο και τα πρώτα τριμηνιαία κέρδη του Spotify από τους πρώτους τρεις μήνες του 2022. Το 2023 ωστόσο ήταν δύσκολο. Τώρα ποντάρει σε σταθερά κέρδη από φέτος, τονίζοντας ότι έχει εξελιχθεί από streaming μουσικής σε streaming συνολικά προϊοντων ήχου. Είναι η μόνη υπηρεσία που προσφέρει ταυτόχρονα μουσική, podcast και audio books.
Αναλυτές πιστεύουν ότι η εταιρεία θα μπορούσε να αποτελέσει στόχο εξαγοράς για εταιρείες όπως η Microsoft, το Netflix και ο κινεζικός κολοσσός Tencent, ο οποίος κατέχει επί του παρόντος μερίδιο 8,5%.