«Λευκός καπνός» στο Μιλάνο για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας: Η συνάντηση για το θέμα που είχε ο «εντολοδόχος» από την Κομισιόν, πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, με τους σημαντικότερους παράγοντες της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, «πήγε πολύ καλά», όπως τόνισαν στη «Ν» ευρωπαϊκές πηγές. Στη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στα κεντρικά γραφεία της Bankitalia στο Μιλάνο και διήρκεσε τρεις ώρες, μετείχαν 59 πρόεδροι και διευθύνοντες συμβούλους των βασικών ευρωπαϊκών βιομηχανιών, ανάμεσά και ο Δημήτρης Παπαλεξόπουλος, πρόεδρος του ΣΕΒ και επικεφαλής της τσιμεντοβιομηχανίας Τιτάν.
Η συνάντηση που έγινε με πρωτοβουλία της «European Round Table of Industry» (ErT), ήταν κεκλεισμένων των θυρών. Σύμφωνα με τις πηγές της «Ν» πάντως, οι Ευρωπαίοι βιομήχανοι έδωσαν στον Ντράγκι «πολύτιμες συστάσεις για να προετοιμάσει την έκθεση που του έχει ζητήσει από τον περασμένο Σεπτέμβριο, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν». Όπως άλλωστε είπε και ο ίδιος ο Ντράγκι, «ήρθα εδώ για να ακούσω».
«Μοντέλο» η «Chips Act»
Ευρωπαϊκές πηγές τόνισαν στη Ναυτεμπορική ότι οι Ευρωπαίοι βιομήχανοι ζήτησαν από τον Ντράγκι τη βελτίωση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, που θεωρείται, γενικά, υπερβολικά τιμωρητική για το βιομηχανικό σύστημα. Σημείωσαν μάλιστα πώς υπάρχει ένα «θετικό μοντέλο» που μπορεί να θεωρηθεί ως υπόδειγμα και αυτό είναι η «Chips Act», η διάταξη που τέθηκε σε ισχύ τον Σεπτέμβριο του 2023 και η οποία στοχεύει να ενισχύσει τον στρατηγικό τομέα των ημιαγωγών, ανεβάζοντας το παγκόσμιο μερίδιο αγοράς της Ε.Ε. από το σημερινό 10% σε τουλάχιστον 20 % έως το 2030. Ο προϋπολογισμός της Ε.Ε. θα στηρίξει την προσπάθεια αυτή με συνεισφορές ύψους 3,3 δισ. ευρώ. «Είναι μια φόρμουλα που, όπως είπαν οι βιομήχανοι, θα μπορούσε επίσης να αναπαραχθεί στους πιο καινοτόμους τομείς», τονίζουν οι ίδιοι πηγές στη «Ν» και προσθέτουν: «Πρέπει να αποφύγουμε ότι όλο και περισσότερες ευρωπαϊκές εταιρείες θα προσελκύονται από την τεράστια μάζα επιδοτήσεων που εφαρμόζει ο Τζο Μπάιντεν, με τον IRA (Νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού). Ενας νόμος που δελεάζει με 738 δισεκατομμύρια δολάρια όσους μεταφέρουν την παραγωγή που σχετίζεται με την πράσινη ενέργεια στις Ηνωμένες Πολιτείες».
Τρεις προτεραιότητες
Η «Ευρωπαϊκή στρογγυλή τράπεζα για τη βιομηχανία» (ErT), είναι ένα think tank προέδρων και διευθυντών των κύριων βιομηχανικών ομίλων της ηπείρου. Για την ιστορία, στη συνάντηση μετείχαν μεταξύ άλλων, ανώτατα στελέχη των γερμανικών εταιρειών Siemens, Basf, Deutsche Telekom, Mercedes, BMW, Merck, των γαλλικών L’Oréal, Michelin, Total, Saint Gobain, των βρετανικών BP και GSK και από τις πολυεθνικές Arcelor Mittal, Shell, Rio Tinto, Unilever, Airbus·
Ο πρόεδρος της ErT και της Vodafone, Ζαν Φρανσουά φαν Μποξμέερ, τόνισε μάλιστα πώς η τρίωρη συνάντηση με τον Ντράγκι, «δεν ήταν ένα τετριμμένο ραντεβού».
Η έκθεση που θα συντάξει ο Ντράγκι θα παρουσιαστεί αμέσως «μετά τις ευρωεκλογές» και θα είναι «ο οδικός χάρτης για την επόμενη Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το πώς να βελτιώσει και να αποκαταστήσει την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης», δήλωσε ο φαν Μποξμέερ, δείχνοντας και τις προτεραιότητες: ψηφιοποίηση, καινοτομία και πράσινη μετάβαση. «Στόχος είναι να ενισχυθεί αποφασιστικά η ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, που υπονομεύεται όλο και περισσότερο από Κινέζους και Αμερικανούς», τονίζουν ευρωπαϊκές πηγές.
Η «πλατφόρμα του Ντράγκι»
Η «πλατφόρμα του Ντράγκι» θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση πάνω στην οποία θα οικοδομηθεί η νέα βιομηχανική πολιτική της Ε.Ε. για τα επόμενα πέντε χρόνια. Οι Ευρωπαίοι βιομήχανοι έθεσαν τέσσερις άξονες: «Ανταγωνιστικότητα και εσωτερική αγορά», «Ενέργεια και κλίμα», «Ψηφιοποίηση» και «Εμπορικές συναλλαγές». Πρόκειται για τους σημαντικότερους τομείς που θα κριθεί η ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας. Όπως τονίστηκε μάλιστα στη συνάντηση, από το 2001 έως σήμερα, η Ευρώπη έχει χάσει το 30% του μεριδίου της στην παγκόσμια αγορά, λαμβάνοντας υπόψη την προστιθέμενη αξία, δηλαδή τον πλούτο που δημιουργείται με τη μετατροπή των πρώτων υλών σε τελικά προϊόντα.
Το 2001 η Ε.Ε. ήλεγχε περισσότερο από το 20% της αγοράς και το 2020 έπεσε στο 14,3%. Υποχώρηση κατέγραψαν μάλιστα και οι Ηνωμένες Πολιτείες, με το μερίδιό τους να πέφτει το ίδιο διάστημα από 22% σε 16,3%. Αντίθετα, η Κίνα ξεκίνησε από το 8% και τώρα βρίσκεται στο 27,3%.