Με τους επικεφαλής 60 ευρωπαϊκών πολυεθνικών συναντάται σήμερα στο Μιλάνο ο πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ και τέως πρωθυπουργός της Ιταλίας Μάριο Ντράγκι, προκειμένου να συγκεντρώσει ιδέες για την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας.
Το έργο αυτό ανατέθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο στον «Σούπερ Μάριο από την πρόεδρο της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και την σχετική έκθεση με τις προτάσεις των Ευρωπαίων επιχειρηματιών θα την υποβάλει ο Ντράγκι την Παρασκευή, σε ειδική συνεδρίαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ευρωπαϊκές επιχειρηματικές πηγές τονίζουν στην «Ναυτεμπορική» ότι στόχος του Μάριο Ντράγκι είναι να υπάρξει σήμερα ένα έγγραφο που θα υποδεικνύει στην Ένωση μια στρατηγική ανταγωνισμού για την αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων της βιομηχανίας της ΕΕ, απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα, που ήδη επενδύουν δισεκατομμύρια σε επιδοτήσεις και ενισχύσεις για την πράσινη μετάβαση».
Η σημερινή συνάντηση του πρώην προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που θα φιλοξενηθεί στα τοπικά κεντρικά γραφεία της Τράπεζας της Ιταλίας, είναι μέρος μιας σειράς εκδηλώσεων που έχει συντονίσει ο Ντράγκι για την προετοιμασία της έκθεσης. Μεταξύ των κολοσσών που θα μετάσχουν στη σύνοδο του Μιλάνου είναι η L’Oréal, η Michelin,η Total, η Siemens, η BASF, η Mercedes, η BMW, η ArcelorMittal, η Unilever και η Airbus
Η προθεσμία για τη δημόσια παρουσίαση της έκθεσης δεν έχει επισημοποιηθεί: η ιδέα είναι ότι θα δημοσιευθεί αμέσως μετά τις ευρωεκλογές, ως εργαλείο που θα διαθέτουν οι νέοι ηγέτες της κοινότητας.
Τρεις αδυναμίες
«Οι ευρωπαϊκές εταιρείες, οι οποίες σε πολλούς τομείς συγκαταλέγονται ιστορικά μεταξύ των παγκόσμιων ηγετών, διέρχονται μια περίπλοκη φάση που απειλεί την ανταγωνιστικότητα της ηπειρωτικής βιομηχανίας, αλλά και κατ` επέκταση την ευημερία των Ευρωπαίων», σημειώνουν στη «Ν» οι ίδιες πηγές και τονίζουν «τρεις αδυναμίες».
Η πρώτη αδυναμία αφορά τον ενεργειακό τομέα. Η Ευρώπη έχει χάσει την πρόσβαση στο φθηνό ρωσικό αέριο και αναγκάζεται να εισάγει LNG, πολύ πιο ακριβό, από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Κατάρ.
Σήμερα η τιμή του φυσικού αερίου στην Ευρώπη είναι 10 φορές υψηλότερη από την Αμερική. Με ένα ανταγωνιστικό μειονέκτημα στον ενεργειακό τομέα αυτού του μεγέθους, η υπεράσπιση της βιομηχανικής βάσης της ΕΕ καθίσταται πολύπλοκη και προβληματική.
Την ίδια ώρα για παράδειγμα, η Ινδία, μια αναδυόμενη βιομηχανική δύναμη, βασίζεται σήμερα σε μεγάλο βαθμό στο ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο.
Στην ΕΕ, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν είναι μια λύση συμβατή με τον επείγοντα χαρακτήρα της κρίσης.
Η Γερμανία, η «πράσινη βασίλισσα» της Ευρώπης, παράγει το 50% της ηλεκτρικής της ενέργειας από ορυκτά καύσιμα, με τον άνθρακα να έχει τη μερίδα του λέοντος. Αυτό παρά τις επενδύσεις που καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά και οι οποίες σήμερα γίνονται περίπλοκες σε μια φάση οικονομικής παρακμής.
Η δεύτερη αδυναμία αφορά τη βιομηχανική πολιτική. Καμία χώρα στον κόσμο δεν εμπλέκεται σε μια ενεργειακή επανάσταση που επιβάλλεται με τόσο γρήγορους ρυθμούς και με τέτοια αδιαφορία για τη δική της πολιτική.
Το μεγαλύτερο παράδειγμα είναι η κατ’ εξοχήν ευρωπαϊκή πολιτική διαχείριση του μεταποιητικού τομέα: το αυτοκίνητο. Καμία ευρωπαϊκή εταιρεία, ούτε καν οι γερμανικοί γίγαντες, δεν είναι σε θέση να ανταγωνιστεί στα ηλεκτρικά οχήματα τους Αμερικανούς και φυσικά, τους Κινέζους ανταγωνιστές, δηλαδή την Tesla και την BYD.
Η γεωπολιτική κρίση
Η τρίτη αδυναμία αφορά το ευρωπαϊκό οικονομικό σύστημα στον νέο κόσμο που απειλείται όλο και περισσότερο από προστατευτισμό, συγκρούσεις και σκληρό ανταγωνισμό.
Η ευρωπαϊκή οικονομία οικοδομήθηκε με βάση τις εξαγωγές και σε ένα πλαίσιο, όπου το εμπόριο «κυλούσε» ελεύθερα. Αυτές οι συνθήκες δεν είναι πλέον τρέχουσες και η τελευταία κρίση στην Ερυθρά Θάλασσα φαίνεται να είναι το πολλοστό επεισόδιο ενός μεγάλου εμπορικού πολέμου που επιδεινώνεται κάθε μήνα που περνά.
Ευρωπαϊκές επιχειρηματικές πηγές τονίζουν στην «Ναυτεμπορική» ότι «η υπεράσπιση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας θα απαιτούσε μεγάλη πολιτική και οικονομική παρέμβαση της ΕΕ στις διεθνείς σχέσεις- ένα πεδίο όπου η Ευρώπη δυστυχώς, εμφανίζεται αδύναμη». Προσθέτουν μάλιστα με έμφαση ότι «τα προβλήματα της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας δεν είναι οικονομικά ή βιομηχανικά προβλήματα, αλλά πρώτα και κύρια πολιτικά».