Έπειτα από ολονύχτιες διαπραγματεύσεις, οι 27 χώρες της Ε.Ε. και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατέληξαν σε συμφωνία για τη μεταρρύθμιση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας με δύο στόχους: Να ενισχυθούν οι επενδύσεις στην μη «ανθρακούχο» ενέργεια, συμπεριλαμβανομένης της πυρηνικής, και να περιοριστεί η αστάθεια των τιμών, σε περίπτωση κρίσης.
Η συμφωνία προβλέπει ότι σε περίπτωση νέας διαρκούς αύξησης των τιμών, τα κράτη θα μπορούν να υιοθετήσουν μέτρα «ασπίδας» για την προστασία των ευάλωτων νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Το Συμβούλιο της Ε.Ε. θα έχει την εξουσία να διατάξει μια τέτοια κρίση «κατόπιν πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής», αποφεύγοντας «στρεβλώσεις ή αδικαιολόγητο κατακερματισμό» της κοινής αγοράς.
Αυτή η συμφωνία «θα σταθεροποιήσει τις αγορές μακροπρόθεσμα, θα προσφέρει πιο προσιτή ηλεκτρική ενέργεια και θα βελτιώσει τη βιομηχανική ανταγωνιστικότητα», δήλωσε η Ισπανίδα υπουργός Ενέργειας Τερέζα Ριμπέρα, η χώρα της οποίας ασκεί την εκ περιτροπής προεδρία της Ε.Ε. μέχρι το τέλος του έτους.
Μετά την ενεργειακή κρίση που ακολούθησε τον πόλεμο στην Ουκρανία και την έκρηξη στις τιμές του φυσικού αερίου, αυτή η μεταρρύθμιση σκοπεύει να μειώσει τους λογαριασμούς των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων χάρη σε μακροπρόθεσμα συμβόλαια, η τιμή των οποίων πρέπει να αποφασιστεί με στόχο την εξομάλυνση ενδεχόμενης αστάθειας στις τιμές του φυσικού αερίου.
Σύστημα αποζημίωσης
Τα κράτη μέλη και οι ευρωβουλευτές συμφώνησαν επίσης να δημιουργήσουν έναν μηχανισμό «συμβάσεων για τη διαφορά» στην τιμή που εγγυάται το κράτος για δημόσια στήριξη για επενδύσεις σε ενέργεια χωρίς άνθρακα (ανανεώσιμες ή πυρηνικές πηγές). Εάν η τιμή χονδρικής είναι υψηλότερη από την καθορισμένη τιμή, ο παραγωγός πρέπει να καταβάλει το πρόσθετο εισόδημα που αποκτά στο Δημόσιο. Από την άλλη, εάν η τιμή μικρότερη, το Δημόσιο θα πρέπει να καταβάλει αποζημίωση. Το μέτρο αυτό θα ισχύει για τη δημόσια χρηματοδότηση «σε νέους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής».
Ωστόσο, η συμφωνία αφήνει την πόρτα ανοιχτή για άλλους ισοδύναμους μηχανισμούς σε περίπτωση δημόσιας ενίσχυσης που βασίζεται σε μακροπρόθεσμες τιμές.
Η συμφωνία «προσφέρει ευελιξία» επίσης στα ευρωπαϊκά κράτη να επιλέγουν αν τα έσοδα θα πηγαίνουν σε καταναλωτές, νοικοκυριά και επιχειρήσεις ή θα χρησιμοποιηθούν για επενδύσεις στον κλάδο.