Εφτασε η ώρα να κλείσει το 2023 και για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με την τελευταία συνεδρίαση του ΔΣ σήμερα στη Φρανκφούρτη. Μια συνεδρίαση που δεν αποκλείεται η πρόεδρος Κριστίν Λαγκάρντ και οι υπόλοιποι κεντρικοί τραπεζίτες «ν` ανοίξουν σαμπάνιες», όπως τονίζουν πηγές της αγοράς στη Ναυτεμπορική. Ο λόγος; Το ποσοστό του πληθωρισμού τον Νοέμβριο στην ευρωζώνη υποχώρησε στο 2,4%- το χαμηλότερο από τον Ιούλιο του 2021, σύμφωνα με τη Eurostat.
Το σημαντικό είναι μάλιστα ότι οι νομισματικοί φύλακες του ευρώ, σημείωσαν επιτυχία τους τελευταίους μήνες στο έργο της τιθάσευσης του πληθωρισμού, αποτρέποντας, τουλάχιστον μέχρι τώρα, τον εκτροχιασμό της οικονομία της ευρωζώνης.
«Φυσικά, η Λαγκάρντ θα αποφύγει να εκπέμψει «θριαμβευτικά μηνύματα» στην καθιερωμένη συνέντευξη Τύπου νωρίς το απόγευμα, τηρώντας την επιφυλακτικότητα που χαρακτηρίζει το ΔΣ της ΕΚΤ τον τελευταίο καιρό», τονίζουν οι ίδιες πηγές στη «Ν» και προσθέτουν: « Η Πρόεδρος της ΕΚΤ είναι πιθανό να καταστήσει σαφές ότι τα επιτόκια έφτασαν στο αποκορύφωμά τους, αλλά οι μειώσεις δεν είναι ακόμη στην ημερήσια διάταξη. Πιθανότατα θα επιβεβαιώσει ότι είμαστε σε καλό δρόμο, επισημαίνοντας ότι εξακολουθούν να υπάρχουν ανοδικοί κίνδυνοι για τον πληθωρισμό και καθοδικοί κίνδυνοι για την οικονομική ανάπτυξη» .
Αναθεώρηση προβλέψεων
Οι προβλέψεις για τον πληθωρισμό είναι πιθανό πάντως να αναθεωρηθούν προς τα κάτω έως το τέλος του 2024 και ο στόχος του 2% θα μπορούσε να επιτευχθεί το πρώτο εξάμηνο του 2025. «Ωστόσο, είναι πολύ νωρίς για να δηλώσουμε νίκη επί του πληθωρισμού», τονίζουν οι πηγές της «Ν» και προσθέτουν: «Υπάρχει κίνδυνος η οικονομία της ευρωζώνης να εισέλθει σε ύφεση τους επόμενους μήνες και η τελευταία έρευνα των αναλυτών του Bloomberg το επιβεβαιώνει. Σύμφωνα με τους ειδικούς, οι εκτιμήσεις για την αύξηση του ΑΕΠ για το 2023 και το 2024 πρόκειται να αναθεωρηθούν προς τα κάτω -και αυτές-θυμίζουν , ήταν ήδη σε επικίνδυνο έδαφος: 0,7% για εφέτος και μόλις 1% για την επόμενη χρονιά.
Σύμφωνα με πολλούς επενδυτές, η ΕΚΤ θα πραγματοποιήσει την πρώτη μείωση επιτοκίων τον Μάρτιο κατά 25 μονάδες βάσης και θα επαναλάβει αυτή την κίνηση άλλες δύο έως τέσσερις φορές κατά τη διάρκεια του 2024, ώστε το βασικό επιτόκιο να είναι στο 3% στο τέλος της επόμενης χρονιάς.
Την ανάγκη για τη μείωση των επιτοκίων επιβάλει ήδη η αγορά, καθώς πολλές επιχειρήσεις αναβάλουν τα σχέδιά τους για επενδύσεις, λόγω του ακριβού δανεισμού. «Αυτός ήταν ο λόγος που πολλές επιχειρήσεις καθυστερούν την πραγματοποίηση επενδύσεων εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ», λένε στην «Ναυτεμπορική» παράγοντες της αγοράς.
Τι θα γίνει με το PEPP
Σε κάθε περίπτωση, οι ελπίδες ότι ο στόχος για πληθωρισμό 2% θα μπορούσε να επιτευχθεί το πρώτο εξάμηνο του 2025, σε συνδυασμό με μια ήπια ύφεση για την οικονομία της ευρωζώνης, τροφοδοτούν τις προσδοκίες ότι τα επιτόκια θα μειωθούν ήδη από την άνοιξη , καθώς μπαίνει πλέον στο τραπέζι το τέλος των επανεπενδύσεων του έκτακτου προγράμματος PEPP που εφαρμόστηκε λόγω της πανδημίας, πολύ νωρίτερα από τα τέλη του 2024 που έχει προγραμματιστεί.
Ο λόγος έχει να κάνει με τη μείωση του ισολογισμού της ΕΚΤ η οποία «προωθείται» εδώ και μήνες -από 9 τρισ. ευρώ το 2022. έχει μειωθεί πλέον στα 7,2 τρισεκατομμύρια. Τα «γεράκια» στην ΕΚΤ πιέζουν πάντως για το τέλος των επανεπενδύσεων ακόμη και από την ερχόμενη άνοιξη, πριν να ξεκινήσουν οι μειώσεις στα επιτόκια.
Από την πλευρά της, η Κριστίν Λαγκάρντ είχε δηλώσει τον περασμένο μήνα ότι το PEPP θα συζητηθεί «στο όχι και πολύ μακρινό μέλλον».
«Αρκετά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ ζητούν «μια ταχύτερη έξοδο από το πρόγραμμα», τονίζουν παράγοντες της αγοράς στη «Ν». Εκτιμούν πάντως ότι « σε ποσοστό 80%, στη σημερινή συνεδρίαση θα υπάρξουν κατευθυντήριες γραμμές και όχι συγκεκριμένη απόφαση. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι λεπτομέρειες σχετικά με αυτή τη διαδικασία θα μπορούσαν να ανακοινωθούν στη συνέχεια στην επόμενη συνεδρίαση των νομισματικών αρχών τον Ιανουάριο …Αυτή θα είναι η ευκαιρία για την ΕΚΤ να ανοίξει επίσημα τη συζήτηση για την ολοκλήρωση των επανεπενδύσεων».
Ευέλικτη επανεπένδυση
Ο Νίκος Κούνης, επικεφαλής Έρευνας Χρηματοοικονομικών Αγορών της ABN AMRO Bank, εξηγεί : «Αν σκεφτείτε απλώς για ποιο σκοπό εισήχθη το PEPP – για την καταπολέμηση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας – δεν έχει νόημα να το κρατήσουμε ζωντανό». Προσθέτει όμως ότι «ταυτόχρονα, η ευέλικτη επανεπένδυση είναι ένα καλό εργαλείο δεδομένων των προκλήσεων που αντιμετωπίζουμε».
Οι ευέλικτες επανεπενδύσεις εκτιμάται ότι θα στηρίξουν σημαντικά τα ομόλογα του Νότου, αφού ανεξαρτήτως των λήξεων θα μπορούσε η ΕΚΤ να προσφέρει πρόσθετη στήριξη στους κρατικούς τίτλους μιας χώρας, χρησιμοποιώντας τα κεφάλαια από τις λήξεις των ομολόγων μιας άλλης.
Παράγοντες της αγοράς σημειώνουν στη «Ν» ότι το τέλος των επανεπενδύσεων του PEPP νωρίτερα θα αποτελέσει ένα αρνητικό σήμα για τα ομόλογα της Ευρωζώνης, καθώς τα καθιστά πιο ευάλωτα σε περιόδους έντονης αστάθειας ή κρίσεων.
Αναφορικά με τα ελληνικά ομόλογα, αναμένεται σίγουρα να επηρεαστούν από το γενικότερο κλίμα, αλλά με δεδομένο ότι δεν κέρδισαν ουσιαστικά από το πρόγραμμα των επανεπενδύσεων, αυτό σημαίνει πρακτικά ότι η επίπτωση δεν θα είναι μεγάλη. Οι θέσεις της ΕΚΤ στα ελληνικά ομόλογα έχουν μειωθεί στα 37,979 δισ. ευρώ-περίπου δύο δισ. ευρώ χαμηλότερα από την κορύφωσή τους την άνοιξη του 2022. Με την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας άλλωστε, για τη χώρα μας πλέον, το κόστος δανεισμού υποστηρίζεται από τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας.