Η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία συρρικνώθηκε το τρίτο τρίμηνο του έτους, με τη Bundesbank να κάνει ανοιχτά λόγο για την αρχής μίας ύφεσης. Το μεγάλο πρόβλημα; Οι Γερμανοί δεν ξοδεύουν.
Το γερμανικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 0,1% το τρίμηνο έως τον Σεπτέμβριο, η στατιστική υπηρεσία. Οι καταναλωτικές δαπάνες υποχώρησαν 0,3%, ενώ οι κυβερνητικές δαπάνες αυξήθηκαν. Οι υψηλές τιμές ενέργειας και η αδύναμη ανάπτυξη συνέχισαν να προκαλούν πονοκέφαλο στη μεταποιητική βάση της Γερμανίας. Αρκετές μεγάλες βιομηχανίες έχουν αρχίσει τις περικοπές κόστους, με την BASF – έναν κολοσσό στον χώρο των χημικών – να περιορίζει τις επενδύσεις της κατά 15% σε ορίζοντα 4 ετών.
Οι επιχειρηματικές έρευνες, που δημοσιεύτηκαν την Πέμπτη, υπογράμμισαν την «αισθητή αδυναμία» στον ιδιωτικό τομέα, αν και υπάρχει ελπίδα για επιστροφή στην ανάπτυξη την επόμενη χρονιά, εφόσον χαλαρώσουν οι πιστωτικές συνθήκες.
Τα υψηλά επιτόκια – αν και είναι κάτι που επιζητούν οι Γερμανοί, καθώς το φάντασμα του υπερπληθωρισμόυ τους κατατρύχει, είναι αυτά που επιβαρύνουν σε μεγάλο βαθμό την κατανάλωση των ιδιωτών και που κατά συνέπεια «σκοτώνουν» την ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας.
Υποχώρηση του πληθωρισμού, αλλά ο Νάγκελ επιμένει
Υπενθυμίζεται ότι ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ μειώθηκε στο 2,9% τον Οκτώβριο, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Παρόλα αυτά δεν προβλέπεται μείωση των επιτοκίων πριν από τα μέσα του επόμενου έτους. Μάλιστα ο επικεφαλής της Bundesbank, Γιοαχίμ Νάγκελ, προειδοποίησε πρόσφατα ότι ενδεχομένως να είναι αναγκαία ακόμη μία αύξηση των επιτοκίων προκειμένου να επιστρέψει ο πληθωρισμός στον επίσημο στόχο του 2%.
Όλα αυτά την ώρα που το Βερολίνο έχει να αντιμετωπίσει και μία μεγάλη δημοσιονομική βόμβα. Το Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας έκρινε ότι ήταν παράνομη η μεταφορά κεφαλαίων 60 δισ. ευρώ, που είχαν δοθεί για την πανδημία, στο ταμείο για το Κλίμα.
Έτσι έχει ανοίξει μία τρύπα 60 δισ., που η κυβέρνηση δεν έχει εξηγήσει πώς θα καλύψει. Το Bloomberg Economics υπολογίζει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας την επόμενη χρονιά μπορεί να μειωθεί στο μισό σε σχέση με την επίδοση που θα είχε εάν αυτά τα 60 δισ. ρίχνονταν κανονικά στις επενδύσεις που είχαν υπολογιστεί.