Πολλοί είχαν προβλέψει ότι έτσι θα γίνει, η «συγκυβέρνηση» του Βερολίνου δεν εισάκουσε τις προειδοποιήσεις και τώρα αντιμετωπίζει τεράστια προβλήματα στην κατάρτιση μελλοντικών προϋπολογισμών. Ο λόγος: Σε μία απόφαση-σταθμό, την Τετάρτη, το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας έκρινε αντισυνταγματικό τον δεύτερο συμπληρωματικό προϋπολογισμό για το έτος 2021 και κυρίως την αναδιάταξη κονδυλίων ύψους 60 δισεκατομμυρίων ευρώ τα οποία, ενώ αρχικά είχαν ενταχθεί σε πολιτικές για την καταπολέμηση των συνεπειών της πανδημίας, στη συνέχεια η κυβέρνηση αποφάσισε να τα ανακατευθύνει στο υπό διαμόρφωση Ταμείο για την Προστασία του Κλίματος.
Η αναδιάταξη κονδυλίων από τον υπουργό Οικονομικών και πρόεδρο του Κόμματος των Φιλελευθέρων (FDP) Κρίστιαν Λίντνερ ακούγεται λογική, από τη στιγμή που τα χρήματα δεν είχαν απορροφηθεί. Για τους δικαστές, ωστόσο, οι κυβερνητικοί χειρισμοί παρακάμπτουν κατά ανεπίτρεπτο τρόπο το «φρένο του χρέους», που κατοχυρώνεται στο άρθρο 115 του γερμανικού Συντάγματος και θέτει αυστηρά όρια στον νέο δανεισμό για την κατάρτιση του προϋπολογισμού (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, οι οποίες όμως θα πρέπει να τεκμηριώνονται επαρκώς, κάτι που δεν συνέβη στη συγκεκριμένη περίπτωση, σύμφωνα πάντα με τους δικαστές της Καρλσρούης).
Επιπλέον, το Δικαστήριο στηλιτεύει το ότι ο συμπληρωματικός προϋπολογισμός για το 2021 είχε εγκριθεί από την Ομοσπονδιακή Βουλή στις αρχές του 2022 με αναδρομική ισχύ, κάτι που αντιβαίνει στις αρχές ορθής δημοσιονομικής διαχείρισης. Υπάρχει βέβαια μία πολιτική εξήγηση, καθώς η Βουλή που προέκυψε από τις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου του 2021 συνήλθε σε Σώμα μόλις στα τέλη Οκτωβρίου και ο Όλαφ Σολτς ορκίστηκε καγκελάριος στις 9 Δεκεμβρίου, ύστερα από επίπονες διαπραγματεύσεις για μία «προγραμματική συμφωνία» μεταξύ των τριών κομμάτων που απαρτίζουν τον σημερινό κυβερνητικό συνασπισμό (Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινοι, Φιλελεύθεροι).
«Καμπανάκι» για την εκτέλεση του προϋπολογισμού είχε ήδη σημάνει από τον Σεπτέμβριο και το Ελεγκτικό Συνέδριο της Γερμανίας, επισημαίνοντας τον κίνδυνο για «κρυφά χρέη», παρά τη θεωρητική προσήλωση στις επιταγές της δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Αναζητούνται 60 δις ευρώ
Σχολιάζοντας τη δικαστική απόφαση ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς υποσχέθηκε να «εφαρμόσει με ιδιαίτερη προσοχή» τις οδηγίες του Συνταγματικού Δικαστηρίου, ενώ τόνισε ότι η ετυμηγορία της Καρλσρούης μπορεί να επιφέρει «εκ βάθρων αλλαγές στην υλοποίηση του προϋπολογισμού». Ο καγκελάριος θεωρεί ότι δεν επηρεάζεται ο προϋπολογισμός του 2024, που αναμένεται να εγκριθεί την 1η Δεκεμβρίου, αλλά παραδέχθηκε ότι θα υπάρξουν «άμεσες επιπτώσεις» στο Ταμείο για την Προστασία του Κλίματος. Πέρα από τη νομική διάσταση του ζητήματος η δικαστική απόφαση σημαίνει πρακτικά ότι Σολτς και Λίντνερ πρέπει να αναζητήσουν αλλού τους επιπλέον πόρους, ύψους 60 δις ευρώ, που απαιτούνται για τη χρηματοδότηση του Ταμείου, το οποίο θεωρητικά αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα της «συγκυβέρνησης» και κυρίως των Πρασίνων.
Ο «Πράσινος» υπουργός Οικονομίας και αντικαγκελάριος Ρόμπερτ Χάμπεκ υπόσχεται ότι «θα τηρηθούν στο ακέραιο όλες οι δεσμεύσεις» για εκταμιεύσεις που έχουν ήδη εγκριθεί, αλλά οι επόμενες δράσεις του Ταμείου αναστέλλονται, μέχρι να υπάρξει σαφήνεια για τον δημοσιονομικό σχεδιασμό. Από την πλευρά του ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ ξεκαθαρίζει ότι λόγω της δικαστικής απόφασης παγώνουν όλες οι εκροές από το Ταμείο για το 2024 και το 2025, με μοναδική εξαίρεση τις δαπάνες για ενεργειακή βελτίωση και θερμομόνωση των κτιρίων. Οι προβλεπόμενες συνολικές δαπάνες του Ταμείου για την περίοδο 2024-2027 φτάνουν τα 212 δις ευρώ.
Για τη χριστιανοδημοκρατική αντιπολίτευση (CDU) πρόκειται για μία «ιστορική απόφαση» του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Όπως επισημαίνει ο Ματίας Μίντελμπεργκ, βουλευτής της CDU με αρμοδιότητα σε θέματα προϋπολογισμού, «είναι η πρώτη φορά που το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο κρίνει αντισυνταγματικό και νομικά άκυρο προϋπολογισμό της κυβέρνησης». Για το συγκεκριμένο ζήτημα είχε προσφύγει στο Δικαστήριο η ίδια η Κοινοβουλευτική Ομάδα των Χριστιανοδημοκρατών και Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU).
Τον Δεκέμβριο του 2021, όταν ο Κρίστιαν Λίντνερ είχε εξαγγείλει την επίμαχη αναδιάταξη κονδυλίων, η CDU τον προειδοποιούσε ότι «μπορεί να γράψει ιστορία, με αρνητική έννοια, ως ο υπουργός του οποίου το πρώτο νομοσχέδιο κρίνεται αντισυνταγματικό». Πάντως σε ανακοίνωσή της, το απόγευμα της Τετάρτης, η Κοινοβουλευτική Ομάδα του FDP χαιρετίζει την ετυμηγορία της Καρλσρούης, επισημαίνοντας ότι «θωρακίζει το φρένο του χρέους» και ότι εντός του κυβερνητικού συνασπισμού «επικρατεί σύμπνοια» όσον αφορά την εφαρμογή της δικαστικής απόφασης.
Πιέσεις για το «φρένο χρέους»
Όλα αυτά συμβαίνουν σε μία δύσκολη συγκυρία, στην οποία τόσο ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος, όσο και ο φιλελεύθερος υπουργός Οικονομικών αντιμετωπίζουν ισχυρές πιέσεις για «χαλάρωση» της δημοσιονομικής πολιτικής. Ήδη το προεδρείο του SPD προτείνει και κατά πάσα πιθανότητα θα συμπεριλάβει στο προεκλογικό του πρόγραμμα για το 2025 μία «μεταρρύθμιση στο φρένο του χρέους, το οποίο σήμερα μπλοκάρει τις απαραίτητες αλλαγές».
Ή μήπως πρόκειται απλά για προσπάθεια εκτόνωσης των εσωκομματικών αντιδράσεων ενόψει επερχόμενων περικοπών; Μάλλον αυτό πιστεύει o Κρίστιαν Γκέρκε, εκπρόσωπος του Κόμματος της Αριστεράς (Die Linke) για θέματα δημοσιονομικής πολιτικής. Όπως δηλώνει ο ίδιος με καυστική διάθεση «λίγο πριν τις εκλογές το SPD βγάζει αριστερό φλας, αλλά δεν στρίβει…»
Πηγή: Deutsche Welle