Το καταθετικό επιτόκιο της ΕΚΤ θα παραμείνει στο 4% έως τα τέλη του έτους, με την κεντρική να αποφεύγει πεαριτέρω αύξησή του, εκτιμούν οικονομολόγοι που συμμετείχαν σε δημοσκόπηση του Reuters Eikon. Την ίδια ώρα, ωστόσο, δεν βλέπουν τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής να είναι κοντά. Τα υψηλά επιτόκια ήρθαν για να μείνουν τουλάχιστον έως και το τρίτο τρίμηνο του 2024, υπολογίζουν οι ειδικοί στην ίδια δημοσκόπηση.
Μειώσεις επιτοκίων δεν μπορούμε να περιμένουμε πριν από τα τέλη της επόμενης χρονιάς, δηλαδή περίπου σε έναν χρόνο από τώρα – ακόμη και εάν η οικονομία κατεβάσει αισθητά ταχύτητα. Και τούτο γιατί είναι σαφές πως ο πληθωρισμός δεν υποχωρεί τόσο γρήγορα όσο οι κεντρικοί τραπεζίτες θα ήθελαν με τις τιμές τροφίμων και άλλων βασικών ειδών να καίνε τις τσέπες των καταναλωτών.
Τα νοικοκυριά της Ευρωζώνης κατέβαλαν το ποσό των 46 δισ. ευρώ σε πληρωμές τόκων των δανείων τους το τρίμηνο Απριλίου – Ιουνίου. Το ποσό ήταν 4 φορές υψηλότερο σε σχέση με το 2022. Να θυμίσουμε ότι τον Ιούλιο του 2022 το καταθετικό επιτόκιο της ΕΚΤ ήταν σε αρνητικό έδαφος, στο -0,5%, και πλέον είναι στα ιστορικά υψηλά επίπεδα του 4%.
Αν κάτι κράτησε τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις για να αντέξουν τα βάρη είναι ότι είχαν σημαντικές καταθέσεις, αλλά και τοποθετήσεις σε ασφαλείς επενδύσεις. Οι τόκοι που εισέπραξαν επί του ενεργητικού τους αυξήθηκε από τα 16 δισ. το 2022 στα 66 δισ. ευρώ το δεύτερο τρίμηνο του 2023, σύμφωνα με στοιχεία της BCA Research, που δημοσιεύει το Reuters.
Αθόρυβες τοποθετήσεις
Οι ευρωπαίοι πολίτες και οι εταιρείες τοποθετούσαν αθόρυβα χρήματα σε χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ήδη από την εποχή της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Το πρώτο τρίμηνο του 2009, εταιρείες της ευρωζώνης, εξαιρουμένων των τραπεζών και των ασφαλιστικών εταιρειών, κατείχαν χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ύψους 15 τρισεκατομμυρίων ευρώ, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή Στοιχεία Κεντρικής Τράπεζας. Μέχρι το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, ο αριθμός αυτός είχε αυξηθεί στα 34 τρισεκατομμύρια ευρώ. Την ίδια περίοδο, η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων των νοικοκυριών, συμπεριλαμβανομένων των καταθέσεων, των νομισμάτων και των μετοχών, αυξήθηκε από 17 τρισεκατομμύρια σε 29 τρισεκατομμύρια ευρώ.
Και οι δύο ομάδες συσσώρευσαν επενδύσεις τα χρόνια μετά την κρίση, αλλά η πανδημία του Covid-19 επιτάχυνε αυτή την τάση, χάρη στα δημοσιονομικά κίνητρα και την κρατική στήριξη σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Ο ισχυρός ισολογισμός του ιδιωτικού τομέα από τη μία στεκόταν εμπόδιο στις προσπάθειες της ΕΚΤ να μειώσει τον πληθωρισμό και από την άλλη απέτρεψαν μία βαθιά ύφεση που πολλοί φοβούνταν.
Ώρα να σφίξει το ζωνάρι
Η ιδιωτική κατανάλωση παρουσίασε ισχυρή αύξηση (4%) τα δύο προηγούμενα χρόνια, γεγονός που στήριξε τα μέγιστα την ανάπτυξη. Καθώς όμως το βάρος των επιτοκίων στα χρέη γίνεται ολοένα και πιο αισθητό, νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα χρειαστεί να σφίξουν το ζωνάρι. Σημειώνεται ότι περίπου το 45% από τα 1,4 τρισ. ευρώ που οφείλουν οι ευρωπαϊκές εταιρείες επενδυτικής βαθμίδας, θα πρέπει να αποπληρωθεί το 2024 και το 2025 σύμφωνα με την S&P Global Ratings. Εταιρικά ομόλογα επιπλέον 700 δισ. ευρώ λήγουν το 2026.
Στα 600 δισ. ευρώ ο «λογαριασμός» το 2026
Οι ιδιοκτήτες κατοικιών με στεγαστικό δάνειο, που αντιστοιχούν στο 27% περίπου των νοικοκυριών της Ευρωζώνης, δεν έχουν ακόμη σηκώσει το μεγάλο βάρος. Και τούτο γιατί περισσότερα από τα μισά στεγαστικά δάνεια των τελευταίων ετών είχαν σταθερό επιτόκιο για μία 10ετία. Αν προσθέσουμε και τους άλλους τύπους δανείων, σχεδόν το 45% των χρεών των νοικοκυριών έχουν σταθερό επιτόκιο για 5 ή περισσότερα χρόνια, υπολογίζει η Oxford Economics. Το πλήγμα είναι μεγαλύτερο σε χώρες, όπου είναι πιο συνηθισμένα τα κυμαινόμενα επιτόκια, όπως η Ιταλία και η Ισπανία.
Σε κάθε περίπτωση η BCA Research υπολογίζει ότι ο «λογαριασμός» της αποπληρωμής δανείων για τα νοικοκυριά θα κορυφωθεί κοντά στα 600 δισ. ευρώ το 2026 από 463 δισ. ευρώ το 2024.