Με πρόστιμο 13 δισ. ευρώ κινδυνεύει η Apple στην Ιρλανδία μετά την δήλωση συμβούλου του Ανώτατου Δικαστηρίου της Ευρώπης ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπέπεσε σε νομικά λάθη όταν αποφάσισε υπέρ της Apple σε υπόθεση φορολογικού προστίμου και η απόφαση πρέπει να επανεξεταστεί.
Συγκεκριμένα, ο γενικός εισαγγελέας Τζιοβάνι Πιτρουτσέλα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, του ανώτατου δικαστηρίου της ΕΕ, δήλωσε την Πέμπτη ότι η απόφαση που απάλλασε την Apple από πρόστιμο ύψους 14,3 δισ. ευρώ, σε αναδρομικούς φόρους στην Ιρλανδία, «θα πρέπει να ακυρωθεί».
Μετά την δήλωση, η μετοχή της Apple υποχώρησε 0,4% στα 182,13 δολάρια, στις προσυνεδριακές συναλλαγές.
Τέτοιες γνωμοδοτήσεις των γενικών εισαγγελέων είναι μη δεσμευτικές αλλά συχνά επηρεάζουν τις τελικές αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου της ΕΕ, το οποίο πρόκειται να εκδώσει τη δεσμευτική απόφασή του για την διαμάχη για τις κρατικές ενισχύσεις τους επόμενους μήνες.
Η υπόθεση
Η υπόθεση είναι μέρος μιας σειράς ερευνών για την καταπολέμηση της ευνοϊκής φορολογικής μεταχείρισης που πρόσφεραν ορισμένες μικρότερες χώρες της ΕΕ σε πολυεθνικές εταιρείες για να προσελκύσουν επενδύσεις. Η Ιρλανδία έχει προσελκύσει ιδιαίτερα τα ευρωπαϊκά κεντρικά γραφεία πολλών εταιρειών τεχνολογίας, σε μεγάλο βαθμό λόγω του χαμηλού εταιρικού φόρου της.
Η επίτροπος Ανταγωνισμού Μαργκρέτε Βεστάγκερ δήλωσε το 2016 ότι οι φορολογικές ρυθμίσεις της Apple στην πραγματικότητα έδωσαν στον τεχνολογικό γίγαντα φορολογικό συντελεστή μικρότερο από 1% και άδικο πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων, παραβιάζοντας τους κανόνες της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις.
Το Γενικό Δικαστήριο ενώ υποστήριξε το δικαίωμα της ΕΕ να διερευνά τις εθνικές φορολογικές ρυθμίσεις, έκρινε το 2020 ότι οι Βρυξέλλες δεν απέδειξαν ότι η Apple είχε αθέμιτο οικονομικό πλεονέκτημα στην Ιρλανδία.
Η υπόθεση της Apple ανέδειξε την Βεστάγκερ σε ένα από τα πιο διάσημα πρόσωπα της χάραξης πολιτικής της ΕΕ τα τελευταία χρόνια, τόσο για την στάση απέναντι στις Big Tech αλλά και για την δράση της για τον «επιθετικό φορολογικό σχεδιασμό» των μεγάλων εταιρειών. Προκάλεσε μάλιστα ακόμη και την αντίδραση του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος την αποκαλούσε «η κυρία των φόρων».