Μια ήπια προσαρμογή των δημοσιονομικών προσαρμογών στην Ε.Ε. για τη μείωση του δημόσιου ελλείμματος και του χρέους με βραδύτερο ρυθμό από τον αναμενόμενο, προτείνει η ισπανική προεδρία, θέλοντας να συμβιβάσει τη γερμανική «σκληρότητα» με τη γαλλική «ευελιξία», σύμφωνα με πληροφορίες της «Ναυτεμπορικής» από τις Βρυξέλλες.
Ευρωπαίοι διπλωμάτες τονίζουν στη «Ν» ότι στη σημερινή σύνοδο του Ecofin, η προεδρεύουσα, υπουργός Οικονομικών της Ισπανίας, Νάντια Καλβίνο προσπάθησε να ξεμπλοκάρει τη συζήτηση ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα, καταθέτοντας για έγκριση ένα «έγγραφο ήπιας προσαρμογής», που προτείνει τη συμπερίληψη διασφαλίσεων για το έλλειμμα σε μια προσπάθεια να ικανοποιήσει τη Γερμανία. Το νέο έγγραφο αναφέρεται σε μια «διασφάλιση ανθεκτικότητας για το έλλειμμα», τονίζοντας ότι από τη στιγμή που μια χώρα έχει θέσει το χρέος της σε πτωτική πορεία «πρέπει να εγγυηθεί ένα περιθώριο ασφαλείας» με το οποίο το έλλειμμα θα είναι κάτω του 3% του ΑΕΠ.
Η πρόταση αναφέρεται σε μια περίοδο 10 ετών για να χαραχθεί μια «εύλογα φθίνουσα» πορεία μείωσης του χρέους ή διατήρησής του σε «συνετά επίπεδα».
Μια τέτοια διασφάλιση θα ισχύει για όλα τα κράτη μέλη, ανεξάρτητα από το επίπεδο του χρέους τους, αφού πραγματοποιηθεί μείωση του χρέους σε μια χρονική περίοδο, μεταξύ τεσσάρων και επτά ετών.
«Με αυτή τη διασφάλιση, η Ισπανία προσπαθεί να ικανοποιήσει τη Γερμανία, να γεφυρώσει το χάσμα με τη Γαλλία και να επισπεύσει τη συμφωνία», γράφει και η ισπανική El Pais. Το Βερολίνο επιμένει στον καθορισμό ενός ετήσιου ποσοστού για τη μείωση του χρέους, όταν υπερβαίνει τα επίπεδα του 60% του ΑΕΠ και του ελλείμματος κάτω από το 3%.
Η γαλλική κυβέρνηση αντίθετα, θέλει οι χώρες να έχουν δημοσιονομικό χώρο να επενδύσουν σε ζητήματα όπως στην οικολογική μετάβαση, την ασφάλεια και την άμυνα ή την ψηφιοποίηση.
Τον περασμένο Απρίλιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε να υπάρξει μια προσαρμογή ,εξατομικευμένη ανά χώρα σε μια προσπάθεια να αναδιατυπώσει και να ξεφύγει από την ακαμψία των κανόνων οικονομικής διακυβέρνησης που κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης αποδείχθηκαν μη ρεαλιστικοί.
H ισπανική πρόταση έχει επίσης ένα «νεύμα» προς την Ιταλία για λόγους συναίνεσης, τονίζοντας «ρητά» την αναγνώριση των επενδύσεων στην άμυνα ως ελαφρυντικό παράγοντα κατά την έναρξη μιας διαδικασίας μείωσης του υπερβολικού ελλείμματος, εάν το απαιτούν οι περιστάσεις.
Η συνέχεια τον Δεκέμβριο
Κατά πάσα πιθανότητα, η διαπραγμάτευση θα συνεχιστεί στη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών των 27 τον ερχόμενο Δεκέμβριο, αν και η Καλβίνο είπε πως θα διοργανώσει όσες έκτακτες συναντήσεις χρειαστεί για να υπάρξει συμφωνία για την μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας ως το τέλος του χρόνου, καθώς σε αντίθετη περίπτωση το 2024 θα εφαρμοστούν ξανά οι προηγούμενοι δημοσιονομικοί κανόνες.
Η παρέμβαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου
Την ίδια ώρα πάντως, το Ελεγκτικό Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης πιστεύει ότι η μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών κανόνων που περιορίζουν το έλλειμμα και το χρέος των κρατών μελών πηγαίνει προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά προειδοποιεί τι «υπάρχει «κίνδυνος να έχει η Επιτροπή μεγαλύτερο περιθώριο ερμηνείας και διακριτικής ευχέρειας» όταν αναλύει την πορεία προσαρμογής κάθε χώρας.
Στην έκθεση που δημοσιεύθηκε χθες, το Ελεγκτικό Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επισημαίνει ότι η πιθανότητα οι Βρυξέλλες να αποκτήσουν περιθώριο δράσης «μπορεί να επηρεάσει τη διαφάνεια και την ίση μεταχείριση».
Το Ελεγκτικό Συνέδριο υποστηρίζει την ιδέα ότι το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας θα ορίζει τις καθαρές δαπάνες ως «ενιαίο δείκτη» για τη μέτρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, επειδή έτσι θα ανταποκρίνεται στην ιδέα της χρήσης ενός μέτρου που είναι «απλούστερο, πιο προβλέψιμο και ελέγξιμο» από εκείνα που χρησιμοποιήθηκαν μέχρι τώρα.
Υποστηρίζει επίσης την εισαγωγή μιας «συγκεκριμένης προσέγγισης» ανά χώρα για την ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους τους, αλλά προσθέτει ότι αυτό εγείρει τον κίνδυνο «οι χώρες να μην είναι σε θέση να κάνουν τις απαραίτητες φορολογικές προσαρμογές».
«Για παράδειγμα, εάν τα κράτη μέλη ξεκινήσουν από πιο αισιόδοξες παραδοχές από αυτές που υπολογίζει η Επιτροπή, ο προβλεπόμενος δείκτης χρέους μειώνεται και η προκύπτουσα δημοσιονομική προσαρμογή θα μπορούσε να είναι ανεπαρκής», εξηγούν οι ελεγκτές.
«Πραγματικές κυρώσεις»
Όσον αφορά το καθεστώς επιβολής κυρώσεων, οι Ευρωπαίοι ελεγκτές υπενθυμίζουν ότι «ανέκαθεν αποτελούσε μέρος του πλαισίου δημοσιονομικής εποπτείας της Ε.Ε.», αλλά η κοινοτική εκτελεστική εξουσία «δεν το εφάρμοσε ποτέ».
Για τον λόγο αυτό, θεωρούν ότι η θέσπιση «μιας σειράς κυρώσεων που μπορούν πράγματι να εφαρμοστούν, όπως πρότεινε η Επιτροπή, θα μπορούσε να είναι θετική για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τους κανόνες», αν και προσθέτουν ότι «η κρίση των εμπειρογνωμόνων και οι πολιτικές εκτιμήσεις θα συνεχίσουν να αποτελούν τους πιο σημαντικούς παράγοντες στην απόφαση επιβολής οικονομικών κυρώσεων.