Την καθιέρωση ενός ελάχιστου παγκόσμιου φόρου στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (international carbon price floor), προτείνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για να επιταχυνθεί η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης χωρίς να εκτροχιασθεί το δημόσιο χρέος που για πολλές χώρες έχει ήδη αυξηθεί σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Σε ανάλυση που περιλαμβάνεται στη νέα έκδοση του Fiscal Monitor, το Ταμείο σημειώνει ότι αρκετές χώρες επικεντρώνουν σε μεγάλο βαθμό την πολιτική τους για τη μείωση των εκπομπών ρύπων σε δημόσιες επενδύσεις για την πράσινη μετάβαση και επιδοτήσεις των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας με υψηλό δημοσιονομικό κόστος.
Το δημόσιο χρέος
Υπολογίζει ότι αν η πολιτική κατά της κλιματικής αλλαγής βασιστεί σε τέτοια μέτρα, τότε το δημόσιο χρέος θα αυξανόταν κατά 45 – 50% του ΑΕΠ έως το 2050, καθιστώντας το μη βιώσιμο για πολλές χώρες.
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος, το ΔΝΤ θεωρεί ότι η καθιέρωση ενός ελάχιστου φόρου στις εκπομπές άνθρακα σε παγκόσμιο επίπεδο είναι μία ρεαλιστική και δίκαιη πρόταση καθώς προβλέπει διαφορετικό συντελεστή ανάλογα με το επίπεδο ανάπτυξης των χωρών, από 25 έως 75 δολάρια ανά τόνο ρύπων. Επιπλέον, τα έσοδα από τη φορολογία αυτή θα μπορούσαν εν μέρει να μοιράζονται μεταξύ των χωρών για να διευκολυνθεί η πράσινη μετάβασή τους. Για να γίνει με κοινωνικά δίκαιο τρόπο η μετάβαση θα πρέπει να προβλέπονται και μέτρα στήριξης για τα ευάλωτα νοικοκυριά, τους εργαζόμενους και κοινότητες.
Δεν αρκεί η φορολόγηση των ρύπων
Το Ταμείο τονίζει ότι η φορολόγηση των ρύπων δεν αρκεί από μόνη της για να μειωθούν επαρκώς οι εκπομπές ρύπων, αλλά θα πρέπει να αποτελεί βασικό στοιχείο σε κάθε πακέτο μέτρων που θα προωθούν οι χώρες για την επίτευξη των κλιματικών στόχων, το οποίο θα περιλαμβάνει τόσο μέτρα δαπανών όσο και μέτρα εσόδων.
Κάνει λόγο για τη θετική εμπειρία χωρών σε διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης – όπως της Χιλής, της Σιγκαπούρης και της Σουηδίας – που ξεπέρασαν πολιτικά εμπόδια σχετικά με τη φορολόγηση των εκπομπών ρύπων, μία εμπειρία που είναι χρήσιμη τόσο για τις σχεδόν 50 αναπτυγμένες και αναδυόμενες οικονομίες που χρησιμοποιούν ήδη σχετικά πλαίσια όσο και άλλες 20 και πλέον χώρες, οι οποίες εξετάζουν την καθιέρωση τέτοιων πολιτικών.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση λειτουργεί ο Μηχανισμός Εμπορίας Δικαιωμάτων Ρύπων (Emissions Trading System), μέσω του οποίου καθορίζεται το κόστος που πληρώνουν οι βιομηχανίες που μολύνουν το περιβάλλον. Η τιμή των ρύπων που διαμορφωνόταν από τις σχετικές δημοπρασίες κινούνταν σε χαμηλά επίπεδα την περασμένη δεκαετία, πολύ κάτω από τα επίπεδα που προτείνει το ΔΝΤ ως ελάχιστο φόρο, αλλά άρχισε να αυξάνεται από το 2020 και φέτος κυμαίνεται πάνω από τα 70 ευρώ ανά τόνο ρύπων.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το δημοσιονομικό κόστος και ο αντίκτυπος στο δημόσιο χρέος θα εξαρτηθεί από το μείγμα των πολιτικών εσόδων και δαπανών που θα ακολουθήσουν οι χώρες. Η ανάλυσή του δείχνει ότι αν εφαρμοστεί από τώρα ένα κατάλληλο μείγμα μέτρων θα μπορεί να επιτευχθούν οι κλιματικοί στόχοι με περιορισμένο δημοσιονομικό κόστος.
Συγκεκριμένα, για τις αναπτυγμένες οικονομίες το δημόσιο χρέος θα αυξανόταν κατά 10% έως 15% του ΑΕΠ έως το 2050, αν και αυτοί οι υπολογισμοί υπόκεινται σε μεγάλη αβεβαιότητα με δεδομένες τις διαφορές στα δημοσιονομικά δεδομένα των χωρών, στο ύψος των επενδύσεων και των επιδοτήσεων, των μέτρων στήριξης των νοικοκυριών και της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα.
Αν η εφαρμογή των μέτρων καθυστερήσει, το ΔΝΤ εκτιμά ότι το χρέος θα αυξανόταν επιπλέον κατά 0,8% έως 2% του ΑΕΠ ετησίως για κάθε χρόνο καθυστέρησης.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ