Προς επιβράδυνση οδεύει η παγκόσμια οικονομία, καθώς οι επιτοκιακές αυξήσεις βαραίνουν την οικονομική δραστηριότητα και η πανδημική ανάκαμψη της Κίνας έχει απογοητεύσει.
Το μήνυμα αυτό έστειλε ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), επικαλούμενος τη ραγδαία άνοδο των τιμών πετρελαίου, τον αυξανόμενο προστατευτισμό στο εμπόριο και τις συνεχιζόμενες επιτοκιακές αυξήσεις των κορυφαίων κεντρικών τραπεζών. Στο μέσο του κυκλώνα η γερμανική οικονομία, που χάνει σε βιομηχανική υπεροχή και ανταγωνιστικότητα και αποτελεί μαζί με την Αργεντινή τις μοναδικές χώρες μέλη του G20 που θα παρουσιάσουν φέτος συρρίκνωση. Και όλα αυτά με φόντο μια νέα παγκόσμια τάξη, που χαρακτηρίζεται από έντονη αβεβαιότητα και απουσία προβλεψιμότητας. Με βάση το χειρότερο σενάριο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) βάσει του οποίου η παγκόσμια οικονομία θα χωριστεί σε «σκληρά στρατόπεδα», το παγκόσμιο ΑΕΠ θα μπορούσε να χάσει ακόμη και ένα ποσοστό 7% σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Αναθεώρηση προς τα κάτω
Ο ΟΟΣΑ αναθεώρησε πτωτικά τον ρυθμό ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας στο 2,7%, από 2,9%, για το 2024, μετά από έναν υποτονικό ρυθμό 3% φέτος. Με εξαίρεση το 2020, όταν «χτύπησε» η πανδημία του κορονοϊού, πρόκειται για τον βραδύτερο ρυθμό ανάπτυξης από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Η επικεφαλής οικονομολόγος του ΟΟΣΑ, Κλερ Λομπαρντέλι, σημειώνει ότι «βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τη διπλή πρόκληση του υψηλού πληθωρισμού και της χαμηλής ανάπτυξης», σηματοδοτώντας τον κίνδυνο του στασιμοπληθωρισμού. Ο διεθνής οργανισμός προειδοποίησε ότι η αναθεώρηση των προβλέψεών του κλίνει πτωτικά, καθώς οι μέχρι τώρα επιτοκιακές αυξήσεις αποδεικνύεται ότι έχουν ισχυρότερο αντίκτυπο απ’ ό,τι αναμενόταν και ο πληθωρισμός έχει γίνει πιο επίμονος, που σημαίνει ότι απαιτείται περαιτέρω σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής. Όσο για την Κίνα, συνιστά «βασικό κίνδυνο» για την παγκόσμια οικονομία. «Μετά από ένα ιδιαίτερα δυναμικό ξεκίνημα του 2023, χάρη στις χαμηλότερες τιμές ενέργειας και το άνοιγμα της κινεζικής οικονομίας, ο ρυθμός ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας αναμένεται να μετριαστεί. Ο αντίκτυπος της πιο αυστηρής νομισματικής πολιτικής γίνεται ολοένα και πιο αισθητός, η επιχειρηματική και καταναλωτική εμπιστοσύνη κλονίζεται και η ανάκαμψη της Κίνας φθίνει», εκτιμά ο ΟΟΣΑ.
Η υποβάθμιση των προβλέψεων του οργανισμού ήταν ιδιαίτερα έντονη για την Κίνα, το ΑΕΠ της οποίας αναμένεται να αναπτυχθεί με ρυθμό μικρότερο του 5% το επόμενο έτος, λόγω της μειωμένης ζήτησης και των διαρθρωτικών πιέσεων στην αγορά ακινήτων. Ο ΟΟΣΑ θεωρεί ότι τα περιθώρια για πιο αποτελεσματικά μέτρα στήριξης της οικονομίας της Κίνας είναι τώρα πιο περιορισμένα σε σχέση με το παρελθόν. Χειρότερες προδιαγράφονται οι προοπτικές και για την Ευρωζώνη, καθώς ο ΟΟΣΑ χαμήλωσε τον πήχη της ανάπτυξης για φέτος και το επόμενο έτος, προβλέποντας συρρίκνωση 0,2% για τη Γερμανία για το 2023. Απέδωσε τη σημερινή κατάσταση στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης σε μια σειρά βαθιών προκλήσεων ως προς το επιχειρηματικό μοντέλο της χώρας, οι οποίες θα πρέπει να αντιμετωπιστούν για να τονωθούν οι μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης. Επίσης, ενώ η ανάπτυξη στις ΗΠΑ θα είναι πιο ισχυρή απ’ ό,τι είχε προβλεφθεί τον Ιούνιο, θα επιβραδυνθεί στο 1,3% το 2024, από 2,2% φέτος.
Συστάσεις του ΔΝΤ
Στο ίδιο μήκος κύματος και οι συστάσεις του ΔΝΤ ως προς την πολιτική που θα πρέπει να ακολουθήσει η ΕΚΤ. Το Ταμείο καλεί την κεντρική τράπεζα της Ευρωζώνης να διατηρήσει τα επιτόκια στα σημερινά επίπεδα καθ’ όλη τη διάρκεια του 2024, εάν θέλει να επαναφέρει τον πληθωρισμό στον στόχο του 2% έως τα τέλη του 2025 – χωρίς να ληφθούν υπόψη περαιτέρω πιέσεις στις τιμές που θα μπορούσαν να προκύψουν. Πολύ περισσότερο, οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ θα πρέπει να είναι ανοικτοί σε επιπλέον επιτοκιακές αυξήσεις εάν αυτό κριθεί αναγκαίο, ανέφερε ο Άλφρεντ Κάμερ, επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ. Συνιστά, δε, την προσοχή ότι η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής υπερβολικά γρήγορα θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύ κοστοβόρο λάθος. «Αναμένουμε ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στον στόχο του 2% στο δεύτερο εξάμηνο του 2025, όμως πρόκειται για ένα μεγάλο διάστημα και θα υπάρχουν πολλά σκαμπανεβάσματα σε αυτή την πορεία», είπε χαρακτηριστικά.
Ρεκόρ στο παγκόσμιο χρέος
Το επίπεδο ρεκόρ των 307 τρισ. δολαρίων άγγιξε το παγκόσμιο χρέος στο δεύτερο τρίμηνο του 2023, παρά το γεγονός ότι το αυξανόμενα επιτόκια έχουν οδηγήσει σε συρρίκνωση της πιστωτικής επέκτασης, με τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία να καθοδηγούν την άνοδο, σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου Διεθνών Χρηματοοικονομικών (IIF).
Σε όρους δολαρίου, το παγκόσμιο χρέος αυξήθηκε κατά 10 τρισ. δολάρια στο πρώτο εξάμηνο του 2023 και κατά 100 τρισ. δολάρια στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Με αυτή την τελευταία αύξηση, η παγκόσμια αναλογία χρέους/ΑΕΠ παρουσιάζει άνοδο για δεύτερο διαδοχικό τρίμηνο στο 336%. Πριν από το 2023, η αναλογία αυτή είχε παρουσιάσει πτώση για επτά συναπτά τρίμηνα. Πίσω από αυτή την τελευταία αύξηση βρίσκεται ο βραδύτερος ρυθμός ανάπτυξης και η επιτάχυνση του πληθωρισμού. Περισσότερο από το 80% της αύξησης του χρέους προήλθε από τις αναπτυγμένες οικονομίες του πλανήτη, με ΗΠΑ, Ιαπωνία, Βρετανία και Γαλλία να έχουν το μερίδιο του λέοντος. Από τις αναδυόμενες αγορές, τις μεγαλύτερες αυξήσεις παρουσίασαν η Κίνα, η Ινδία και η Βραζιλία. Η έκθεση του IIF δείχνει επίσης ότι το χρέος των νοικοκυριών προς το ΑΕΠ στις αναδυόμενες οικονομίες παραμένει πάνω από τα προ του κορονοϊού επίπεδα, κυρίως λόγω της επιδείνωσης σε Κίνα, Κορέα και Ταϊλάνδη. Ωστόσο, τους πρώτους έξι μήνες του έτους η αναλογία στις αναπτυγμένες αγορές υποχώρησε στο χαμηλότερο επίπεδο σε διάρκεια δύο δεκαετιών.