Το υπό αναγκαστική διαχείριση ανταλλακτήριο κρυπτονομισμάτων FTX μηνύει τους γονείς του ιδρυτή του, Σαμ Μπάνκμαν Φριντ, κατηγορώντας τους ότι άντλησαν εκατομμύρια δολάρια σε εταιρικά κεφάλαια για να πλουτίσουν και να προωθήσουν δικούς τους σκοπούς.
Η μήνυση αποσκοπεί στην ανάκτηση κεφαλαίων που η εταιρεία ισχυρίζεται ότι «μεταφέρθηκαν με δόλο και υπεξαιρέθηκαν» από τους γονείς του Μπάνκμαν Φριντ.
Ο Τζο Μπάνκμαν και η Μπάρμπαρα Φριντ, αμφότεροι καθηγητές Νομικής στο Στάνφορντ, «είτε γνώριζαν είτε αγνόησαν τις έντονες κόκκινες σημαίες» που έδειχναν ότι ο γιος τους και οι επιχειρηματικοί εταίροι του «ενορχηστρώνουν ένα τεράστιο δόλιο σχέδιο», σύμφωνα με τη μήνυση.
Οι δικηγόροι που εκπροσωπούν τους Μπάκμαν και Φριντ εξέδωσαν δήλωση χαρακτηρίζοντας τους ισχυρισμούς «εντελώς ψευδείς» και «μια επικίνδυνη προσπάθεια εκφοβισμού του Τζο και της Μπάρμπαρα και υπονόμευσης της διαδικασίας των ενόρκων λίγες μέρες πριν ξεκινήσει η δίκη του παιδιού τους».
Το χρονικό
Η FTX κατέρρευσε τον Νοέμβριο του περασμένου έτους, εν μέσω αποκάλυψης παράτυπων συναλλαγών, σε μία εξέλιξη που πυροδότησε σφοδρές αναταράξεις στην αγορά των κρυπτονομισμάτων. Ήταν άλλωστε το τρίτο μεγαλύτερο ανταλλακτήριο στον κόσμο. Τώρα βρίσκεται στο επίκεντρο ομοσπονδιακής έρευνας για αυτό που οι εισαγγελείς χαρακτήρισαν «μια από τις μεγαλύτερες οικονομικές απάτες στην ιστορία των ΗΠΑ».
Ο Σαμ Μπάνκμαν Φριντ έχει δηλώσει αθώος για πολλαπλές κατηγορίες απάτης και συνωμοσίας. Θα δικαστεί στις 3 Οκτωβρίου.
Αρκετοί από τους πρώην συνεταίρους του έχουν δηλώσει ένοχοι και έχουν συνεργαστεί με τις εισαγγελικές αρχές.
Μια «οικογενειακή επιχείρηση»
Η μήνυση κατά των Μπάκμαν και Φριντ που κατατέθηκε αργά τη Δευτέρα, ισχυρίζεται ότι το ζευγάρι συζήτησε με τον γιο τους το πώς θα τους μεταβιβάσει μία δωρεά 10 εκατομμυρίων δολαρίων και ένα πολυτελές ακίνητο 16,4 εκατομμυρίων δολαρίων στις Μπαχάμες, ακόμη και όταν η εταιρεία βρισκόταν στα πρόθυρα της αφερεγγυότητας.
Παρά τους ισχυρισμούς του Μπακμαν Φριντ ότι οι γονείς του δεν συμμετείχαν στην ίδρυση και την ανάπτυξη του FTX, η μήνυση ισχυρίζεται ότι οι γονείς του έπαιξαν ρόλο από την αρχή.
Ο Μπακμαν, διάσημος δικηγόρος με ειδίκευση στα φορολογικά ζητήματα, είχε περιγράψει επανειλημμένα την FTX ως «οικογενειακή επιχείρηση», αναφέρεται στα έγγραφα, που κατατέθηκαν στο δικαστήριο. Είχε σύμφωνα με τους μηνυτές ευρεία εποπτεία της εταιρείας ήδη από το 2018, τόσο ως ανεπίσημος σύμβουλος όσο και αργότερα ως αμειβόμενος υπάλληλος.
Η μήνυση κατηγορεί επίσης τον Μπάκμαν ότι βοήθησε στην κάλυψη της απάτης, συμπεριλαμβανομένης μιας περίπτωσης κατά την οποία «απέτυχε να διερευνήσει… μια καταγγελία πληροφοριοδότη που απείλησε να εκθέσει τον Όμιλο FTX ως κάστρο στην άμμο».
Η Φριντ, ειδική στη νομική δεοντολογία, δεν κατείχε ποτέ επίσημη θέση στην αυτοκρατορία του γιου της, αλλά η μήνυση ισχυρίζεται ότι έπαιξε επίσης ρόλο ως σύμβουλος, ιδιαίτερα όταν αφορούσε τις άφθονες πολιτικές δωρεές.
Ήδη από το 2020 η Fried έγινε το «πρόσωπο αναφοράς» του Σαμ Μπανκμαν Φριντ για τη στρατηγική του στις πολιτικές δωρεές περιγράφοντας τον εαυτό της ως «συνέταιρο του Bankman-Fried σε εγκλήματα μη εγκληματικού τύπου».
Ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων
Σύμφωνα με τους εισαγγελείς, η FTX χρησιμοποίησε τα κεφάλαια των πελατών για να χρηματοδοτήσει ριψοκίνδυνα στοιχήματα στο αδελφό hedge fund, Alameda Research, το οποίο επίσης ιδρύθηκε από τον Μπανκμαν Φριντ.
Οι περισσότερες από τις καταθέσεις αυτών των πελατών παραμένουν στον αέρα μέχρι να επιλυθεί η πτώχευση.
O διαχειριστής που είχε αναλάβει την εκκαθάριση της Enron
Η FTX διευθύνεται τώρα από τον Τζον Τζέι Ρέι, εμπειρογνώμονα εταιρικής αναδιάρθρωσης που κατέθεσε νωρίτερα αυτό το έτος ότι η υπόθεση FTX είναι μια «παλιομοδίτικη υπεξαίρεση».
Την εποχή που υπέβαλε αίτηση πτώχευσης, το χρηματιστήριο FTX χρωστούσε στους πελάτες περίπου 8,7 δισεκατομμύρια δολάρια. Τον Απρίλιο, η FTX είπε στο δικαστήριο πτώχευσης ότι είχε ανακτήσει 7,3 δισεκατομμύρια δολάρια σε περιουσιακά στοιχεία.
Νωρίτερα αυτόν τον μήνα, ένας δικαστής πτώχευσης χορήγησε στην FTX την άδεια να ρευστοποιήσει τα ψηφιακά της περιουσιακά στοιχεία – αξίας περίπου 3,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων από την εταιρεία – για να αποπληρώσει τους πελάτες.
Λίγο αφότου ο Ρέι, ο οποίος επέβλεπε και την εκκαθάριση της Enron στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ανέλαβε τη διοίκηση της FTX, είπε στο πτωχευτικό δικαστήριο ότι δεν είχε δει ποτέ «τόσο πλήρη αποτυχία εταιρικών ελέγχων» και «απουσία αξιόπιστων οικονομικών πληροφοριών» στην καριέρα του.