Επί 1,5 χρόνο η Federal Reserve και για κάτι λιγότερο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δίνουν μάχη με τον επίμονο πληθωρισμό. Το κύριο – αν όχι μοναδικό – όπλο τους σε αυτό το μέτωπο δεν είναι άλλο από τις αυξήσεις επιτοκίων.
Στον απόηχο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, της ενεργειακής κρίσης, αλλά και των πολλαπλών προβλημάτων στην εφοδιαστική αλυσίδα, που άφησαν «κληρονομιά» η πανδημία της Covid-19 και τα lockdown, βιώνουμε σήμερα διεθνώς το πιο σαρωτικό ίσως και ευρύ κύμα ακρίβειας στη μεταπολεμική ιστορία, αλλά και τον πιο επιθετικό κύκλο περιοριστικής νομισματικής πολιτικής των τελευταίων 40 ετών.
Πριν από περίπου 6 μήνες άρχισε να φαίνεται κάποιο φως στο βάθος του τούνελ, με την υποχώρηση του πληθωρισμού. Τότε υπήρξαν και τα πρώτα σενάρια που ήθελαν τις αυξήσεις επιτοκίων να σταματούν κάπου στις αρχές του καλοκαιριού και τις κεντρικές τράπεζες να επιστρέφουν σε μειώσεις επιτοκίων από τα τέλη του έτους. Οι προσδοκίες αυτές διαψεύστηκαν με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο.
Ακόμη και χθες η ΕΚΤ προέβη σε νέα αύξηση του καταθετικού επιτοκίου με την Κριστίν Λαγκάρντ να αρνείται μάλιστα να κηρύξει το τέλος της περιοστικής πολιτικής. «Δεν μπορούμε να πούμε εάν αυτό είναι το ανώτατο όριο των επιτοκίων» διεμήνυσε. «Προέχει η μάχη κατά του πληθωρισμού» ξεκαθάρισε σε ερώτηση για τις πληγές που θα μπορούσαν να ανοίξουν στην οικονομική ανάπτυξη. Ήδη η γερμανική οικονομία είναι σε ύφεση και η υπόλοιπη Ευρωζώνη κατεβάζει ταχύτητα. Αλλά το χρήμα μπορεί να ακριβύνει κι άλλο.
Μία περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων θα πολλαπλασίαζε τα βάρη για χρεωμένα νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αλλά και θα έθετε ακόμη μία πρόκληση για τον δανεισμό του κράτους από τις αγορές. Η «Ν» θυμίζει σε ένα infographic πόσο αυξήθηκε το κόστος του χρήματος από την άνοιξη του 2022 έως σήμερα.