Η Ρωσία εξακολουθεί να προσελκύει την προσοχή των επενδυτών, καθώς τα μέτρα που έχουν έως τώρα ληφθεί δεν θεωρούνται αρκετά για να ανακόψουν την ελεύθερη πτώση του ρουβλίου.
Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν αναμενόταν χθες να συζητήσει το θέμα των capital controls και πιθανόν παρεμβάσεων στην αγορά συναλλάγματος με διαμορφωτές πολιτικής, σύμφωνα με τους FT.
Είναι η πρώτη φορά που η Ρωσία αυξάνει τους ελέγχους στην αγορά συναλλάγματος από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία πέρυσι, γεγονός που αντικατοπτρίζει τις αυξανόμενες ανησυχίες του Κρεμλίνου για τον αντίκτυπο του πολέμου στην οικονομία.
Την ίδια ώρα, η πορεία του ρωσικού νομίσματος και ο πληθωρισμός έχουν φέρει σε τροχιά σύγκρουσης το Κρεμλίνο με την κεντρική τράπεζα της χώρας.
Αντιδρώντας στην πτώση του ρουβλίου, η κεντρική τράπεζα πραγματοποίησε έκτακτη συνεδρίαση την Τρίτη, στην οποία αποφασίστηκε αύξηση του βασικού επιτοκίου στο 12%.
Είχε προηγηθεί η υποχώρηση του ρωσικού νομίσματος κάτω από το φράγμα των 100 έναντι του δολαρίου και η δήλωση του οικονομικού συμβούλου του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν, Μαξίμ Ορέσκιν, ο οποίος υποστήριξε ότι η πρόσφατη επιτάχυνση του πληθωρισμού και η βύθιση του νομίσματος είναι αποτέλεσμα «χαλαρής νομισματικής πολιτικής» και ότι η κεντρική τράπεζα «έχει όλα τα απαραίτητα εργαλεία για να εξομαλυνθεί η κατάσταση».
Ανακοινώνοντας την αύξηση των επιτοκίων έπειτα, η ρωσική κεντρική τράπεζα δήλωσε ότι η απόφασή της στοχεύει στον «περιορισμό των κινδύνων σταθερότητας των τιμών», καθώς «η πληθωριστική πίεση αυξάνεται». «Η σταθερή αύξηση της εγχώριας ζήτησης που ξεπερνά την ικανότητα επέκτασης της παραγωγής ενισχύει την υποκείμενη πληθωριστική πίεση και έχει αντίκτυπο στη δυναμική της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ρουβλίου μέσω της αυξημένης ζήτησης για εισαγωγές», πρόσθεσε.
Σημειώνεται ότι για να περιορίσει τη μεταβλητότητα, την περασμένη εβδομάδα η κεντρική τράπεζα είχε σταματήσει τις αγορές συναλλάγματος στην εγχώρια αγορά μέχρι το 2024, κίνηση που δεν κατάφερε να ανακόψει την πτώση του ρουβλίου.
Η Ρωσία συχνά πουλά ξένο νόμισμα για να αντισταθμίσει τη μείωση των εσόδων από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου και αγοράζει όταν έχει πλεόνασμα.
Πριν από την παρέμβαση του Κρεμλίνου, η κεντρική τράπεζα της Ρωσίας είχε αποδώσει την άνοδο του πληθωρισμού και την αδυναμία του εθνικού νομίσματος στη συρρίκνωση του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας, καθώς το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της Ρωσίας μειώθηκε περισσότερο από 85% σε ετήσια βάση από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο.
Αν και έχουν καταφέρει να υιοθετήσουν συντονισμένα μέτρα για την αναδιάρθρωση της ρωσικής οικονομίας και την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων των κυρώσεων σε βάρος της Μόσχας, το Κρεμλίνο και η Τράπεζα της Ρωσίας φαινομενικά βρίσκονται σε σύγκρουση για την πηγή των προβλημάτων του ρωσικού νομίσματος, σχολιάζει το CNBC. Μάλιστα, σύμφωνα με τους αναλυτές, το γεγονός ότι το Κρεμλίνο αναφέρθηκε ευθέως στην κεντρική τράπεζα αναγκάζοντάς την σε δράση, είναι ενδεικτικό των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η οικονομία της χώρας.
Μιλώντας στο CNBC, η Agathe Demarais του Economist Intelligence Unit υπογράμμισε ότι ήταν ορθή η αρχική εκτίμηση της ρωσικής κεντρικής τράπεζας, ότι η κατάρρευση του πλεονάσματος τρεχουσών συναλλαγών της Ρωσίας είναι ο βασικός παράγοντας πίσω από τον υψηλό πληθωρισμό. «Αυτό οφείλεται στις κυρώσεις της Δύσης, οι οποίες περιορίζουν τα έσοδα από τις εξαγωγές υδρογονανθράκων της Ρωσίας και τροφοδοτούν το κόστος εισαγωγής», εξήγησε. «Η αποδυνάμωση του ρουβλίου θα ενισχύσει αυτή την τάση διογκώνοντας περαιτέρω το κόστος εισαγωγής. Με άλλα λόγια, το ρωσικό νόμισμα έχει εισέλθει σε έναν φαύλο κύκλο από τον οποίο θα δυσκολευτεί να ξεφύγει», εκτίμησε.
Σύμφωνα με την αναλύτρια, η χαλάρωση των capital control που υιοθετήθηκαν στην αρχή του πολέμου παράλληλα με την πολιτική των χαμηλών επιτοκίων εδραιώνουν περαιτέρω τον «φαύλο κύκλο» για το ρούβλι.
«Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων δείχνει ότι περιορίζεται το περιθώριο ελιγμών της ρωσικής κυβέρνησης: η ρωσική ηγεσία πρέπει τώρα να κάνει μια επιλογή μεταξύ της μάχης με τον πληθωρισμό ή της υποστήριξης της ανάπτυξης – και οι δύο βασικοί μοχλοί της κοινωνικής σταθερότητας», είπε.
«Τα υψηλότερα επιτόκια δεν θα είναι επαρκή για να σταθεροποιήσουν το ρούβλι, πόσο μάλλον να το βοηθήσουν να ανατιμηθεί έναντι άλλων βασικών νομισμάτων. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι αρνητικοί παράγοντες πίσω από την αποδυνάμωση του νομίσματος βρίσκονται σε μεγάλο βαθμό εκτός του ελέγχου της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας», πρόσθεσε εκτιμώντας ότι το να κατηγορείται η κεντρική τράπεζα για τα οικονομικά δεινά έχει γίνει η «εύκολη λύση» για το Κρεμλίνο δεδομένου ότι απουσιάζουν απτές επιλογές για τη βελτίωση της κατάστασης.