Εάν η Κίνα δεν αντιμετωπίσει σύντομα τις οικονομικές της προκλήσεις, θα μπορούσε να αρχίσει να μοιάζει με την αργά αναπτυσσόμενη, οικονομικά στάσιμη Ιαπωνία της δεκαετίας του 1990, σύμφωνα με την JPMorgan.
Οι αναλυτές της τράπεζας προειδοποίησαν την Τετάρτη για τον κίνδυνο «ιαπωνοποίησης» της κινεζικής υπερδύναμης που θα μπορούσε να προέλθει από την ασταθή αγορά κατοικίας, την αστάθεια στην οικονομία και τη γήρανση του πληθυσμού.
Η σύγκριση με την Ιαπωνία της δεκαετίας του 1990 δεν είναι τυχαία. Τότε η Ιαπωνία υπέμεινε μια περίοδο ασθενούς οικονομικής ανάπτυξης, χαμηλού πληθωρισμού, ευρείας πτώσης στις τιμές των assets και «ύφεση του ισολογισμού».
Η Κίνα παρουσιάζει σήμερα ορισμένες ομοιότητες, σύμφωνα με την JPMorgan. Ο στεγαστικός τομέας της έχει διορθώνεται από το 2021, διαρθρωτικά και κυκλικά, είπαν οι αναλυτές στρατηγικής, αντανακλώντας τη μεταβαλλόμενη δυναμική της προσφοράς και της ζήτησης, την οποία επίσης αντιμετώπισε και η Ιαπωνία κατά τη διόρθωση της στέγασης πριν από τρεις δεκαετίες.
«Ένα ανησυχητικό μήνυμα είναι ότι οι τιμές των εξοχικών κατοικιών άρχισαν να πέφτουν ξανά σε ορισμένες πόλεις τους τελευταίους μήνες, μετά από μια διστακτική ανάκαμψη το πρώτο τρίμηνο του 2023», ανέφερε η τράπεζα. «Εάν οι τιμές των εξοχικών κατοικιών πέσουν κάτω από τις τιμές των νέων κατοικιών, θα μπορούσε να αλλάξει το παιχνίδι, καθώς μπορεί να σχηματιστεί αμοιβαία ενισχυόμενη πτώση στις τιμές των νέων κατοικιών και στις τιμές των εξοχικών κατοικιών, εντείνοντας τόσο μακροοικονομικούς όσο και χρηματοοικονομικούς κινδύνους. Ως εκ τούτου, είναι κρίσιμο να σταθεροποιηθεί η αγορά κατοικίας ως βραχυπρόθεσμη πολιτική προτεραιότητα, όπως τονίστηκε από τη συνεδρίαση του Πολιτικού Γραφείου του Ιουλίου».
Η γήρανση του πληθυσμού της Κίνας συνιστά επίσης παράγοντας ανησυχίας. Το 2019, οι άνω των 65 ετών στην χώρα ήταν το 12,6% του πληθυσμού της, ακριβώς όπως συνέβη με την Ιαπωνία το 1001, που το ποσοστό ήταν στο 12,7%. Στην πραγματικότητα όμως τα τα δημογραφικά στοιχεία της Κίνας είναι χειρότερα, δεδομένου ότι η γήρανση του πληθυσμού της συμβαίνει με ταχύτερους ρυθμούς.
Οι αναλυτές τόνισαν επίσης ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Κίνας, που ήταν στα 12.800 δολάρια το 2022, είναι πολύ χαμηλότερο από τα 29.470 δολάρια της Ιαπωνίας από το 1991. Αν και αυτό μπορεί να συνεπάγεται περισσότερες δυνατότητες ανάπτυξης, δείχνει επίσης ότι η χώρα είναι σε ρυθμό να γεράσει και να χρεωθεί πριν πλουτίσει, κατά την άποψη της JPMorgan.
Επιπλέον, η Κίνα διαχειρίζεται πιο επίμονα την περίπλοκη εμπορική διαμάχη με τις ΗΠΑ από ό,τι είχε κάνει η Ιαπωνία πριν από δεκαετίες. Αυτή η διαμάχη θα μπορούσε να εμποδίσει την οικονομική της ανάπτυξη. Επιπλέον, ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας ενέτεινε τις αλλαγές στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα, κάτι που δεν βοηθά ούτε την Κίνα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Κίνα έχει πολύ λιγότερη ευελιξία για πολιτική και δημοσιονομικά κίνητρα από ό,τι είχε η Ιαπωνία. Το δημόσιο χρέος της Κίνας έφτασε το 95% του ΑΕΠ το 2022, ενώ της Ιαπωνίας ξεκίνησε από 61,9% το 1991 και αμήλθε στο 131% μέχρι το 2000.
Από την άλλη, υπάρχουν παράγοντες που λειτουργούν υπέρ της Κίνας, όπως το συγκριτικά χαμηλότερο ποσοστό αστικοποίησης, που υποδηλώνει μεγαλύτερες δυνατότητες αύξησης της παραγωγικότητας και περιθώρια για μεγαλύτερη ζήτηση κατοικιών. Και ο κινεζικός στεγαστικός τομέας, παρ’ όλη την αβεβαιότητα του, δεν φαίνεται τόσο υπερτιμημένος όσο ήταν κάποτε στην Ιαπωνία, σύμφωνα με την JPMorgan.
Αντίστοιχα, θετικός παράγοντας θεωρείται η πολύ μεγαλύτερη εγχώρια αγορά της Κίνας, οι περισσότεροι πτυχιούχοι από τους κλάδους της Επιστήμης, της Τεχνολογία, της Μηχανικής και των Μαθηματικών και ο ακμαίος κατασκευαστικός τομέας.
«Ενώ η Κίνα μπορεί να αντιμετωπίζει ένα πιο δύσκολο εξωτερικό περιβάλλον από την Ιαπωνία τη δεκαετία του 1990, υπάρχει επίσης ελπίδα ότι η Κίνα μπορεί να επιτύχει τεχνολογική αναβάθμιση και εμπορευματοποίηση σε ορισμένους τομείς», δήλωσαν οι αναλυτές της τράπεζας. «Για παράδειγμα, η Κίνα έχει γίνει κορυφαίος παίκτης στις νέες ενέργειες και τα οχήματα νέας ενέργειας τα τελευταία χρόνια».
Τελικά, μεγάλο μέρος της πιθανής «Ιαπωνοποίησης» επιστρέφει στους κινδύνους της στεγαστικής αγοράς.
«Αν και η ύφεση του ισολογισμού δεν αποτελεί πραγματικό κίνδυνο άμεσα, το μέλλον εξαρτάται από το εάν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα μπορέσουν να συνεχίσουν να διατηρούν τις τιμές των κατοικιών σχετικά σταθερές», ανέφεραν οι αναλυτές. «Ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο η κυβέρνηση είναι σε θέση να διατηρήσει σχετικά σταθερές τις τιμές των νέων κατοικιών είναι επειδή οι τιμές των νέων κατοικιών είχαν διατηρηθεί χαμηλότερες από τις τιμές εξοχικής κατοικίας στο παρελθόν (λόγω του ανώτατου ορίου τιμών για τις πωλήσεις νέων κατοικιών). Το χάσμα μειώθηκε πρόσφατα χρόνια, καθώς οι τιμές των εξοχικών κατοικιών έχουν μειωθεί περισσότερο από τις τιμές των νέων κατοικιών (λόγω της κατώτατης τιμής για τις πωλήσεις νέων κατοικιών)».