Skip to main content

Το άγχος στην εργασία αυξάνεται σταθερά

Σε μια νέα μελέτη, τρεις οικονομολόγοι από το Πανεπιστήμιο του Ερλάνγκεν-Νυρεμβέργης καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το άγχος στην εργασία αυξάνεται από τα τέλη της δεκαετίας του 1970.

Επιτέλους διακοπές! Εκατομμύρια «τυχεροί» ανυπομονούν για ένα διάλειμμα από τη δουλειά. Καλοκαίρι, ήλιος -παρά τον καύσωνα– και κυρίως αρκετός ελεύθερος χρόνος.

Ενα διάλειμμα -ανάσα ζωής «καθώς η πίεση στο χώρο εργασίας γενικά αυξάνεται» όπως  δείχνουν πολυάριθμες μελέτες.

Σε μια νέα μελέτη, τρεις οικονομολόγοι από το Πανεπιστήμιο του Ερλάνγκεν-Νυρεμβέργης καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το άγχος στην εργασία αυξάνεται από τα τέλη της δεκαετίας του 1970. «Η εντατικοποίηση της εργασίας είναι μια γενική εξέλιξη που βλέπουμε σε πολλούς τομείς», λέει ο εκ των  συγγραφέων της μελέτης, Μάρκους Νάγκλερ που αξιολόγησαν δεδομένα ερευνών Γερμανών εργαζομένων που έχουν συλλεχθεί από το Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Επαγγελματικής Κατάρτισης και το Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία,από το 1979.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν επίσης ότι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία εργαζόμενοι είναι πιο πρόθυμοι από τους νεότερους να έχουν καλές συνθήκες εργασίας και σύντομες μετακινήσεις. Ο συχνά επαναλαμβανόμενος ισχυρισμός ότι οι νέοι εργαζόμενοι κάνουν τελείως διαφορετικά αποτελέσματα και δείχνουν λιγότερη αφοσίωση στην εργασία τους δεν το επιβεβαιώνει.

Πιεστική «αναδιοργάνωση»

Από τη μια πλευρά βέβαια, τα αποτελέσματα είναι αποθαρρυντικά. Πρώτον, η ελπίδα ότι οι τεχνικές καινοτομίες όπως η τηλεργασία  και η χρήση ρομπότ θα διευκολύνουν την επαγγελματική ζωή δεν έχει εκπληρωθεί. Αντίθετα, οι ερευνητές υποθέτουν ότι η ψηφιοποίηση έχει οδηγήσει σε πιεστική «αναδιοργάνωση» σε πολλές εταιρείες. Με άλλα λόγια: ακόμη περισσότερες συναντήσεις και συνήθως πιο πολλές ώρες εργασίας. Δεύτερον, το άγχος γίνεται όλο και περισσότερο ψυχολογικό βάρος.

Η μελέτη των οικονομολόγων της Νυρεμβέργης, η οποία δημοσιεύεται στο εξειδικευμένο περιοδικό «Review of Economics and Statistics», αναφέρει ότι η αυξανόμενη εργασιακή πίεση «όπως αναμενόταν συνδέεται στενά με προβλήματα υγείας όπως ο ακανόνιστος ύπνος και η νευρικότητα».

Οι ψυχικές ασθένειες συγκαταλέγονται στους τρεις συχνότερους λόγους για αναρρωτική άδεια εδώ και χρόνια. Όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι υποφέρουν από τον υψηλό ρυθμό και τις συνεχώς αυξανόμενες απαιτήσεις στο χώρο εργασίας. Το αποτέλεσμα: Από το 1997, ο αριθμός των ημερών απουσίας λόγω ψυχικής ασθένειας  έχει υπερτριπλασιαστεί σε πολλές χώρες της ΕΡ. Αυτό προκύπτει από μια ανάλυση της ασφαλιστικής εταιρείας  DAK-Gesundheit.

Πολλές προκαταλήψεις

Παρά τα ανησυχητικά στοιχεία, τα ψυχολογικά προβλήματα εξακολουθούν να είναι ταμπού σε πολλές εταιρείες.
Τα προβλήματα ψυχικής υγείας είναι άβολα για πολλούς ανθρώπους και συχνά δεν θέλουν να παραδεχτούν στον γιατρό τους αυτό που τους ενοχλεί. Η έρευνα δείχνει ότι η πιο κοινή διάγνωση είναι η  κατάθλιψη,ακολουθούμενη από διαταραχές προσαρμογής.

Ο διευθύνων σύμβουλος της DAK, Αντρέας Στουρμ εξηγεί ότι οι ασθενείς είναι πιθανό να θίξουν το θέμα όταν μιλούν με τον γιατρό τους, αλλά στη δουλειά, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. «Οι εργοδότες πρέπει επίσης να απομακρύνουν το ψυχικό στρες και τα προβλήματα από τη ζώνη ταμπού και να προσφέρουν στους υπαλλήλους τους βοήθεια», λέει ο Στορμ.

Φυσικά, εξακολουθούν να υπάρχουν πολλές προκαταλήψεις για τις ψυχικές ασθένειες. Στην πραγματικότητα, πολλοί εργαζόμενοι αισθάνονται άβολα με την ιδέα να πουν στον εργοδότη τους ότι μένουν σπίτι λόγω άγχους. Όσοι πάσχουν από κατάθλιψη ή αγχώδη διαταραχή συχνά φοβούνται ότι θα στιγματιστούν. Οι σωματικές ασθένειες και οι τραυματισμοί εξακολουθούν να θεωρούνται πιο αποδεκτά φαινόμενα.

Μισθολογικό κυνήγι

Η μελέτη δείχνει ότι οι εργαζόμενοι μερικές φορές συνειδητά αποφασίζουν υπέρ ή κατά δραστηριοτήτων στις οποίες το άγχος είναι ιδιαίτερα υψηλό. Και αυτό κάνει τη διαφορά στο «δελτίο μισθοδοσία»: Σύμφωνα με τους συγγραφείς, οι αγχωτικές δραστηριότητες αμείβονται σημαντικά καλύτερα.

Οι αρνητικές συνέπειες για τους εργαζομένους αντισταθμίζονται έτσι, τουλάχιστον εν μέρει, από υψηλότερους μισθούς. «Αυτό σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι δεν χειροτερεύουν αυτόματα όταν εργάζονται σε υψηλότερες πιέσεις», καταλήγουν οι συγγραφείς.