«Τι κάνουν οι άλλες χώρες και αντιμετωπίζουν καλύτερα τον πληθωρισμό από τη Γερμανία;» Eίναι το ερώτημα που θέτει το περιοδικό Stern, καθώς ο πληθωρισμός αυξάνεται ιδιαίτερα στη Γερμανία, ενώ τείνει να υποχωρεί πιο έντονα στις άλλες χώρες.
Σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία, μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου οι τιμές καταναλωτή αυξήθηκαν ακόμη από 6,1 σε 6,4% σε ετήσια βάση. Την ίδια ώρα, ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ έχει αποδυναμωθεί ξανά και αισθητά. Οι τιμές καταναλωτή αυξήθηκαν κατά 3% σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα πέρυσι. Τον προηγούμενο μήνα, το ποσοστό ήταν 4%. Παρόμοια εξέλιξη καταγράφεται στη Γαλλία, την Ισπανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οι περισσότερες χώρες και οι κεντρικές τράπεζες έχουν σημειώσει πρόοδο στην καταπολέμησή του – αλλά οι επιτυχίες δεν είναι ίδιες παντού, και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και πολύ διαφορετικές.
Στη Γερμανία, για παράδειγμα, πριν από ένα χρόνο υπήρχαν προσωρινά μέτρα όπως η έκπτωση στα πρατήρια καυσίμων ή το ενιαίο μηνιαίο εισιτήριο των 9 ευρώ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του πληθωρισμού κατά περίπου δύο ποσοστιαίες μονάδες. Αυτό το αποτέλεσμα έχει πλέον εξαφανιστεί. Τα εισιτήρια των τρένων για τις τοπικές μεταφορές κοστίζουν 49 ευρώ τον μήνα -μια αύξηση 65,2% σε σχέση με ένα χρόνο νωρίτερα.
Σημαντικός παράγοντας στην αύξηση των τιμών τον Ιούνιο ήταν και πάλι τα τρόφιμα, τα οποία αυξήθηκαν σχεδόν σε όλη την Ε.Ε. σε διψήφιο ποσοστό, παρά το γεγονός ότι οι τιμές της ενέργειας, οι οποίες είχαν αυξηθεί απότομα ένα χρόνο νωρίτερα λόγω του πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, σήμερα έχουν υποχωρήσει αισθητά. «Υπάρχει ακόμη πάρα πολύ μεγάλη πίεση στο καζάνι όσον αφορά τον πληθωρισμό. Μια βασική επίδραση στις τιμές της ενέργειας επέτρεψε να διαφύγει λίγος ατμός. Ωστόσο, ένα αντίθετο αποτέλεσμα θα αυξήσει την πληθωριστική πίεση ξανά τον Ιούλιο» λέει ο αναλυτής Μπαστιάν Χάπερλε από την τράπεζα Hauck Aufhauser Lampe.
Το παράδειγμα της Ισπανίας
Η Ισπανία φαίνεται να έχει φτάσει ακόμη και στον στόχο της. Σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, οι τιμές αυξήθηκαν μόνο κατά 1,9% τον Ιούνιο. Ο βασικός πληθωρισμός εξαιρουμένων της ενέργειας και των τροφίμων μειώθηκε επίσης στο 5,9% από 6,1%.
Και εδώ, οι λόγοι είναι σαφείς που κάνουν την Ισπανία να διαφέρει από πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η ισπανική κυβέρνηση επέβαλε ένα ανώτατο όριο τιμής φυσικού αερίου στα 50 ευρώ τη μεγαβατώρα, από τον Ιούνιο του 2022. Αντί να αποσυνδεθεί από την άποψη της ενεργειακής πολιτικής, η Ισπανία αύξησε τις εισαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία κατά 63%,πέρυσι. Από τον Φεβρουάριο του 2022 έως τον Ιανουάριο του 2023, η Ρωσία παρείχε στη χώρα 58,1 τεραβατώρες φυσικού αερίου, σύμφωνα με έκθεση του ισπανικού διαχειριστή συστήματος μεταφοράς Enagas. Την ίδια περίοδο πέρυσι ήταν 35,7 τεραβατώρες. Μόνο μεταξύ Ιανουαρίου και Απριλίου 2023, εισήχθη από τη Ρωσία στην Ισπανία 118% περισσότερο αέριο ,σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Υπάρχει ένας απλός λόγος για τον οποίο η χώρα εξακολουθεί να εισάγει φυσικό αέριο από τη Ρωσία. «Υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις για την αντικατάσταση του ρωσικού φυσικού αερίου, αλλά είναι πολύ πιο ακριβές», δήλωσε ο Εδουάρδο Ιραστόρθα, καθηγητής Οικονομικών στο EAE Business School.
Πίεση στις εταιρείες
Οι τιμές του φυσικού αερίου σε όλη την Ευρώπη έχουν υποχωρήσει βέβαια στα επίπεδα του 2021, αλλά η μείωση αυτή δεν έχει μετακυλιστεί σε πολλά προϊόντα.
Οι κυβερνήσεις αυξάνουν βέβαια την πίεση στις εταιρείες να μεταφέρουν τις χαμηλότερες τιμές ενέργειας στους πελάτες. Καθώς οι τιμές των τροφίμων έχουν ξεπεράσει τις τιμές της ενέργειας ως ο κύριος μοχλός του πληθωρισμού σε όλη την Ευρώπη, αυτοί οι κατασκευαστές δέχονται ιδιαίτερη πίεση. Αλλωστε, εταιρείες όπως η Nestlé, η Unilever και η Pepsico ανέφεραν πολύ καλά τριμηνιαία αποτελέσματα, εν μέρει επειδή μπόρεσαν να μετακυλίσουν το υψηλότερο κόστος στους καταναλωτές.
Στη Γαλλία, ο υπουργός Οικονομίας Μπρουνό Λε Μερ απείλησε τους παραγωγούς τροφίμων με υποχρεωτικές εισφορές εάν δεν μειώσουν τις τιμές τους. «Μπορείτε να κρατήσετε μέρος του κέρδους για τον εαυτό σας (…) αλλά υπάρχει μέρος του κέρδους που πρέπει να δώσετε στους καταναλωτές». Ο Γάλλος υπουργός απείλησε μάλιστα ότι «αν δεν το κάνουν ,θα το εισπράξει η κυβέρνηση μέσω φόρων». Για ορισμένα προϊόντα όπου οι τιμές χονδρικής έχουν μειωθεί, οι τιμές λιανικής θα πρέπει επίσης να μειωθούν — κατά δύο, τρία, πέντε ή ακόμα και 10%, είπε ο Λε Μερ.
Μια παρόμοια συζήτηση ξέσπασε πρόσφατα και στην Ιταλία. Οι υποστηρικτές των καταναλωτών ζήτησαν «μποϊκοτάζ των ζυμαρικών» επειδή οι κατασκευαστές αύξησαν τις τιμές τους, παρά τη μείωση του ενεργειακού κόστους. Αν και ο γενικός πληθωρισμός έχει επίσης υποχωρήσει εδώ τους τελευταίους μήνες, η τιμή ενός κιλού ζυμαρικών αυξήθηκε κατά 14% τον Μάιο σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Ήταν 15,7% τον Απρίλιο και 17,5% τον Μάρτιο, σύμφωνα με επίσημα στατιστικά στοιχεία.
Νέα στρατηγική
«Απαιτείται μια νέα στρατηγική που στοχεύει να δώσει κίνητρα για επενδύσεις και να ενθαρρύνει τις εταιρείες να βγάλουν χρήματα με τον παλιομοδίτικο τρόπο: πουλώντας περισσότερα προϊόντα σε δίκαιες τιμές», λέει η Ιζαμπέλ Βέμπερ, επίκουρη καθηγήτρια οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Amherst της Μασαχουσέτης. «Σήμερα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο διαπιστώνει ότι τα κέρδη αντιπροσωπεύουν το 40%του πληθωρισμού και, μαζί με τις τιμές των εισαγωγών, έχουν αντικαταστήσει το κόστος εργασίας ως κύριο μοχλό αύξησης του τιμάριθμου», προσθέτει.
«Οι πολιτικοί ηγέτες, το ΔΝΤ, η ΕΚΤ, η Ε.Ε. έχουν αναγνωρίσει ότι η αύξηση των εταιρικών κερδών ήταν ο μεγαλύτερος συντελεστής στον πληθωρισμό στην Ευρώπη τα τελευταία δύο χρόνια, καθώς οι εταιρείες αύξησαν τις τιμές περισσότερο από το αυξημένο κόστος της εισαγόμενης ενέργειας».τονίζει η καθηγήτρια Βέμπερ στο βιβλίο της που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τίτλο «The Spectre of Inflation – How China Escaped Shock Therapy».
Οι μεγάλες εταιρείες έχουν μάθει ότι «δεν πρέπει να πληρώσουν το λογαριασμό για μεγάλα σοκ κόστους, όπως η πανδημία ή ο πόλεμος στην Ουκρανία. Δεν χρειάζεται καν να προσαρμοστούν. Όπως οι μεγάλες τράπεζες κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 2008, έχουν βυθιστεί σε μια κουλτούρα διάσωσης και ανευθυνότητας. Μια τέτοια συμπεριφορά όμως δεν κάνει την οικονομία πιο ανθεκτική.Η Γκίτα Γκόπινατ ,η αναπληρώτρια διευθύνουσα σύμβουλος του ΔΝΤ, είχε σίγουρα δίκιο τον περασμένο μήνα όταν είπε: «Για να μειωθεί γρήγορα ο πληθωρισμός ,πρέπει οι εταιρείες να αφήσουν τα περιθώρια κέρδους τους να μειωθούν».
Η Βρετανίδα πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ υποστήριζε την περίφημη ΤΙΝΑ: Δεν υπάρχει «καμία εναλλακτική» στην απεριόριστη οικονομία της αγοράς. Στην πραγματικότητα, το περασμένο έτος δίδαξε στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής ότι υπάρχουν πολλές εναλλακτικές λύσεις. Για παράδειγμα, μια δημιουργική προσέγγιση “λίγο απ’ όλα” θα είχε ως αποτέλεσμα έναν ρυθμό πληθωρισμού στην ευρωζώνη κάτω από τον στόχο του 2% της ΕΚΤ. Όπως λέει η Ιζαμπέλα Βέμπερ «η σωστή ανάλυση είναι ένα σημαντικό πρώτο βήμα. Οι οικονομολόγοι και οι υπεύθυνοι για την πολιτική στους διεθνείς και ευρωπαϊκούς θεσμούς, πρέπει τώρα να κάνουν το δεύτερο βήμα. Χρειαζόμαστε πολιτικές που απορρέουν από μια νέα προσέγγιση. Μερικές φορές ένα βήμα πίσω στα κέρδη, είναι ο καλύτερος τρόπος για να προχωρήσουμε».