Τελευταίο επεισόδιο στην εξελισσόμενη ύφεση που παρουσιάζει για το 2023 η γερμανική οικονομία αποτελεί η καταγραφή του επιχειρηματικού κλίματος στον κλάδο της χημικής βιομηχανίας: το βαρόμετρο του οικονομικού ινστιτούτου ifo καταγράφει χαμηλές προσδοκίες σε αυτόν τον σημαντικότατο κλάδο της γερμανικής οικονομίας σχετικά με τα κέρδη των επιχειρήσεων. Οι αιτίες εντοπίζονται, μετά από έρευνα που διεξήγαγε το ινστιτούτο του Μονάχου, αφ’ ενός στα υψηλά κόστη παραγωγής. Πρώτος, αλλά όχι μοναδικός, είναι ο παράγοντας του ενεργειακού κόστους, ενώ σ’ αυτόν προστίθεται η ασθενική ζήτηση για χημικά προϊόντα στις διεθνής αγορές. Τα υψηλόβαθμα στελέχη των χημικών βιομηχανιών που ερωτήθηκαν, θεωρούν πως οι δυσκολίες θα συνεχιστούν για το επόμενο εξάμηνο, επισημαίνοντάς όμως πως, τουλάχιστον, δεν παρατηρούνται ελλείψεις σε προκαταρκτικά προϊόντα. Την εικόνα αυτή παρουσιάζουν και άλλοι, όχι μόνο βιομηχανικοί, κλάδοι, ενώ οι προβλέψεις θέλουν τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης να μπαίνει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2024.
Στα μέσα του Ιουνίου οικονομικά ινστιτούτα όπως το DIW από το Βερολίνο, το IfW από το Κίελο και το RWI από το Έσσεν αναθεώρησαν τις προβλέψεις τους για το τρέχον έτος προς τα κάτω τοποθετώντας έτσι τη γερμανική οικονομία σε καθεστώς ύφεσης. Έτσι, το ινστιτούτο του Κίελου αναθεώρησε από μια πρόβλεψη ανάπτυξης της τάξης του +0,5% σε ύφεση -0,3%, ενώ το ινστιτούτο του Έσσεν από +0,2% σε -0,3%.
Για το 2024 το IfW υπολογίζει επιστροφή στην ανάπτυξη με ποσοστό 1,8% (αναθεωρημένο προς τα πάνω κατά 0,4%). Σε αυτήν την πρόβλεψη παίζει ρόλο η εκτίμηση για υποχώρηση του πληθωρισμού. Όπως επεσήμανε ο πρόεδρος του ινστιτούτου Μόριτς Σούλαρικ, η γερμανική οικονομία έδειξε κατά την κρίση με τη διακοπή της προμήθειας ρωσικού πετρελαίου και αερίου πως είναι ικανή και πως μπορεί να προσαρμόζεται γρήγορα σε νέες καταστάσεις. Πάντως οι συνέπειες της ενεργειακής κρίσης και η σφιχτή νομισματική πολιτική επηρέασαν περισσότερο από το αναμενόμενο τη γερμανική οικονομία το χειμώνα που πέρασε. Σε αυτό έπαιξαν ρόλο η πτώση της κατανάλωσης από πλευρά κράτους, μετά το πέρας της πανδημίας, δυσκολίες στις προμήθειες πρώτων υλών και εξαρτημάτων, η γενικευμένη έλλειψη εργατικού δυναμικού και ο ασυνήθιστα υψηλός αριθμός εργαζομένων που έπαιρναν άδεια ασθενείας. Αυτή τη στιγμή το ΑΕΠ είναι 0,5% χαμηλότερο από το αντίστοιχο του 2019.
Για μια αισιόδοξη προοπτική φροντίζει πάντως ο Στέφαν Κόοτς του ίδιου ινστιτούτου, λέγοντας πως τα πράγματα είναι καλύτερα απ’ ό,τι δείχνουν. Η κάλυψη του χαμένου εδάφους που δημιουργήθηκε στην πανδημία, η αύξηση της αγοραστικής δύναμης και η διατήρηση σταθερότητας στην αγορά εργασίας είναι στοιχεία που στηρίζουν την εκτίμηση πως η ανάπτυξη θα αποκατασταθεί. Τέλος, κάνει λόγο για μεγάλο αριθμό παραγγελιών στη βιομηχανία.
Το ζήτημα γενικά της ζήτησης και ειδικά της ιδιωτικής ζήτησης είναι κεντρικό στις εκτιμήσεις των ινστιτούτων καθώς εκτιμάται πως οι αυξήσεις στους μισθούς που ήδη συμβαίνουν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, αλλά όχι μόνο, θα έχουν θετικό αντίκτυπο στην κατανάλωση. Οι αυξήσεις για το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους υπολογίζεται πως θα ξεπερνούν ελαφρά τις απώλειες από την αύξηση των τιμών, είπε η Γκεραλντίν Ντάνι-Κλέντικ από το DIW.
Δύο συμβολικές χρεωκοπίες
Στις 20 Ιουνίου η βιομηχανία παραγωγής γυάλινων δοχείων Weck κατέθεσε αίτηση ώστε να μπει σε καθεστώς πτώχευσης. Η εταιρία που υπάρχει από το 1900 παράγει γυάλινα δοχεία κατάλληλα για διατήρηση τροφίμων και παρασκευή του παραδοσιακού γερμανικού τουρσί. Τα γυάλινα βάζα της εταιρίας βρίσκονται σε πολλά εκατομμύρια γερμανικά νοικοκυριά και η περίοδος της πανδημίας σε συνδυασμό με την ολοένα και αυξανόμενη στροφή σε διατροφές πλούσιες σε λαχανικά φαίνονταν να οδηγούν σε αύξηση της ζήτησης. Η εταιρία δεν έχει αναφερθεί στους λόγους που την οδήγησαν να κηρύξει πτώχευση, καθώς όμως πρόκειται για υαλουργία θεωρείται πως τα ενεργειακά κόστη έπαιξαν μεγάλο ρόλο.
Παράλληλα και η εταιρία κατασκευής κεραμικών μαγειρικών γαστρών, η Römertopf, επίσης κατέθεσε αίτηση πτώχευσης στις 23 Ιουνίου. Η εταιρία έχει πουλήσει από τη δεκαετία του 1970 50 εκατομμύρια γάστρες και η χρήση της γάστρας αποτελεί επίσης πλέον παράδοση στη Γερμανία για μια γευστική και υγιεινή διατροφή. Οι αιτίες εδώ αναφέρονται ρητά και αφορούν το ενεργειακό κόστος, τις ακριβές πρώτες ύλες, το αυξημένο εργατικό κόστος, ενώ ο τζίρος μειώθηκε αισθητά από τη στιγμή της έκρηξης του πολέμου στην Ουκρανία.
Μειωμένες παραγγελίες στη βιομηχανία
Βασικότατος κλάδος της γερμανικής βιομηχανίας είναι η αυτοκινητοβιομηχανία. Εδώ η ανταγωνιστική Κίνα αναδεικνύεται πλέον στην πρώτη εξαγωγική δύναμη παγκοσμίως, με 1,07 εκατομμύρια εξαγωγές το πρώτο τρίμηνο του 2023, με την Ιαπωνία δεύτερη (954 χιλιάδες) και τη Γερμανία να είναι τρίτη (840 χιλιάδες). Όπως αναφέρει μελέτη της AlixPartners που είναι εταιρία συμβούλων επιχειρήσεων με ειδικές γνώσεις στον κλάδο, ο καιρός των μεγάλων κερδών από το αυτοκίνητο φτάνει στο τέλος του. Παράγοντες για αυτό είναι οι τόκοι, το κόστος των πρώτων υλών, οι τιμές των οποίων αυξάνουν λόγω της ζήτησης από την Κίνα και μέσα σε αυτά τα κόστη, το ειδικό βάρος που έχουν τα κόστη για την παραγωγή μπαταριών για τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα.
Εκεί που τα πράγματα δυσκολεύουν αισθητά είναι στον άλλο εμβληματικό κλάδο της γερμανικής οικονομίας, αυτόν της παραγωγής μηχανολογικών προϊόντων. Οι παραγγελίες μειώνονται δραστικά, σύμφωνα με τον σύνδεσμο βιομηχανιών κατασκευής μηχανών και εγκαταστάσεων (VDMA). Η πτώση συνεχίζεται εδώ και καιρό και υπάρχει μειωμένο ενδιαφέρον για αγορές τέτοιων κεφαλαιουχικών προϊόντων. Για το μήνα Μάιο ο σύνδεσμος καταγράφει καθαρή, αφού έχουν αφαιρεθεί οι αυξήσεις τιμών, μείωση παραγγελιών σε ύψος 10%. Ο οικονομολόγος του συνδέσμου Ραλφ Βίχερς διαπιστώνει μια παγκόσμια μείωση στις βιομηχανικές επενδύσεις και επισημαίνει πως οι επόμενοι μήνες θα είναι δύσκολοι καθώς ακόμα τώρα τα πράγματα σώζονται από τις ήδη υπάρχουσες παραγγελίες που εκτελούνται. Αυτό θα αλλάξει επί τα χείρω.
57% των εταιριών του κλάδου αναφέρουν μερικώς ή σημαντικά μειωμένες παραγγελίες από το εξωτερικό. Η μείωση σε αυτές τις παραγγελίες που είναι πολύ σημαντικές ανέρχεται στο 18%, ενώ ειδικά για την ευρωζώνη φτάνουν το 36%. Την κατάσταση απαλύνει κάπως η αύξηση για παραγγελίες εντός της Γερμανίας που παρουσίασε αύξηση 9%. Η πτώση δημιουργεί ανησυχία ή και φόβο καθώς ο κλάδος ανήκει στους νευραλγικούς τομείς της βιομηχανίας της χώρας, αποτελείται από πολλές μεσαίες – για γερμανικά μεγέθη – επιχειρήσεις και απασχολεί περίπου ένα εκατομμύριο εργαζόμενους. Οι αιτίες βρίσκονται σύμφωνα με τον σύνδεσμο σε ένα συνδυασμό παραγόντων, όπως οι αυξήσεις του κόστους, τους τόκους και την γεωπολιτική αστάθεια.
Συνολική πτώση
Συνολικά η γερμανική βιομηχανία αντιμετωπίζει πρόβλημα με τον κύκλο εργασιών της. Σύμφωνα με έρευνα της αμερικάνικης εταιρίας χρηματοοικονομικών υπηρεσιών Standard and Poors (S&P Global) που διεξήχθη μεταξύ 430 επιχειρήσεων, οι δουλειές δεν πάνε καλά, σημειώνοντας χαμηλό τριετίας. Στην έρευνα ερωτώνται οι εταιρίες σχετικά με το ύψος των παραγγελιών τους, την παραγωγή, την απασχόληση του εργατικού δυναμικού, τους χρόνους παράδοσης των παραγγελιών και τα αποθέματα σε πρώτες ύλες και εξαρτήματα. Η προβληματική εικόνα οφείλεται στη μείωση των νέων παραγγελιών, η οποία διαρκεί πλέον, και σημειώνεται σε όλους τους κλάδους.
Πάντως ο οικονομολόγος Σύρους ντε λα Ρούμπια από την Hamburg Commercial Bank (HCOB) εμφανίζεται συγκρατημένα αισιόδοξος. Μείωση δε σημαίνει πως σταματά η παραγωγή, λέει, και επισημαίνει πως η αύξηση σε νέες προσλήψεις προσωπικού συνεχίζεται, ίσως όχι τόσο δυναμικά όσο πριν, αλλά σίγουρα δεν υπάρχει μείωση του προσωπικού. Για να καταλήξει πάντως πως η ύφεση στη βιομηχανία είναι πιθανή.